Το σχέδιο Τραμπ για ανάσχεση της αμερικανικής παρακμής
05/02/2019Σύμφωνα με τις δηλώσεις και τις πράξεις του προέδρου Τραμπ, βασική του επιλογή είναι η αναζωογόνηση της αμερικανικής οικονομίας και ο επαναπατρισμός της παραγωγής. Για την επίτευξη του πρώτου στόχου αναγγέλλεται η εφαρμογή μιας κεϋνσιανής πολιτικής, δηλαδή η χρηματοδότηση έργων υποδομής μέσω δημόσιου χρέους, ώστε να αυξηθεί η απασχόληση και άρα το διαθέσιμο εισόδημα.
Μια τέτοια πολιτική, όμως, συνεπάγεται νέα δημοσιονομικά ελλείμματα και νέα αύξηση του χρέους. Άρα θα πρέπει να γίνει στοχευμένα και για περιορισμένο σχετικά χρονικό διάστημα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια επικίνδυνη φυγή προς τα εμπρός, η οποία μέσω της οικονομικής μεγέθυνσης θα επιδιώξει να καταστήσει το χρέος μικρότερο όχι σε απόλυτους αριθμούς, αλλά σε σχέση με το ΑΕΠ.
Για να πετύχει, όμως, αυτή πολιτική έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση τη δραστική μείωση του εμπορικού ελλείμματος. Διαφορετικά, το εισόδημα που θα αποκτήσουν οι Αμερικανοί εργαζόμενοι θα διαρρεύσει στο εξωτερικό με την αγορά κινέζικων προϊόντων, ιαπωνικών υπολογιστών και γερμανικών αυτοκινήτων. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι μια πολιτική κεϋνσιανής τόνωσης της αμερικάνικης οικονομίας αναγκαστικά συμβαδίζει με την εφαρμογή μέτρων προστατευτισμού, στο άκουσμα του οποίου πολλοί βέβαια εξανίστανται, θεωρώντας τον ως αναχρονισμό.
Όσοι το κάνουν όμως αυτό, παραβλέπουν ότι η παρούσα διευθέτηση δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο, χωρίς τελικά να οδηγήσει σε μια εκρηκτική παγκόσμια κρίση. Για να το θέσουμε πιο απλά: είναι επικίνδυνα αφελείς (ενίοτε δε και ιδιοτελείς) όσοι νομίζουν ότι οι ΗΠΑ μπορούν επ’ άπειρον να τυπώνουν χρήμα, ώστε να συνεχίζουν οι Κινέζοι, οι Ιάπωνες και οι Γερμανοί να πωλούν τα προϊόντα τους.
Υπάρχει υγιής ανταγωνισμός;
Επίσης, το κατά πόσον ζούμε σε έναν κόσμο ελεύθερων συναλλαγών, στον οποίο ισχύουν απόλυτα οι κανόνες του υγιούς ανταγωνισμού είναι και αυτό υπό συζήτηση. Επί παραδείγματι, γιατί να θεωρείται στρέβλωση η εισαγωγή μέτρων προστατευτισμού από πλευράς ΗΠΑ, την ίδια ώρα που οι Κινέζοι (και δευτερεύοντος οι Γερμανοί) κρατούν τεχνητά υποτιμημένα τα νομίσματά τους;
Ή, για να το θέσουμε ακόμη πιο συγκεκριμένα, γιατί να αποδεχτούν οι ΗΠΑ να έχει το Μεξικό εμπορικό πλεόνασμα 60 δισ. δολαρίων, το οποίο εν πολλοίς οφείλεται στην εξαγωγή προϊόντων που παράγουν τοπικά γερμανικές (ή και αμερικάνικες) αυτοκινητοβιομηχανίες; Από την άλλη μεριά, γιατί οι ΗΠΑ να αποδέχονται παθητικά τα τεράστια εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, οι οποίες έχουν επί δεκαετίες σχεδόν μηδενικές αμυντικές δαπάνες, χάρη στην προστασία που τους παρέχει η αμερικάνικη αμυντική ομπρέλα έναντι της Ρωσίας και της Κίνας αντίστοιχα;
Όλα αυτά είναι θέματα υπό συζήτηση και υπό επαναδιαπραγμάτευση, διότι προφανώς το παιγνίδι δεν παίζεται μόνο με οικονομικούς όρους. Και σε αυτό το πλαίσιο είναι σαφές ότι μέσω της εκλογής Τράμπ οι ΗΠΑ θα επιχειρήσουν να επαναδιαπραγματευτούν προς όφελός τους μια σειρά από εμπορικές συμφωνίες, αλλά και τους διεθνείς συσχετισμούς. Διαθέτουν σε αυτό το παίγνιο ισχυρά πολιτικά και στρατιωτικά «χαρτιά», αλλά και το πλεονέκτημα ότι είναι ο τελικός πελάτης…
Παγκοσμιοποίηση εναντίον εθνικού κράτους
Αυτό που σήμερα ονομάζουμε παγκοσμιοποίηση, δηλαδή η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, προϊόντων και ανθρώπων, είναι μια (εν πολλοίς νομοτελειακή) διαδικασία, η οποία αλλάζει άρδην τον κόσμο, τείνοντας να εξομαλύνει τις υπάρχουσες διαφορές. Αυτό έκανε πολλούς να πιστέψουν (Φράνσις Φουκουγιάμα) ότι βρισκόμαστε κοντά στο τέλος της Ιστορίας, καθώς προσεγγίζουμε σε έναν κόσμο φιλελεύθερης ουτοπίας.
