Αποκωδικοποίηση των ψηφοφοριών για τη συνταγματική αναθεώρηση
19/02/2019Τα αποτελέσματα της πρώτης ψηφοφορίας για τη συνταγματική αναθεώρηση επιβεβαίωσαν, δυστυχώς, τις απαισιόδοξες προβλέψεις που είχα διατυπώσει στο προηγούμενο άρθρο μου στις στήλες αυτής της φιλόξενης ηλεκτρονικής εφημερίδας. Ο συνδυασμός των μικροπολιτικών επιλογών των δύο μεγαλύτερων κομμάτων (τα οποία ήταν και τα μόνα που μπορούσαν, λόγω του αριθμού των βουλευτών τους, να υποβάλουν ή να υιοθετήσουν προτάσεις), με το διάχυτο κλίμα πολιτικής καχυποψίας που επικράτησε γενικώς στην αίθουσα, οδήγησε τελικά σε μια στείρα διαδικασία που κινήθηκε στη λογική του άσπρου-μαύρου και του ελάχιστου κοινού παρονομαστή.
Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο ότι ελάχιστες τροποποιήσεις συγκέντρωσαν ευρύτερη συναίνεση (πάνω από 180 βουλευτές) και ως εκ τούτου έχουν αυξημένες πιθανότητες να αναθεωρηθούν στην επόμενη Βουλή, στην οποία απαιτείται απλώς απόλυτη πλειοψηφία (150 συν ένα). Αρκεί, βέβαια, στη δεύτερη προβλεπόμενη ψηφοφορία, που θα γίνει σε ένα μήνα περίπου, να λάβουν ξανά την ίδια πλειοψηφία (άνω των 180).
Οι τροποποιήσεις αυτές, βέβαια, δεν είναι αδιάφορες. Αφορούν τον πολυσυζητημένο περιορισμό των προνομίων ως προς τη δικαστική αντιμετώπιση βουλευτών και –ιδίως– υπουργών (άρθρα 62 και 86) αλλά και τη δυνατότητα σύστασης εξεταστικών επιτροπών και από τη μειοψηφία (άρθρο 68). Επίσης, τη διπλή παρέμβαση ως προς τις ανεξάρτητες Αρχές (άρθρο 101Α), που αφενός μεν δυσχεραίνει την ίδρυσή τους (προβλέποντας πλειοψηφία 3/5 αντί της συνήθους πλειοψηφίας), αφετέρου δε διευκολύνει την επιλογή της ηγεσίας τους (προβλέποντας επίσης πλειοψηφία 3/5, αντί της ομοφωνίας ή έστω της πλειοψηφίας των 4/5, που ισχύει σήμερα).
Ωστόσο, οι περισσότερες από τις προτάσεις που έφθασαν στην Ολομέλεια από τα δύο κόμματα με τον προβλεπόμενο (άνω των 50) αριθμό υπογραφών αντιμετωπίσθηκαν χωρίς καμία διάθεση ευρύτερων συγκλίσεων. Ειδικότερα:
Αμφίβολη η έκβαση ορθών προτάσεων
Αρκετές ενδιαφέρουσες προτάσεις που προέρχονταν από τον ΣΥΡΙΖΑ έλαβαν, κατά κανόνα, οριακή πλειοψηφία, οπότε είναι πολύ δύσκολο να αναθεωρηθούν στην επόμενη Βουλή. Ιδίως αναφέρω τις προταθείσες τροποποιήσεις που αφορούν:
Πρώτον, την κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας και την καθιέρωση πρόσθετων εγγυήσεων υπέρ της θρησκευτικής ελευθερίας, οι οποίες, αν και μετριοπαθείς, αντιμετωπίσθηκαν με κραυγές από την ακροδεξιά, με εμφανή συντηρητισμό από τη γιαλαντζί φιλελεύθερη ΝΔ και με αστεία προσχήματα από το «προοδευτικό» ΚΙΝΑΛ.
Δεύτερον, τις μορφές άμεσης λαϊκής συμμετοχής (λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία και δημοψηφίσματα), οι οποίες θα μπορούσαν –υπό αυστηρές πάντως εγγυήσεις και προϋποθέσεις– να ενισχύσουν τα κουρασμένα αντανακλαστικά της αντιπροσωπευτικής μας δημοκρατίας. Συνάντησαν, όμως, την κάθετη άρνηση όσων κινούνται στη λογική των «τεχνικών της εξουσίας», που θεωρούν ότι για όλα τα ζητήματα δικαιούνται να ομιλούν στο όνομα του λαού αλλά ερήμην του. Στο σημείο αυτό, πάντως, πρέπει να επισημάνουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε απλόχερα επιχειρήματα στους αντιδρώντες, με το ανεκδιήγητο, τόσο από θεσμική όσο και από πολιτική άποψη, δημοψήφισμα του 2015, που αποτέλεσε ζωντανή δυσφήμιση των θεσμών άμεσης λαϊκής συμμετοχής.
Τρίτον, τη θεσμική θωράκιση των κοινωνικών και των εργασιακών δικαιωμάτων, δηλαδή των δικαιωμάτων που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση. Οι σχετικές προτάσεις, παρά τον εμφανή –και διορθωτέο– μαξιμαλισμό τους, κινούνται καταρχήν σε σωστή κατεύθυνση. Εξαίρεση αποτελεί αυτή που προβλέπει την απαγόρευση της επίταξης προσωπικών υπηρεσιών για την αντιμετώπιση ακόμη και των πλέον ακραίων επιπτώσεων μιας απεργίας (που αντιπαρατάσσει έναν παρωχημένο και δημαγωγικό εργατισμό στο ευρύτερο δημόσιο συμφέρον).
Τέταρτον, τη συνταγματική κατοχύρωση του αναλογικού εκλογικού συστήματος στις βουλευτικές εκλογές, η οποία μπορεί να αποβεί σε όφελος, τόσο της αρχής της ισότητας της ψήφου όσο και του πολιτικού μας συστήματος. Υπό τον όρο, όμως, ότι θα αναπροσαρμοσθεί, ώστε η προτεινόμενη απόκλιση του 10% να αφορά το σύνολο των εδρών. Δηλαδή, να είναι επιτρεπτό οι 30 έδρες από τις 300 (το 10%) να μπορούν υπό προϋποθέσεις να ενισχύουν το πρώτο κόμμα, ώστε να συνυπολογίζεται και το θέμα της κυβερνησιμότητας. Αντίθετα, είναι λάθος η κατοχύρωση του αναλογικού συστήματος και στις δημοτικές εκλογές, διότι έχουν σημαντικές ιδιαιτερότητες σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές και ως εκ τούτου είναι μια υπέρμετρη και άνευ νοήματος δέσμευση του κοινού νομοθέτη.
Πέμπτον, αξιοπρόσεκτες, τέλος, είναι οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ (ή βουλευτών του και άλλων) ως προς:
- τον περιορισμό των βουλευτικών θητειών σε όχι πάνω από τρεις συνεχόμενες.
- την κατοχύρωση της εκπροσώπησης του απόδημου Ελληνισμού στη Βουλή, με περιορισμένο αριθμό -μέχρι 5- βουλευτών (αυτό δεν αφορά τους εκτός επικρατείας πολίτες αλλά τους ομοεθνείς).
- την απονομή του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, και σε αλλοδαπούς με μόνιμη εγκατάσταση στη χώρα.
- την ανάθεση στον νομοθέτη της αρμοδιότητας για τον καθορισμό του συστήματος της περιφερειακής οργάνωσης του κράτους.
Άκριτη η απόρριψη προτάσεων της ΝΔ
Επίσης, θεωρώ ότι κακώς δεν κρίθηκαν αναθεωρητέες, με 151 έστω ψήφους, ενδιαφέρουσες προτάσεις της ΝΔ. Ενδεικτικά αναφέρω:
- τη δυνατότητα ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων (που προσέκρουσε στην εμμονική και απλώς αριστεροφανή μάχη οπισθοφυλακών που δίνει σε λάθος θέματα ο ΣΥΡΙΖΑ).
- την καλύτερη και πλουραλιστικότερη ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου.
- τη θέσπιση αυστηρών εγγυήσεων ως προς τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος.
- τον εξορθολογισμό της λειτουργίας του κοινοβουλίου.
- την ελαφρά διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας.
- τη διαφορετική ανάδειξη της ηγεσίας της Δικαιοσύνης.
- την αναβάθμιση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, ώστε να καταστεί σε κάποιον βαθμό Συνταγματικό Δικαστήριο.
- την αλλαγή της ίδιας της διαδικασίας αναθεώρησης, ώστε να καταστεί κάπως ευχερέστερη.
Όλες αυτές θα μπορούσαν, αν υπήρχε εποικοδομητικό κλίμα και διάθεση συναίνεσης, να γίνουν αποδεκτές, υπό τον όρο της προσθήκης συγκεκριμένων αυστηρών προϋποθέσεων. Ιδίως ως προς τα πανεπιστήμια, ώστε να είναι απαρεγκλίτως μη κερδοσκοπικά.
Αντιφατικές ψηφοφορίες για την εκλογή Προέδρου
Άφησα τελευταία την πρόταση που αφορά την απεμπλοκή της εκλογής του Προέδρου από τη διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών, διότι οι σχετικές αποφάσεις της Βουλής είναι αντιφατικές. Ψηφίσθηκε μεν η αναθεώρηση του άρθρου 32, που αναφέρεται στη διαδικασία της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, με 221 ψήφους. Απορρίφθηκαν, όμως, κάποιες παρακολουθηματικές τροποποιήσεις, από τις οποίες η μια (άρθρο 30) προβλέπει εκλογή από τη Βουλή. Σύμφωνα, όμως, με το άρθρο 32, ενώ οι άλλες αναφέρονται στη διάλυση της Βουλής, λόγω μη εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Όλα αυτά δημιουργούν σοβαρό ερμηνευτικό πρόβλημα, το οποίο θα κληθεί εν τέλει να το επιλύσει η επόμενη Βουλή. Αρκεί να μην επικρατήσουν έως τότε ακραίες και πολωτικές απόψεις, ένθεν κακείθεν. Αν επικρατήσουν θα μπορούσαν να καταλήξουν όχι μόνον στη μη υπερψήφιση του άρθρου 32 και στη δεύτερη ψηφοφορία (που θα γίνει σε ένα μήνα), αλλά και στην απόρριψη όλων των προτάσεων, από την σημερινή αντιπολίτευση στην επόμενη Βουλή. Αυτό θα σήμαινε και τη συνολική αποτυχία του συγκεκριμένου αναθεωρητικού εγχειρήματος.
Προσωπικά, πάντως, επί της ουσίας διαφωνώ και με τις δύο προτάσεις που διατυπώθηκαν. Τόσο με την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ (άμεση εκλογή από τον λαό, αν δεν επιτευχθεί αυξημένη πλειοψηφία 3/5 σε αλλεπάλληλες ψηφοφορίες) όσο και με της ΝΔ (εκλογή με 151 αν αποτύχουν δύο ψηφοφορίες, ως προς τα 3/5). Η πρώτη μπορεί να οδηγήσει, στις σημερινές δύσκολες συνθήκες, βραχυκύκλωμα στο πολίτευμα. Η δεύτερη μπορεί να καταλήξει εύκολα σε Πρόεδρο που θα προέρχεται από μια στενή –ή και οριακή– κυβερνητική πλειοψηφία.
Η άποψή μου είναι η εκλογή του Προέδρου να γίνεται από ένα ευρύτερο εκλεκτορικό σώμα, που θα αποτελείται από τους βουλευτές και τα ανώτατα αιρετά όργανα της αυτοδιοίκησης (δημάρχους και περιφερειάρχες). Σε ένα τέτοιο σώμα, ακόμη και αν αποτύχουν οι πρώτες ψηφοφορίες, ως προς τα 3/5, η εκλογή του Προέδρου από την απόλυτη πλειοψηφία δεν ενέχει τον ίδιο κίνδυνο επιβολής μιας κυβερνητικής υποψηφιότητας, διότι οι αυτοδιοικητικοί άρχοντες δεν αποτελούν πλέον, στη μεγάλη τους πλειονότητα, ευθείες προεκτάσεις των κομμάτων. Εξ ου και αποφεύγουν την επίσημη στήριξή τους.