Αναλαμβάνοντας το ρίσκο της τομής – Το ιστορικό αποτύπωμα του Ανδρέα Παπανδρέου
23/06/2024Σαν σήμερα, 23 Ιουλίου του 1996, έφυγε από την ζωή, ο χαρισματικός ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, ο πρώην πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου, μία πολιτική προσωπικότητα συνδεδεμένη όσο καμία άλλη με την νεότερη ιστορία της χώρας, από την ταραγμένη δεκαετία του ’60, μέχρι την Μεταπολίτευση.
Το τελευταίο διάστημα ολοένα και περισσότεροι από τον χώρο της πολιτικής και του Τύπου προσπαθούν να φιλοτεχνήσουν μια εντελώς παραπλανητική εικόνα για τον Ανδρέα Παπανδρέου, παρουσιάζοντάς τον σαν έναν απλό κρίκο σε μια αλυσίδα ηγετών της “δημοκρατικής παράταξης”, που ξεκινά από τον Χαρίλαο Τρικούπη και φθάνει μέχρι τον Κώστα Σημίτη. Ωστόσο, αυτό ελάχιστα ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Αν κάτι χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τον Ανδρέα Παπανδρέου, αυτό δεν είναι η “συνέχεια”, αλλά η ρήξη με το παρελθόν και η αταλάντευτη αποφασιστικότητά του να θεμελιώσει έναν καινούριο πολιτικό χώρο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, σαφώς διαφορετικά από εκείνα της Ένωσης Κέντρου, με την οποία συνεργάσθηκε προδικτατορικά, πολύ δε περισσότερο από εκείνα της βενιζελικής και της τρικουπικής παράταξης. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αυτές οι πολιτικές δυνάμεις δεν διαδραμάτισαν κατά βάση προοδευτικό ρόλο, για τα δεδομένα της εποχής τους. Ωστόσο καμία από αυτές δεν ανήκε στην πολιτική οικογένεια που επέλεξε να κινηθεί ο Ανδρέας Παπανδρέου και που δεν ήταν άλλη από αυτήν της δημοκρατικής και σοσιαλιστικής Αριστεράς.
Σοσιαλιστές πολιτικοί, που δεν ταυτίζονταν με την δογματική κομμουνιστική εκδοχή της Αριστεράς, υπήρξαν βέβαια και παλαιότερα, με κορυφαίους τους Παπαναστασίου, Σβώλο και Καρτάλη. Ωστόσο η πολιτική εμβέλεια αυτού του χώρου παρέμεινε εξαιρετικά περιορισμένη και αυτό θα συνεχιζόταν μάλλον και μετά την Μεταπολίτευση, αν ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν είχε λάβει την ρηξικέλευθη απόφαση να αφήσει πίσω του την Ένωση Κέντρου –παρότι του πρότεινε την αρχηγία– και να ιδρύσει το ΠΑΣΟΚ.
Αυτή λοιπόν είναι η τεράστια πολιτική συμβολή του Ανδρέα Παπανδρέου. Αρνήθηκε την σιγουριά της “συνέχειας”, που σήμαινε όμως αποδοχή παλαιοκομματικών και καθεστωτικών καταναγκασμών, και ανέλαβε το “ρίσκο” της τομής, δίνοντας επιτέλους σάρκα και οστά σε έναν ιδεολογικοπολιτικό χώρο ο οποίος, παρότι είχε ισχυρή παράδοση στην Ευρώπη ήδη από τον 19ο αιώνα, στην χώρα μας δεν είχε καταφέρει να βρει μια πειστική και μαζική έκφραση, λόγω των κοινωνικών, πολιτικών αλλά και ιστορικών της ιδιομορφιών.
Η “πρώτη φορά Αριστερά”
Για να το πούμε αλλιώς, ο Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε αναμφισβήτητα ο θεμελιωτής αυτού που ο ανιστόρητος ΣΥΡΙΖΑ αποκάλεσε «πρώτη φορά Αριστερά στην εξουσία». Επρόκειτο, ειδικότερα, για ένα ρωμαλέο και ριζοσπαστικό κόμμα με συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές αναφορές, με μαζικές και ενεργές οργανώσεις, με σημαντικότατα ερείσματα στον συνδικαλισμό και την Τοπική Αυτοδιοίκηση και με σαφή προοδευτική πολιτική στόχευση, που συνοψιζόταν στο τρίπτυχο: “Εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία, κοινωνική απελευθέρωση” (συνοδευόμενο και από την “δημοκρατική διαδικασία”, ως απαραίτητο συμπλήρωμά του). Και το κόμμα αυτό, πέρα από το ότι έκανε τους Έλληνες, για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο, να αισθανθούν εθνική υπερηφάνεια, επέφερε πλειάδα θετικών αλλαγών στη χώρα, τόσο στο πεδίο του εκδημοκρατισμού και του προοδευτικού εκσυγχρονισμού των θεσμών όσο και στο πεδίο της πολιτικής ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Υπό αυτήν την έννοια, ολόκληρη η Μεταπολίτευση φέρει την σφραγίδα του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος, συνδυάζοντας με μοναδικό τρόπο το επικοινωνιακό χάρισμα με μια ισχυρή πολιτική προσωπικότητα αλλά και την βαθιά γνώση της διεθνούς πραγματικότητας με την διορατικότητα και το πολιτικό ένστικτο, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο για την ουσιαστική αποκατάσταση και διεύρυνση της πολιτικής δημοκρατίας στη χώρα μας και αποτέλεσε –σταδιακά– τον πόλο έλξης όλων των ζωντανών προοδευτικών δυνάμεων του τόπου.
Αρνητική συνεισφορά
Θα μπορούσε βέβαια, στο σημείο αυτό, να παρατηρήσει κανείς ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε και αρνητική συνεισφορά στην πολιτική μας ζωή. Όχι μόνον συμμερίζομαι αυτήν την άποψη, αλλά και την έχω διατυπώσει επανειλημμένα (και μάλιστα από τότε…). Ωστόσο, και στο σημείο αυτό κρίνω απαραίτητες ορισμένες επισημάνσεις, οι οποίες θέτουν, νομίζω, στην σωστή της διάσταση αυτήν την κριτική, αποτρέποντας αδικαιολόγητες απλουστεύσεις και σχηματοποιήσεις.
Τα πρώτο που δεν πρέπει να λησμονείται είναι η εποχή στην οποία κινείται –και από την οποία αναπόφευκτα επηρεάζεται – ο Ανδρέας Παπανδρέου. Μια εποχή με έντονο ριζοσπαστισμό, ιδίως στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όχι μόνον λόγω της πτώσης της δικτατορίας σε Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία αλλά και λόγω του απόηχου των κινημάτων της δεκαετίας του ΄60 (και ιδίως του γαλλικού Μάη).
Μια εποχή στην οποία οι μνήμες της αμερικανοκρατίας και της δικτατορίας ήταν ακόμα ζωντανές και που στην επαρχία οι δημοκρατικοί πολίτες έβλεπαν τους συνεργάτες της χούντας να πρωτοστατούν και πάλι, σαν κομματάρχες πλέον, στην Νέα Δημοκρατία του Καραμανλή και να εξακολουθούν να ξεχωρίζουν τους πολίτες σε εθνικόφρονες και μιάσματα… Όλα αυτά εξηγούν –χωρίς όμως και να δικαιολογούν– πολλές από τις αρχικές μαξιμαλιστικές υπερβολές του Ανδρέα Παπανδρέου, σε σχέση είτε με τις εσωτερικές κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις είτε με την ΕΟΚ είτε με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία (οι οποίες όμως στη συνέχεια μετριάσθηκαν ή/και εξαλείφθηκαν, προϊόντος του χρόνου και ιδίως όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου αντιλήφθηκε καλύτερα το γενικότερο πολιτικό περιβάλλον της Ευρώπης).
