ΑΠΟΨΗ

Δημοσιογραφία της λογοδοσίας και “παπαγαλάκια” της εξουσίας

Δημοσιογραφία της λογοδοσίας και "παπαγαλάκια" της εξουσίας, Σπύρος Γκουτζάνης

«Κύριε πρόεδρε πείτε μου με το χέρι στην καρδιά, το αγαπημένο σας φαγητό είναι τα ντολμαδάκια;». Η “είδηση” που είχε βγει σε παλαιότερη τηλεοπτική συνέντευξη είναι ενδεικτική του που έχει φτάσει η δημοσιογραφία στην Ελλάδα. Αν παρακολουθήσει κανείς για μερικές ημέρες τα κυρίαρχα ΜΜΕ (τηλεόραση, ραδιόφωνο, μεγάλα ενημερωτικά sites) θα διαπιστώσει όχι μόνο την μονοφωνική και στην διαπασών προσέγγιση των επίμαχων θεμάτων της επικαιρότητας, αλλά και την απουσία διαφορετικών φωνών, κυρίως απόψεων ικανών να κλονίσουν την κυρίαρχη μονόπλευρη προσέγγιση. 

Είναι χαρακτηριστική η ετήσια έκθεση των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα για την ελευθερία του Τύπου. Η χώρα μας που κατείχε την 70η θέση το 2021, βρέθηκε στην 107η θέση (από την 108 πέρσι) ξεπερνώντας χώρες όπως την Βουλγαρία, ακόμα και την Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν. Η έκθεση εστιάζει στο σκάνδαλο των υποκλοπών και την παρακολούθηση δημοσιογράφων με το Predator: «Η παρακολούθηση Ελλήνων δημοσιογράφων από το πρόγραμμα Predator και από τις μυστικές υπηρεσίες αποτέλεσε πρόσφατα την πιο σοβαρή επίθεση στην ελευθερία του Τύπου σε ένα κράτος μέλος της ΕΕ…

Η υπόθεση προκαλεί ανησυχία και στους κόλπους της ΕΕ. Τον Μάρτιο, αντιπροσωπεία της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (LIBE), που επισκέφθηκε την Αθήνα, κατήγγειλε τις “πολύ σοβαρές απειλές για το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα” στην Ελλάδα.

Περιγράφοντας το τοπίο στα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα, η έκθεση της RSF αναφέρει ότι «η εμπιστοσύνη του κοινού στα μέσα ενημέρωσης είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη εδώ και πολλά χρόνια. Μερικές μεγάλες ιδιωτικές εταιρίες, όπως η Alter Ego Media συνυπάρχουν μαζί με εκατοντάδες διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης, γεγονός που συμβάλλει στον μεγάλο κατακερματισμό του τοπίου. Ομοίως, λίγοι επιχειρηματίες διοικούν τη συντριπτική πλειονότητα των μέσων ενημέρωσης παράλληλα με την ενασχόλησή τους σε άλλους υψηλά ρυθμισμένους επιχειρηματικούς τομείς. Μερικοί από αυτούς διατηρούν στενούς δεσμούς με την πολιτική ελίτ της χώρας. Ως αποτέλεσμα, ο Τύπος είναι πολωμένος».

Η δημοσιοποίηση της έκθεσης προκάλεσε έναν νέο γύρο αντιπαράθεσης ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Άκη Σκέρτσο να απαξιώνει τα ευρήματα της έκθεσης των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, την στιγμή που στην παρουσίαση της παρευρέθηκε ο ίδιος ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών! Υπενθυμίζουμε πως όταν είχε ξεσπάσει το σκάνδαλο των υποκλοπών, το Μαξίμου χαρακτήριζε τα δημοσιεύματα των ναυαρχίδων του παγκόσμιου Τύπου, ούτε λίγο-ούτε πολύ, ως “κατευθυνόμενα από τον ΣΥΡΙΖΑ”!

Το τοπίο στα ελληνικά ΜΜΕ

Ποιοι είναι όμως το τοπίο στα ελληνικά ΜΜΕ; Τα τελευταία χρόνια, μετά τη νίκη της ΝΔ στις εκλογές του 2019, είναι μεγάλος ο αριθμός των δημοσιογράφων και δημοσιολογούντων που είναι κομμένοι από τα δημόσια και ιδιωτικά ΜΜΕ. Πρόκειται για σχολιαστές με διαφορετικές απόψεις, που μόνο κοινό στοιχείο έχουν ότι δεν είναι ελεγχόμενοι. Παρατηρείται δε το φαινόμενο οι ανεπιθύμητοι να κόβονται από όλα τα ΜΜΕ ταυτόχρονα.

