Τζούφιο το μετάλλιο ανάπτυξης – Ουραγός ο Έλληνας στην ΕΕ
30/03/2024Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) είναι ένα μέτρο για την οικονομική δραστηριότητα. Αναφέρεται στην αξία της συνολικής παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται από μια οικονομία, μείον την ενδιάμεση κατανάλωση, συν τους καθαρούς φόρους επί προϊόντων και εισαγωγών.
Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπολογίζεται ως ο λόγος του ΑΕΠ προς τον μέσο πληθυσμό σε ένα συγκεκριμένο έτος. Τα βασικά στοιχεία εκφράζονται σε πρότυπα αγοραστικής δύναμης (PPS), τα οποία αντιπροσωπεύουν ένα κοινό νόμισμα που εξαλείφει τις διαφορές στα επίπεδα τιμών μεταξύ των χωρών για να επιτρέψει ουσιαστικές συγκρίσεις όγκου του ΑΕΠ.
Οι τιμές προσφέρονται επίσης ως δείκτης που υπολογίζεται σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ορίζεται σε 100. Εάν ο δείκτης μιας χώρας είναι υψηλότερος από 100, το επίπεδο κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυτής της χώρας είναι υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ και αντίστροφα. Λάβετε υπόψη ότι αυτός ο δείκτης προορίζεται για συγκρίσεις μεταξύ των χωρών και όχι για χρονικές συγκρίσεις.
Μετά από την απαραίτητη εισαγωγή ας δούμε την εξέλιξη του κατά κεφαλή ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης στην Ελλάδα την περίοδο που η χώρα βρίσκεται στην Ευρωζώνη παρουσιάζεται στον Πίνακα 1.
Μικρή βελτίωση από τα χρόνια του μνημονίου
Στο Γράφημα 1 παρουσιάζεται το ποσοστό του κατά κεφαλή ΑΕΠ της Ελλάδος σε όρους αγοραστικής δύναμης, σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ-27 με βάση τα δεδομένα της Στήλης 3 του Πίνακα 1. Από το 2008 το συγκεκριμένο μέγεθος ακολουθεί μια φθίνουσα πορεία μέχρι και το 2019. Από 94,4% του μέσου όρου των χωρών ΕΕ καταλήγει μετά από συνεχείς μειώσεις στο 61,0 % το 2019. Τα επόμενα έτη παρουσιάζει άνοδο και το 2023 φθάνει στο 67,3%.
Η περίοδος 2010- 2018 είναι περίοδος των μνημονιακών πολιτικών που προκάλεσαν δραστική μείωση του ΑΕΠ της χώρας και κατά συνέπεια και του κατά κεφαλή ΑΕΠ, αλλά και του κατά κεφαλή ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης, που εξετάζουμε εδώ. Από τη στιγμή που το ΑΕΠ άρχισε να μεγεθύνεται πάλι σε ένα νέο περιβάλλον με περισσότερους βαθμούς ελευθερίας (λόγω αποφάσεων της ΕΕ, πχ μη τήρηση των όρων για τα πρωτογενή και γενικά δημοσιονομικά ελλείμματα) αλλά και εισροή σημαντικού όγκου πόρων από την ΕΕ (πχ. πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανεκτικότητας) μεγεθύνεται και το κατά κεφαλή ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης στην χώρα μας.
Τώρα το ερώτημα είναι το ακόλουθο: Βελτιώθηκε το συγκεκριμένο μέγεθος την περίοδο 2020-2023 (κυβέρνηση Μητσοτάκη), όμως, αυτή η βελτίωση ήταν ικανή να βελτιώσει και τη θέση της Ελλάδος στο χώρο που αποτελεί το άμεσο οικονομικό της περιβάλλον, δηλαδή την ΕΕ; Η θέση της Ελλάδος σχετικά με το συγκεκριμένο μέγεθος ήταν δεύτερη από το τέλος (πάνω μόνο από τη Βουλγαρία) μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ. Το 2023, παρά την αύξηση, εξακολουθεί να παραμένει στην προτελευταία θέση και μάλιστα ενώ η Βουλγαρία μείωσε σημαντικά τη διαφορά απειλώντας μας του χρόνου να βρεθούμε εμείς στην τελευταία θέση. Οι χώρες που ήταν αμέσως πάνω από εμάς στην κατάταξη αύξησαν τη διαφορά με αποτέλεσμα να απομακρυνθούν περισσότερο.
Οι εξελίξεις αυτές αποτυπώνονται με βάση τα στοιχεία του Πίνακα 2, όπου παρουσιάζουμε την κατάταξη των χωρών της ΕΕ-27 το έτος 2019 (στήλη 1) και το έτος 2023 (στήλη 2) και παράλληλα τις μεταβολές κάθε χώρας τη συγκεκριμένη περίοδο (στήλη 3).
Αναφέρω παραδειγματικά: Στην Ελλάδα ο δείκτης κατά κεφαλή ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής δύναμης ως προς το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ-27, το 2019 ήταν 65,8 και το 2023 αντίστοιχα 67,2, αυξημένος κατά 1,4. Τουλάχιστον σε 15 χώρες της ΕΕ ο δείκτης αυτός αυξήθηκε πολύ περισσότερο από την Ελλάδα και κυρίως είναι χώρες της λεγόμενης «Νέας Ευρώπης». Συνεπώς η Ελλάδα όχι μόνο πρωταθλήτρια δεν είναι, όπως δήλωσε το υπουργείο Οικονομικών προσπαθώντας να διασκεδάσει τα στοιχεία, αλλά χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ -προφανώς αλλάζοντας τον τρόπο άσκησης της οικονομικής πολιτικής– για να κερδίσει κάποια θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ.