Εάν η αποχή διέθετε (άδειες) έδρες στη Βουλή…
20/06/2024Όπως όλοι περίμεναν, το ποσοστό της αποχής στις πρόσφατες ευρωεκλογές ήταν ιδιαίτερα υψηλό, σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. Παράλληλα ενισχύθηκε αυτό που η νέα φιλελεύθερη πραγματική ακροδεξιά αποκαλεί επιμόνως “ακροδεξιά”. Στην Ελλάδα η αποχή έφτασε στο 60%.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του λεγόμενου δημοκρατικού πατριωτικού τόξου να πείσει τους αγανακτισμένους πολίτες ότι δεν θα πρέπει καθόλου να απέχουν, αλλά να ψηφίσουν μαζικά κάποιον ή κάποιους από τους διάφορους, δεξιούς, αδέξιους ή προοδευτικά επιδέξιους φορείς του πολυκατακερματισμένου “πατριωτικού χώρου”, ο πολύς κόσμος πήγε για μπάνιο. Η κοινή γνώμη αδιαφόρησε για τα διακυβεύματα της εκλογικής διαδικασίας. Γύρισε την πλάτη της σε όσους την παρότρυναν να “εκφραστεί με την ψήφο”, έτσι ώστε να μην γίνει “συνυπεύθυνη για τις καταστροφικές πολιτικές που ακολουθεί ο οικονομικά φιλελεύθερος και πολιτικά αμερικανόδουλος” γραφειοκρατικός συρμός των Βρυξελλών.
Όλα τα παραπάνω παράδοξα και αντιφατικά φαίνονται εν μέρει λογικά και αναμενόμενα. Διότι στην πολιτική (όπως άλλωστε και στην ηθική), ο ορθός λόγος και ο “νόμος” δεν μας δίνουν παρά τις τυπικές, λογικές μορφές, τα γενικά και αφηρημένα σχήματα κατανόησης και ανάλυσης της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας που η ανθρώπινη, κοινωνική εμπειρία συγκεκριμενοποιεί και ζωογονεί επαληθεύοντάς τα ή διαψεύδοντάς τα στην πράξη.
Ενοχοποίηση της αποχής
Παρά λοιπόν την συστηματική ενοχοποίηση της αποχής για τη διαιώνιση του οικονομικού και πολιτικού συστήματος εξουσίας, παρά την εν μέρει ορθή ταύτισή της με την δουλοπρέπεια, τον κυνισμό, την πολιτική παραίτηση των πολιτών, την ιδιώτευση των ανθρώπων που έχουν συνηθίσει τόσο πολύ τις αλυσίδες τους που τους φαίνονται νομοτελειακά αναπόφευκτες, στις σύγχρονες δυτικές “μεταδημοκρατίες”, η αποχή, έστω ως μια εν δυνάμει πολιτικά ανορθόλογη στάση πολλών πολιτών, αποτελεί ασυζητητί ένα πραγματικό, κοινωνικό, ιδεολογικό και πολιτικό γεγονός που δεν επιδέχεται καταχρηστικές απλουστεύσεις.
Με άλλα λόγια, στο όνομα ακριβώς του ορθού λόγου όσων προσπαθούν να σωφρονίσουν την κοινή γνώμη να μην απέχει, το ανορθόλογο, ακόμα και το παράλογο θα όφειλε να απασχολήσει λίγο περισσότερο τους πολιτικούς στοχαστές που εύκολα και συχνά εγκλωβίζονται στον διαπιστωτικό και επικριτικό τους ρόλο. Διότι, όπως και να το κάνουμε η αποχή στις σημερινές μεταδημοκρατικές, ολοκληρωτικές και δεσποτικές συνθήκες που διέπουν τις κοινωνικές και πολιτικές ανισότητες, ενέχει την παραίτηση των απεχόντων από τις δήθεν δημοκρατικές διαδικασίες, όχι μόνο υπό το πρόσημο της ιδιώτευσης και της αδιαφορίας τους για τα κοινά, αλλά και υπό το πρόσημο της σιωπηρής, έστω αδέξιας διαμαρτυρίας τους για τα συνήθως ψευδεπίγραφα “εκλογικά διλήμματα”.