Συμβαίνει όμως και κάτι άλλο που λειτουργεί συμπληρωματικά στην κατεύθυνση του ελέγχου. Τον Δεκέμβριο του 2019 η “Εφημερίδα των Συντακτών” είχε δημοσιεύσει ένα άρθρο με τις παρεμβάσεις που είχε κάνει στα ΜΜΕ η ηγεσία της ΝΔ από την στιγμή που σχημάτισε κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι περισσότεροι παλαιοί συντάκτες του ρεπορτάζ της ΝΔ , με τον έναν ή άλλο τρόπο, να απομακρυνθούν.

Στην θέση τους ήλθε μία νέα γενιά, κάτι που δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό. Πολλοί από τους νέους συντάκτες μπορεί και να είναι καλύτεροι, ωστόσο το κριτήριο με το οποίο επελέγησαν ήταν το πόσο κοντά είναι στο κόμμα που καλύπτουν. Το κριτήριο αυτό αναιρεί την βασική τους αποστολή που είναι –σύμφωνα με τον Μάικλ Σάντσον– η “δημοσιογραφία της λογοδοσίας”. Οι αρχισυντάκτες και οι διευθυντές δέχθηκαν την τοποθέτηση συντακτών που τους υπέδειξαν οι αρμόδιοι, εάν δεν απευθύνθηκαν οι ίδιοι για συστάσεις – “πέστε μας ποιον θέλετε”!

Υπήρχαν και πριν λίστες

Ανέκαθεν όλες οι ηγεσίες των κομμάτων εξουσίας ήθελαν –και θέλουν– να έχουν φιλική αντιμετώπιση και να επηρεάζουν την γραμμή των ΜΜΕ. Παρεμβάσεις υπήρχαν ακόμη και για να απολυθούν κάποιοι δημοσιογράφοι, ή για να μην βγαίνει κάποιος συγκεκριμένος στα κανάλια. Επί κυβέρνησης Μητσοτάκη, του πατρός, είχε βγει η λίστα με το pay roll των συντακτών του υπουργείου Εξωτερικών και επί Σημίτη η “άσπρη” και η “μαύρη λίστα” δημοσιογράφων. Παρόμοιες λίστες υπήρχαν και στις επόμενες κυβερνήσεις που ήταν πιο προσεκτικές. Ήταν υπαρκτό και όχι αμελητέο φαινόμενο, αλλά δεν ήταν το κυρίαρχο και καθοριστικό.

Τα ΜΜΕ διέθεταν μία σχετική αυτονομία, οι δε δημοσιογράφοι ακόμη και στα υψηλά κλιμάκια ήταν φορείς των καλών παραδόσεων της ελληνικής δημοσιογραφίας, είχαν δηλαδή περισσότερο ή λιγότερο την αξιοπρέπεια του επαγγέλματος. Ήταν σε συζήτηση και διαπραγμάτευση με πολιτικά και οικονομικά κέντρα, αλλά στο πλαίσιο μίας σχετικής ανεξαρτησίας, ή έστω αυτονομίας των ΜΜΕ, για λογαριασμό των οποίων διαπραγματεύονταν.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Έχει κι αυτός τα θέματά του, τα οποία περισσότερο οφείλονται σε μία αταβιστική καχυποψία έναντι των “αστικών ΜΜΕ”. Αυτός τον ωθούσε και τον ώθηκε κι όταν βρέθηκε στην κυβέρνηση να στηριχθεί στους “δικούς του” δημοσιογράφους. Βλέπετε, η ελεύθερη λειτουργία των ΜΜΕ είναι στοιχείο της φιλελεύθερης δημοκρατίας! Με άλλα λόγια υπήρχε περισσότερο ή λιγότερο μία επιφύλαξη του είδους “ή είναι iskra ή είναι εχθρός”.

Αλλαγή δομής

Είναι, όμως, η πρώτη φορά που το φαινόμενο του αποκλεισμού ανεπιθύμητων (κυρίως μη ελεγχόμενων φωνών) και της τοποθέτησης φιλικών δημοσιογράφων έχει προσλάβει τέτοια ένταση και έκταση και με μορφή που δεν παραβιάζει ακόμα και τα στοιχειώδη προσχήματα. Μέσα από αυτό το πρίσμα αντανακλά και σηματοδοτεί μία ποιοτική διαφοροποίηση στην λειτουργία του ελληνικού συστήματος εξουσίας.