Ο αρχηγισμός του Παπανδρέου
Το δεύτερο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι ναι μεν ο Ανδρέας είχε συχνά δημαγωγικές, αρχηγικές, αριστερίστικες και λαϊκιστικές εξάρσεις, πλην όμως η οφειλόμενη κριτική πρέπει να τις αντιμετωπίζει σαν τακτικιστικές ή παρορμητικές παρεκκλίσεις και όχι σαν παγιωμένες συμπεριφορές. Με άλλα λόγια, επρόκειτο επί της αρχής για ηγέτη με εδραίες πολιτικές πεποιθήσεις –με επίκεντρο την δημοκρατία και τον σοσιαλισμό– που τις υπηρετούσε με συνέπεια, και όχι για έναν «φτηνό λαϊκιστή» που απλώς «κορόιδευε τον κόσμο», όπως προσπάθησαν να τον παρουσιάσουν πολλοί αντίπαλοί του.
Ακόμη δε και ο αρχηγισμός του περιοριζόταν, ουσιαστικά, μόνο σε έναν πολύ σκληρό πυρήνα προσωπικής εξουσίας, καθώς συμμετείχε ενεργά στις σχεδόν εξαντλητικές εσωκομματικές διαδικασίες αλλά και άφηνε ένα ευρύτατο πεδίο διακριτικής ευχέρειας στις κομματικές οργανώσεις, σε όλα τα επίπεδα. Υπό αυτήν την έννοια, δεν είχε καμία σχέση με τον αυταρχικό και προσωποπαγή αρχηγισμό του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Δεν αντέχω δε στον πειρασμό να επισημάνω ότι αρκετοί από τους τότε οξείς επικριτές του “παπανδρεϊσμού” ανέχθηκαν, χωρίς να βγάλουν άχνα, τόσο το “δαχτυλίδι της διαδοχής”, από τον Κώστα Σημίτη στον Γιώργο Παπανδρέου, όσο και την εντελώς ιδιοκτησιακή αντίληψη του Σταύρου Θεοδωράκη για το κόμμα του, παρότι μάλιστα είναι αμελητέο πολιτικό μέγεθος, σε σχέση με τον Ανδρέα Παπανδρέου…
Κυβερνητική εικόνα και προσωπική ζωή
Όσο δε για την κυβερνητική του εικόνα, πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα ότι οι όποιες υστερήσεις του, σε πρακτικό-διοικητικό επίπεδο, αναπληρώνονταν εν πολλοίς από την σπάνια στρατηγική σκέψη του και την ικανότητά του να παίρνει με ευελιξία και θάρρος δύσκολες διορθωτικές αποφάσεις. Αυτό δε φάνηκε χαρακτηριστικά τόσο το 1986, με την στροφή στον οικονομικό ρεαλισμό, όσο και –ιδίως– μετά το 1993, όταν δρομολόγησε με τόλμη και αποφασιστικότητα –και παρά την κακή κατάσταση της υγείας του– τόσο την επιτυχή προσαρμογή της χώρας στα νέα ευρωπαϊκά δεδομένα όσο και την ένταξη του ΠΑΣΟΚ στην ευρωπαϊκή σοσιαλιστική οικογένεια.
Τέλος, σε ό,τι αφορά την προσωπική του ζωή, αυτή όντως τραυμάτισε, στο τέλος, την εικόνα του και προκάλεσε θλίψη και απογοήτευση σε πολλούς οπαδούς του. Ωστόσο, είναι εντυπωσιακό το ότι παραμένει ακόμη, μακράν, ο πιο δημοφιλής πολιτικός, παρότι αδιαφορούσε πλήρως για την υστεροφημία του, σε αντίθεση με τους Καραμανλή και Μητσοτάκη, που φρόντισαν με κάθε τρόπο να διασφαλίσουν την όσο το δυνατόν εντονότερη ωραιοποίηση της εικόνας τους, αν όχι την “αγιοποίησή” τους…
Διαβάστε την συνέχεια εδώ
Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στο αφιέρωμα “Αναζητώντας τον Ανδρέα” (Τα Νέα Σαββατοκύριακο).