Για να το πούμε αλλιώς, η αποχή αποτελεί μια αδέξια σιωπηρή διαμαρτυρία, αλλά ταυτόχρονα, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, μια τρόπον τινά ορθολογική πολιτική στάση η οποία ερμηνεύει εν μέρει έστω, την παραίτηση και την ιδιώτευση. Η αποχή θα μπορούσε, αν βέβαια ήταν συγκροτημένη σε κοινωνικό και πολιτικό κίνημα, να απαιτήσει την επίσημη, δημοκρατική καταμέτρησή της, δηλαδή την ένταξή της στα διάφορα κοινοβούλια, υπό την μορφή άδειων εδράνων, που θα εκπροσωπούσαν τις αντίστοιχες, ακάλυπτες έδρες, ισάριθμες προφανώς με τα ποσοστά της λαϊκής αποχής από τις λίγο ή πολύ “στημένες” ή και νοθευμένες εκλογικές αναμετρήσεις. Η αποχή θα έπαυε τότε αυτομάτως να αποτελεί μια παρακμιακή “στωική” στάση των πολιτών που ιδιωτεύουν.
Ο “ανορθολογισμός” της αποχής, αντί να αφήνει στους λιγοστούς συμμετέχοντες στις εκλογές τον αποφασιστικό ρόλο για τη διακυβέρνηση των κοινωνιών, θα γινόταν τότε μια πραγματικά ριζοσπαστική πολιτική εκδήλωση της λαϊκής αγανάκτησης. Σήμερα βέβαια κάτι τέτοιο αποτελεί περισσότερο όνειρο θερινής νυκτός. Ωστόσο, η αμφισβήτηση της πεποίθησης ότι οι αρχές και τα αξιώματα του ορθού λόγου δίνουν πάντα τους ορθούς κατευθυντήριους άξονες κάθε συγκεκριμένης πολιτικής πρακτικής, δεν είναι βέβαια κάτι καινούργιο στην ιστορία των ιδεών ή των επαναστάσεων. Στο κάτω κάτω της γραφής, όπως είχε ψυχανεμιστεί και ο… Κολοκοτρώνης η ίδια η ελληνική επανάσταση του 1821 ήταν σε μεγάλο βαθμό “ανορθόλογη”.
Άλλωστε, η ιδέα ότι οι απέχοντες είναι εξ ορισμού αδιάφοροι για τα κοινά και ότι μόνο οι συμμετέχοντες εκφράζουν την “βούληση των πολλών” σε μια “δημοκρατία που σέβεται τη βούληση της πλειοψηφίας”, διαψεύδεται τόσο πολύ και τόσο συχνά από τη δυτική μεταδημοκρατική πραγματικότητα, την τόσο πρόθυμη να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα και τις προσδοκίες διαφόρων λίγο ή πολύ συγκυριακών ή ευφάνταστων μειονοτήτων, που “παράλογο”, για την μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών που απέχουν συνειδητά από τις σημερινές εκλογικές δημοκρατικές διαδικασίες, θα ήταν μάλλον να μην λάβουν καθόλου υπόψη τους αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα και να προσποιηθούν ή να φανταστούν ότι ήταν και είναι συνειδησιακά “ελεύθεροι” να επιλέξουν τους εκπροσώπους τους. Έστω, τους προσχηματικά “αντισυστημικούς”.
Μισο-πολιτικοποιημένες αρλούμπες
Για να μείνουμε στα καθ’ ημάς, κάποιους λόγου χάρη μεταξύ εκείνων που εμφανίστηκαν από το υπερατλαντικό πουθενά ως “ηγέτες της αριστεράς” ή ακόμα εκείνους που αναδείχθηκαν από το πολιτικό πουθενά μετά την υγειονομική καραντίνα και τους εγκλεισμούς. Ή τους άλλους, που “είδαν σκοτάδι και μπήκαν” και μάλιστα προσπάθησαν να το διαφωτίσουν με “φωνές λογικής”. Ή ακόμα εκείνους που συγκρότησαν προσωπαγείς πολιτικούς φορείς για να προβάλλουν στα socialmedia την “ηγετική φυσιογνωμία τους”. Όλους αυτούς δηλαδή τους αμετροεπείς δημαγωγούς της δεξιάς, της αριστερόστροφης κεντροδεξιάς ή της άλλης δεξιότερης από την κυβερνητική δεξιά – συνεπώς, τις μισοπολιτικοποιημένες αρλούμπες ενός λαϊκισμού.
Αυτού που ίσως ικανοποιεί ένα τμήμα των ψηφοφόρων επειδή ασχολείται με την λαθρομετανάστευση και τον εκφυλισμό των ηθών της μεταμοντέρνας κοινωνίας, αλλά αφήνει στο απυρόβλητο σχεδόν τον διεθνοποιημένο φιλελεύθερο καπιταλισμό που βρίσκεται στη βάση όλων αυτών των πραγμάτων που ορθώς καταγγέλλονται ως ηθικώς, πολιτισμικώς και πολιτικώς ανυπόφορα. Τις αρλούμπες που έχουν μάλιστα προσλάβει την σοβαροφανή μορφή της πολιτικογεωγραφικής απεικόνισης (“πιο δεξιά από”…, “πιο αριστερά από”…).
Ανεξάρτητα των όποιων πολιτικών του ευαισθησιών, τι λοιπόν να επιλέξει ως ψηφοφόρος κάποιος που απορρίπτει το δικομματικό ή τρικομματικό καθεστώς διακυβέρνησης; Το γραφειοκρατικό απολίθωμα της δήθεν παραδοσιακής και δήθεν κομμουνιστικής αριστεράς; Εκείνους που πιστεύουν ότι η ένταξη της χώρας στην σημερινή, φιλελεύθερη ΕΕ είναι δεδομένη και αμετάκλητη; Ή μήπως συμμετρικά απέναντι, εκείνους που θεωρούν ότι η άμεση επιστροφή σε ένα εθνικό νόμισμα είναι πανάκεια και εύκολη υπόθεση; Το γερασμένο όχημα που επέλεξε ο ακατανόμαστος έγκλειστος των φυλακών για να μεταφέρει το πρωτοπαλίκαρό του στις Βρυξέλλες; Κάποιον από όλους εκείνους που αρνούνται πεισματικά να συμπράξουν μεταξύ τους, έστω και στο επίπεδο της εκλογικής αναμέτρησής τους με το “σύστημα”;
Mεταξύ αυτών βρίσκονται συνταξιούχοι διπλωμάτες, ηθοποιοί, αθλητές, ακαδημαϊκοί και δημοσιογράφοι που έγιναν ξαφνικά “μαϊντανοί με άποψη” για την Ελλάδα και την Ευρώπη; Ή κάποιον από τους άλλους που δικαιολογούν τις περιχαρακώσεις τους με εμφυλιακού τύπου επιχειρηματολογίες οι οποίες κατατείνουν στον αποκλεισμό όλων των άλλων που λένε ακριβώς τα ίδια πράγματα με αυτούς, από κάθε αναγκαία λαϊκομετωπική συνεργασία για την “σωτηρία της δημοκρατίας” ή της δύστυχης, καταταλαιπωρημένης πατρίδας για την οποία όλοι αυτοί μαζί υποτίθεται ότι κόπτονται;
Στην αποχή αντανακλάται η “βούληση όλων”
Για να κατανοήσουμε στις σημερινές συνθήκες την μαζική αποχή μας χρειάζεται ρεαλισμός, δηλαδή συστηματική παρατήρηση της εποχής, των τόπων, των ιστορικών ψυχοκοινωνικών και ηθικών σχέσεων που χαρακτηρίζουν τις δυσφορίες των λαών, τις απορίες (στην κυριολεξία του όρου) του πολιτικού κοινού νου ή τις δυστοπίες της ζωής των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων. Στις σημερινές συγκυρίες η αποχή δεν καταδεικνύει βέβαια μια ορθολογική “καθαρή” γενική βούληση που καθοδηγείται από την συλλογική πρόσληψη της πραγματικότητας ή της αλήθειας. Για να θυμηθούμε το “κοινωνικό συμβόλαιο” (Ρουσσώ) θα λέγαμε ότι μέσα στην αποχή αντανακλάται περισσότερο η “βούληση όλων”.
Μια βούληση δηλαδή που σε μεγάλο βαθμό διακατέχεται από αντιφάσεις, ατομικές αδυναμίες και πάθη – συγκεκριμένα, απτά πάθη, με την σταδιακή αφαίρεση των οποίων θα καταλήγαμε ίσως, σύμφωνα πάντα με την πολιτική φιλοσοφία του Ρουσσώ, στην ορθολογική, γενική βούληση επί της οποίας θεμελιώνεται τυπικά και ορθολογικά στις νεότερες δυτικές κοινωνίες το πολιτικό αίτημα της δημοκρατίας.
Επιστρέφοντας στα καθ’ ημάς θα λέγαμε ότι είμαστε ακόμα μακριά από μια τέτοια “ορθολογική κάθαρση” της “βούλησης όλων” να απέχουν συνειδητά από τις λίγο ή πολύ νοθευμένες διαδικασίες των εκλογών στα ολοκληρωτικά, μεταδημοκρατικά και τεχνοφεουδαρχικά σημερινά καθεστώτα. Τόσο μακριά, όσο είναι η απόσταση της πρακτικής καθημερινής ζωής των δυτικών πολιτών από την πολιτική και κοινωνική θεωρία. Μεταξύ του καθαρού λόγου και της πρακτικής ζωής ορθώνεται εντούτοις η κριτική, ορθολογική εκτίμηση της αντικειμενικής πραγματικότητας, πράγμα βεβαίως δύσκολο, που βελτιώνεται μόνο με την εμπειρία και τον αναστοχασμό.
Η θεσμική οργάνωση αυτού του απαραίτητου σήμερα αναστοχασμού προϋποθέτει προφανώς την πολιτική του οργάνωση σε ένα ευρύ κοινωνικό κίνημα, ικανό να διεκδικήσει τα πολιτικά δικαιώματα των πολιτών, που συνειδητά ή μισοσυνειδητά, έχουν επιλέξει να απέχουν στις εκλογές και να γυρίζουν περιφρονητικά την πλάτη σε όσους “καινοτόμους” ή “συντηρητικούς” πολιτικούς διεκδικούν μετά μανίας την ψήφο τους. Έχουν επιλέξει συνεπώς, να αδιαφορήσουν εμπράκτως για τους πολιτικά ανεπαρκείς, κατά φαντασίαν ηγέτες και τους ματαιόδοξους σωτήρες που, ανίκανοι να αρθούν στο ύψος των ιστορικών περιστάσεων, είτε μένουν μονίμως στο περιθώριο, ευελπιστώντας ίσως σε κάποιο ποσοστό που θα τους εξασφάλιζε κάποια κρατική χρηματοδότηση, είτε γίνονται άθελά τους γρανάζια μιας τοπικής ή διεθνοποιημένης γραφειοκρατίας, πάντα έτοιμης να διαφθαρεί και να διαφθείρει.
Νέες τεχνοφεουδαρχίες
Χωρίς τον ρεαλισμό και τον δυναμισμό ενός τέτοιου, ανύπαρκτου ακόμα πολιτικού φορέα, ο δημοκρατικός ορθολογισμός, που δικαίως βέβαια απαιτεί τη συμμετοχή όλων των πολιτών στη διαχείριση των κοινών, καταλήγει, όπως έχει δείξει κατ’ επανάληψη η ιστορία, στο αντίθετο όλων όσων ισχυρίζεται: στη θέση της γενικής βούλησης μπαίνει η αυθαίρετη βούληση της κάθε οργανωμένης μειοψηφίας, στη θέση των δημοκρατικών αλτρουϊστικών αξιών εισχωρούν οι πιο χοντροκομμένοι εγωισμοί, στη θέση του προσχηματικού οικουμενισμού σφηνώνεται ο ατομισμός.
Κατά μείζονα λόγο σήμερα, που ο λεγόμενος μετανθρωπισμός απειλεί στο όνομα της προόδου να αντικαταστήσει τους πραγματικούς, γεμάτους αντιφάσεις ανθρώπους από καλά, εργατικά και χωρίς αντιφάσεις cyborg και άλλα τέτοια υποπροϊόντα της τεχνητής νοημοσύνης. Πρώτα από όλα στην Άπω Ανατολή – ιδίως, στην Κίνα. Παράλληλα όμως ο μηδενισμός της Άπω Δύσης, με επίκεντρο την Καλιφόρνια, δημιουργεί απεριόριστες ανοχές στις νέες τεχνοφεουδαρχίες, στην σύμπτυξη οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, καθώς και στις μεταβολές του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, δημόσιου ή ιδιωτικού που επιτρέπει σε τεράστιες πολυεθνικές να λειτουργούν σαν κράτη εν κράτη, δηλαδή να βάζουν χέρι χωρίς πρόβλημα στις δημόσιες και ιδιωτικές περιουσίες τόσο των καταχρεωμένων εθνικών κρατών, όσο και των “μέσων πολιτών τους”, των πρώην “νοικοκύρηδων”.
Ταυτόχρονα, οι λαοπρόβλητοι ηγέτες που προσπάθησαν να αντισταθούν, όπως ο EvoMorales στη Βολιβία (πρώτη παραγωγός λιθίου στον κόσμο), ανατρέπονται στο πι και φι. Όπως το δήλωνε ευθαρσώς ο Elon Mask «θα ανατρέπουμε όποιον θέλουμε, ξεχάστε το!». Είναι άραγε λογικό ή παράλογο να απέχει από τις εκλογές ένας πολίτης της Βολιβίας;
Όσοι λοιπόν ταξινομούν με ευκολία την αποχή από τις εκλογές αποκλειστικά στις κατηγορίες της ιδιώτευσης και της αδιαφορίας των πολιτών για τα κοινά, ίσως θα έπρεπε να σκεφθούν με λιγότερη μονομέρεια και να κοιτάξουν με ρεαλισμό την πραγματικότητα λίγο πέραν από την μύτη τους.