Την τελευταία δεκαετία έχει συντελεστεί μία σημαντική αλλαγή. Οι παραδοσιακές μεγάλες εφημερίδες κατέρρευσαν (μεγάλη η απώλεια της “Ελευθεροτυπίας”), έκλεισαν ή άλλαξαν ιδιοκτήτες. Οι καινούργιοι ιδιοκτήτες είναι γνωστοί για τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, ορισμένες εκ των οποίων είναι αμφιλεγόμενες. Οι αλλαγές αυτές έφεραν και αλλαγές στον τρόπο άσκησης της δημοσιογραφίας. Η σχετική ανεξαρτησία των δημοσιογράφων συρρικνώθηκε ή και ισοπεδώθηκε.

Για την ακρίβεια, έχει προκύψει μία όσμωση ανάμεσα στην κυβερνητική εξουσία, την οικονομική ολιγαρχία και τους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ. Προέκυψε  ένα ενιαίο σύμπλεγμα, που ξεφεύγει από την παραδοσιακή “διαπλοκή”, όπως την όρισε ο πατήρ Μητσοτάκης. Ξεκινά από την κορυφή που είναι οι εκδότες και οι διευθυντές και φθάνει μέχρι το χαμηλότερο σκαλί των δημοσιογράφων του ρεπορτάζ.

Η αλλαγή είναι δομική και δεν θα είχε συντελεστεί εάν δεν είχαν συνεργαστεί οι Έλληνες δημοσιογράφοι, κάποιοι πρόθυμα και άλλοι για λόγους επιβίωσης. Υπάρχουν “γενίτσαροι” της παλαιότερης γενιάς που έθεσαν την σχετική τεχνογνωσία τους στην υπηρεσία των νέων αφεντικών με το αζημίωτο, υπάρχουν και οι δημοσιογράφοι της νεότερης γενιάς που έχουν μία διαφορετική κουλτούρα, θεωρούν σχεδόν αυτονόητο να είναι υπάκουοι και να υπηρετούν τη “γραμμή”. Προφανώς, αυτό δεν ισχύει για όλους, αλλά δυστυχώς για τη συντριπτική πλειονότητα.

Η δημοσιογραφία δεν απαιτεί μόνο γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες. Έχει και μία ηθική πτυχή, η οποία υπαγορεύεται από την αποστολή του επαγγέλματος-λειτουργήματος. Εν τέλει, όταν αυτό το στοιχείο υπάρχει, συνδέεται με αυτό που ο Πούλιντζερ αποκαλούσε «η ταξική συνείδηση της δημοσιογραφίας». Κι αυτό είναι η αναζήτηση της αλήθειας και ο έλεγχος της εξουσίας.

Δημοσιογραφία της λογοδοσίας

Στο βιβλίο του με τίτλο “Δημοσιογραφία”, ο Μάικλ Σάντσον, καθηγητής του κορυφαίου αμερικανικού πανεπιστημίου Κολούμπια, μεταφέρει την άποψη του ιστορικού διευθυντή της “Ουάσινγκτον Ποστ”, Λέοναρντ Ντάουνι. Αυτός υποστήριξε ότι η κορωνίδα της δημοσιογραφίας δεν είναι το ερευνητικό ρεπορτάζ, αλλά “η δημοσιογραφία της λογοδοσίας”.

Αυτή η δημοσιογραφία είναι «κάτι πέρα από το παραδοσιακό ερευνητικό ρεπορτάζ που περιλαμβάνει την επαλήθευση των πολιτικών λόγων και την επιθετική καθημερινή κάλυψη διαφόρων ειδήσεων από την εθνική ασφάλεια, έως την κυβέρνηση, την αγορά το περιβάλλον ακόμη και τον ίδιο τον ειδησεογραφικό χώρο. Είναι η δημοσιογραφία που υψώνει ανάστημα ενώπιον των ισχυρών και των θεσμών που καλύπτει και τους υποχρεώνει να λογοδοτούν, που διατηρεί υπόλογη μία πανίσχυρη κυβέρνηση». Ο ίδιος υποστηρίζει ότι «η δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει πραγματικά εάν δεν υπάρχει πραγματικά η δημοσιογραφία της λογοδοσίας».