Έναν κόσμο που θα μοιάζει με καταναλωτικό παράδεισο, όπου δεν θα έχει νόημα η ύπαρξη συνόρων και όπου και αυτός ακόμη ο πόλεμος θα θεωρείται ένα φαινόμενο ξεπερασμένο. Όπως αποδεικνύεται όμως, η Ιστορία δεν τελείωσε, γιατί εκτός από την οικονομία υπάρχει και η πολιτική. Και η πολιτική θα υπάρχει πάντα, όσο προκύπτουν νέες ανισοκατανομές.
Σε μια κλασική επανάληψη των όσων συνέβησαν σε όλες τις αυτοκρατορίες, οι ίδιες ελίτ που οδήγησαν στο απόγειό της την αμερικάνική ισχύ, είναι τώρα εκείνες οι οποίες προετοιμάζουν την πτώση της. Κι αυτό, γιατί πλέον οι επιδιώξεις τους σε μια παγκόσμια αρένα συχνά αποκλίνουν από τα εθνικά συμφέροντα. Οι αμερικάνικες πολυεθνικές ήταν εκείνες οι οποίες πρώτες επένδυσαν στις χώρες χαμηλού κόστους (Κίνα), ή στους παλαιούς ηττημένους (Ιαπωνία, Γερμανία), εκμεταλλευόμενες από τη μια το φθηνό κόστος παραγωγής και από την άλλη την τεχνητή διατήρηση της αγοραστικής δύναμης της μητρόπολης.
Υπόσκαψη του εθνικού κράτους
Οι αμερικανικές πολυεθνικές και μαζί τους και οι αναδυόμενοι οικονομικοί κολοσσοί της Γερμανίας, της Κίνας και της Ιαπωνίας μεγιστοποιούν τα κέρδη τους, υποσκάπτοντας τα θεμέλια του εθνικού κράτους, καθώς απειλούνται ή παρακάμπτονται όλα όσα αυτό προστατεύει ή ορίζει. Παράλληλα, σημαντικά τμήματα των κοινωνιών στις μητροπόλεις (ΗΠΑ, Βρετανία) περιθωριοποιούνται, καθώς δεν μετέχουν στα κέρδη της παγκοσμιοποίησης.
Όλα αυτά δημιουργούν ένα εκρηκτικό οικονομικοπολιτικό μίγμα, το οποίο σπρώχνει το εκκρεμές προς την ενστικτώδη συσπείρωση των «υστερησάντων» στο εθνικό κράτος. Αυτό είναι το γνώριμο όχημα, το οποίο χρησιμοποιούν οι λαοί για να ανακτήσουν τον έλεγχο. Το κατά πόσο θα συμβεί αυτό και το αν η συσσωρευόμενη ένταση θα εκτονωθεί ομαλά, είναι το κύριο ερώτημα αυτής της ιστορικής περιόδου. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι τουλάχιστον η επόμενη δεκαετία θα είναι εξόχως ενδιαφέρουσα, αλλά και λίαν επικίνδυνη.
Όσον αφορά το ελληνικό κράτος, τίθενται βεβαίως μια σειρά από θεμελιώδη ή και υπαρξιακά ερωτήματα: θα είναι άραγε σε θέση να αποφύγει τους κινδύνους και να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που αναπόφευκτα παρουσιάζονται; Υπάρχει ηγεσία και εθνικό σχέδιο για να πορευτεί η χώρα στις επικίνδυνες «διεθνείς θάλασσες» του μέλλοντος; Τί θα σημάνει για την Ελλάδα το ενδεχόμενο μιας αμερικανικής απόσυρσης από τον ρόλο του διεθνούς τοποτηρητή;
Όλα αυτά τα ερωτήματα, μαζί με τις απαιτήσεις για παραγωγική ανασύνταξη και υπέρβαση της σημερινής οικονομικής κρίσης, για ανάταξη της δημογραφικής κάμψης και για την αντιμετώπιση των επερχόμενων μεταναστευτικών ροών, αποτελούν τις κρίσιμες προκλήσεις στις οποίες καλείται να ανταποκριθεί ο Ελληνισμός για να επιβιώσει μέσα στον 21ο αιώνα.