Το Greenwashing των πλαστικών απορριμμάτων
16/07/2022Τα πλαστικά απόβλητα συνιστούν την σημαντικότερη πηγή συμβατικής ρύπανσης. Σωρευτικά, από την έναρξη της χρήσης των πλαστικών υλών (κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, από το 1950) στον πλανήτη υπάρχουν 8,3 δισ. τόνοι πλαστικών υλών με τους 6,3 δισ. τόνους να είναι απόβλητα, είτε προς επεξεργασία κι ανακύκλωση ή σε ανεξέλεγκτη απόθεση στο φυσικό περιβάλλον.
Το 26% της διεθνούς ρύπανσης από τις πλαστικές ύλες προέρχεται από τις συσκευασίες βρώσιμων και πόσιμων υλών. Σήμερα παράγονται ετησίως 275 εκατομμύρια τόνοι πλαστικών απορριμμάτων με τους τρεις μεγαλύτερους διεθνείς ρυπαντές να είναι υπεύθυνοι για το 59% αυτής της ποσότητας -η Κίνα με 62 εκ. τόνους ετησίως, η ΕΕ με 50 εκατομμύρια τόνους ετησίως και οι ΗΠΑ με 49 εκατομμύρια τόνους ετησίως.
Υπό μια μακροϊστορική ματιά, το Greenwashing και η “πράσινη” ανάπτυξη συνιστούν μια σύγχρονη προέκταση της Κλασικής Διχοτομίας της Πολιτικής Οικονομίας. Αυτή η διχοτομία σε απλούς ορίζεται στον γνωστό διαχωρισμό “πλούσιος Βορράς, φτωχός Νότος”.
Το γεωπολιτικό υπόβαθρο του Greenwashing
Μέχρι την Α΄ Πετρελαϊκή Κρίση (1973) το διεθνές οικονομικό σύστημα βασιζόταν στην άντληση φυσικών πόρων από τις πλουτοπαραγωγικές περιοχές της Αφρικής, της Νότιας Αμερικής και της Νοτιοανατολικής Ασίας και την μετατροπή τους σε βιομηχανικά προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας με τον παράλληλο έλεγχο του χρηματωπιστωτικού συστήματος.
Από την αλλαγή της πολιτικής των ΗΠΑ προς την Κίνα το 1972, τέθηκαν οι προδιαγραφές της εξέλιξης της διχοτομίας σε τριχοτομία, με την προσθήκη της “αναπτυσσόμενης Ανατολής”, όπου η βιομηχανική παραγωγή μετακινήθηκε βαθμιαία στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας λόγω του φθηνού κόστους παραγωγής. Παράλληλα, αυτή η μεταφορά εξυπηρετούσε κι από την πλευρά της περιβαλλοντικής ρύπανσης από την στιγμή που απάλλασσε τον πλούσιο Βορρά από τα σχετικά κόστη.
Σήμερα, η παραγωγή των ηλεκτροκίνητων οχημάτων που θα χρησιμοποιηθούν στον πλούσιο Βορρά, καθώς και η ιδιαίτερα επιβαρυντική εξόρυξη των κρίσιμων πόρων (π.χ. σπάνιες γαίες) λαμβάνει χώρα στην Κίνα, όπου η περιβαλλοντική νομοθεσία είναι πρακτικά ανύπαρκτη.
Η Έκθεση της Interpol (2020)
Η τριχοτομία επιβεβαιώνεται για την πλέον συμβατική μορφή διεθνούς ρύπανσης: Τα πλαστικά απορρίμματα. Το 2020, η Interpol δημοσίευσε τα αποτελέσματα μιας πολυετούς έρευνας για την γεωγραφική κατανομή των παράνομων χώρων ταφής πλαστικών απορριμμάτων με διεθνείς επιπτώσεις. Συγκεκριμένα, ένα μεγάλο ζήτημα του Greenwahing εντοπίζεται στο ότι κατά βάση οι εταιρείες των ΗΠΑ και της ΕΕ δεν έχουν την υποχρέωση ιχνηλάτησης των αποβλήτων τους, άπαξ και τα παραδώσουν σε πιστοποιημένο διαχειριστή.
Από την στιγμή που θα πραγματοποιηθεί η παράδοση, ο διαχειριστής αποβλήτων γίνεται κι ο “ιδιοκτήτης” τους, ώστε η εταιρεία να έχει πρακτικά “ξεφορτωθεί” το υλικό (και το κόστος της διαχείρισής του) από τα περιβαλλοντικά της βιβλία νομικά ισχυριζόμενη ότι είναι “100% πράσινη”. Στην συνέχεια, τα απόβλητα ονομάζονται κατ’ ευφημισμόν “δευτερογενή υλικά” προς ανακύκλωση κι επαναχρησιμοποίηση, καταλήγοντας σε μεγάλο βαθμό σε άγνωστους προορισμούς ταφής σε τρίτες χώρες μέσα από πολύπλοκα δίκτυα συναλλαγών.
Η Interpol διαπίστωσε παράνομα δίκτυα “περιβαλλοντικού dumping” ύψους 2,5 εκατομμυρίων τόνων ανά έτος στην Κίνα από την ΕΕ και την Βόρεια Αμερική, το οποίο μετά τον αποκλεισμό των εισαγωγών πλαστικών αποβλήτων από την κινεζική κυβέρνηση (2018) βρίσκει εναλλακτικές διόδους από χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, όπως η Μαλαισία και η Ταϋλάνδη, τριγωνικές συναλλαγές κι εγκληματικές δραστηριότητες σε μια διεθνή αγορά ύψους 200 δισ. δολαρίων.
Το “Μεγάλο Μπάλωμα” του Ειρηνικού Ωκεανού
Το αποτέλεσμα της ανεξέλεγκτης απόθεσης των πλαστικών αποβλήτων στην Νοτιοανατολική Ασία, έχει οδηγήσει (μέσα από τους φυσικούς μηχανισμούς των ωκεάνιων ρευμάτων) αντί της διασποράς, στην συσσώρευση των πλαστικών αποβλήτων σε έναν περιορισμένο χώρο, δημιουργώντας κυριολεκτικά μια νέα “ήπειρο” που αποτελείται από πλαστικά απόβλητα και καλύπτει μια συνεχή επιφάνεια μεγέθους 1,6 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων από πλαστικά απόβλητα, στο μέγεθος περίπου του Μεξικού.
Ωστόσο, αυτή η έκταση είναι μόνον μια από τις πέντε συνολικά στους ωκεανούς του πλανήτη, άλλη μια υπάρχει επίσης στον Ειρηνικό, δύο στον Ατλαντικό Ωκεανό και μια στον Ινδικό Ωκεανό. Αυτές οι ποσότητες πλαστικών αποβλήτων καθίστανται ιδιαίτερα επικίνδυνες τόσο για την τροφική αλυσίδα, όσο και για την ανθρώπινη υγεία, καθώς διασπώνται σε μικροπλαστικά (δηλαδή στα μονομερή μόρια του συνολικού πολυμερούς) και φθαλικές ενώσεις που εν τέλει καταναλώνονται από τον άνθρωπο.
Περαιτέρω, εφόσον η ρύπανση αυτή αφορά σε διεθνή ύδατα, είναι εξαιρετικά δυσχερής η απόδοση των ευθυνών, άρα και της αποζημίωσης, από την στιγμή που η πηγή δεν έχει εντοπιστεί με τεκμήρια (παρόλο που είναι κοινό μυστικό ότι οι πηγές αυτής της ρύπανσης εντοπίζονται στην Ινδία και στην Κίνα).
Τριγωνικές συναλλαγές πλαστικών απορριμμάτων
Στην έκθεση της Interpol – και συνδυαστικά με άλλες πηγές – αναφέρεται πως ουσιαστικά η απαγόρευση των εισαγωγών πλαστικών αποβλήτων της ΕΕ και των ΗΠΑ από την Κίνα, έχει παρακαμφθεί μέσω μιας ιδιότυπης μορφής “τριγωνικής συναλλαγής”, ιδίως για τα πλαστικά απορρίμματα με προέλευση από την ΕΕ. Μέχρι το 2018, ο μεγαλύτερος αποδέκτης πλαστικών αποβλήτων της ΕΕ ήταν η Κίνα, η οποία με την σειρά της λάμβανε αμοιβή για την υποτιθέμενη επεξεργασία και μετατροπή των αποβλήτων σε ανακυκλωμένη πλαστική ρητίνη, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ξανά.
Ωστόσο, στην πραγματικότητα τα πλαστικά απόβλητα κατέληγαν σε ανεξέλεγκτους χώρους απόθεσης ή απευθείας στους ωκεανούς με αποτέλεσμα την διεθνή κατακραυγή. Το 2018 η Κίνα απέκλεισε τις απευθείας εισαγωγές από την ΕΕ και τις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα τα πλαστικά απόβλητα να βρίσκουν εναλλακτικούς δρόμους και χώρες καταλήγοντας στην Κίνα. Μια από αυτές τις χώρες ήταν η Τουρκία, η οποία δεν υπόκειται στους περιορισμούς της Κίνας, δεχόμενη μεγάλους όγκους αποβλήτων από χώρες της ΕΕ για να τις μεταπωλήσει στην Κίνα.
Παράλληλα, εφόσον η ΕΕ απάντησε στην Κίνα με αντίστοιχους περιορισμούς εισαγωγών, η Τουρκία εισάγει από την Κίνα ποσότητες ανάμικτης παρθένας κι ανακυκλωμένης πλαστικής ρητίνης που ωστόσο βαφτίζεται ως αποκλειστικά “ανακυκλωμένη”, μεταπωλώντας την σε εταιρείες της ΕΕ που ισχυρίζονται στους καταναλωτές τους ότι χρησιμοποιούν στις συσκευασίες τους μόνον ανακυκλωμένα υλικά.