Οι μεν πολιτικοί δεν επιθυμούν τέτοιο έλεγχο. Από την φύση της εξουσίας τους επιδιώκουν η δημοσιογραφία να λειτουργεί σαν ορντινάντσα τους. Λίγοι δημοκρατικοί πολιτικοί ξεφεύγουν. Τα οικονομικά συμφέροντα, που πλέον ελέγχουν τα ΜΜΕ, ενδιαφέρονται απλώς για κέρδη και συνήθως τα κέρδη, ειδικά στην Ελλάδα, προκύπτουν από τις καλές σχέσεις με την κυβέρνηση. Ελάχιστοι έχουν γενικότερη αντίληψη, για να ενδιαφερθούν για την ομαλή αναπαραγωγή του συστήματος. Μέσα σ’ αυτό το ζοφερό τοπίο τι μένει; Οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι που τουλάχιστον στα καθ’ ημάς όχι μόνο δεν υπερασπίστηκαν την αξιοπρέπεια του επαγγέλματος, αλλά προσέφεραν τις υπηρεσίες τους μαζί με τις δεξιότητές τους.

Αδέσμευτη δημοσιογραφία και τζαμπατζήδες

Ίσως κάποιος που διαβάζει αυτές τις γραμμές, σπεύσει να απαντήσει πως έχει μείνει και η κοινή γνώμη. Στην Ελλάδα, όμως, η κοινή γνώμη ήταν και παραμένει καχεκτική. Όλη μέρα παρακολουθεί αποχαυνωμένη πρωινάδικα, μεσημεράδικα κλπ. Οι περισσότεροι πολίτες δεν πολυενδιαφέρονται για ζητήματα που επηρεάζουν άμεσα και καθοριστικά τη ζωή τους. Υπήρξε μία αφύπνιση μετά τα Τέμπη, όπου η συστημική δημοσιογραφία συνάντησε σφοδρές λαϊκές αντιδράσεις για τον τρόπο που κάλυπτε την τραγωδία, αλλά γρήγορα το κλίμα αποφορτίστηκε.

Οι περισσότεροι πολίτες είναι πολιτικά “τεμπέληδες”, δεν προσπαθούν να κατανοήσουν τις δυναμικές που τους αφορούν, βολευόμενοι ή πίσω από μία κομματική σημαία, ή πίσω από έναν ισοπεδωτική απαξίωση της Πολιτικής. Εκτός αυτού, ο μέσος πολίτης είναι τζαμπατζής. Δεν αντιλαμβάνεται ότι η πληροφόρηση και η σωστή ενημέρωση έχουν κόστος. Δεν μπορεί να ζητάει αδέσμευτη δημοσιογραφία και να την θέλει τζάμπα, λες και αυτή πέφτει από τον ουρανό και δεν είναι προϊόν σκληρής εργασίας από επαγγελματίες που πρέπει να πληρωθούν.

Τους βολεύει να παρακάμπτουν το γεγονός πως ένα ΜΜΕ μπορεί να είναι ανεξάρτητο από οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα μόνο όταν έχει δικούς του πόρους, οι οποίοι προέρχονται από αυτούς που π.χ. διαβάζουν ένα site. Εάν ένα site περιμένει να επιβιώσει από τη διαφήμιση, είναι δεδομένο ότι αργά ή γρήγορα, περισσότερο ή λιγότερο, θα πρέπει να αρχίσει τις εκπτώσεις, γιατί διαφορετικά θα χάσει και τους πόρους που το κρατάνε στη ζωή.

Εν κατακλείδι, το να μιλά κανείς στην Ελλάδα για ελεύθερη, ανεξάρτητη ή αδέσμευτη δημοσιογραφία –την παγκόσμια ημέρα της ελευθερίας του Τύπου γιορτάσαμε χθες– είναι υποκριτικό, αν δεν είναι κυνικό. Κι αυτό, όπως εξηγήσαμε, δεν αφορά μόνο το πολιτικό σύστημα, αλλά και την κοινή γνώμη, τους πολίτες και “καταναλωτές” της ενημέρωσης. Εκτός, βέβαια, και εάν είδηση είναι ότι “στον πρωθυπουργό αρέσουν τα ντολμαδάκια” ή αν “είναι καψούρης”, όπως ακούσαμε να ερωτάται λίγο παλαιότερα στην ΔΕΘ…

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι