Είναι δυνατή μια “διπλωματία των σεισμών” με τον Ερντογάν; – Γιατί το 2020 δεν είναι 1999
31/10/2020Μνήμες από το 1999 και την περίφημη “διπλωματία των σεισμών” ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία ανέσυρε ο φονικός σεισμός που χτύπησε τη Σάμο και τη Σμύρνη. Μια διπλωματία που είχε φέρει τότε τους δύο λαούς υπερβολικά κοντά, δρομολογώντας και πολιτικές διεργασίες, που έδωσαν αρχικά την εντύπωση ότι η ελληνοτουρκική φιλία μπορεί να επιτευχθεί. Είναι όμως σήμερα δυνατή μια τέτοια προσέγγιση με την Τουρκία του Ερντογάν;
Στον απόηχο του φονικού σεισμού στην Σάμο, από τον οποίο η Ελλάδα θρηνεί τον τραγικό και άδικο χαμό δύο νέων παιδιών, η Τουρκία βρίσκεται και πάλι με δυσανάλογες απώλειες, τόσο σε ανθρώπινες ζωές όσο και σε οικονομικές καταστροφές. Το ίδιο είχε συμβεί και το 1999 με τους σεισμούς της 18ης Αυγούστου στο Ιζμίτ και της 7ης Σεπτεμβρίου στην Πάρνηθα.
Τότε είχε εκδηλωθεί αυθορμήτως ένα τεράστιο κύμα αλληλεγγύης ανάμεσα στους δύο λαούς, αρχικά από την Ελλάδα προς την Τουρκία και στη συνέχεια αντίστροφα. Δεκάδες χιλιάδες Έλληνες πολίτες συμμετείχαν σε εράνους, αιμοδοσίες και εκδηλώσεις για την συγκέντρωση χρημάτων για την ενίσχυση Τούρκων πολιτών που είχαν πληγεί από τον φονικότατο σεισμό, ο οποίος είχε αφήσει πίσω του περίπου 18.500 νεκρούς και 50.000 τραυματίες. Τρεις εβδομάδες αργότερα Τούρκοι πολίτες έδειξαν ανάλογη αλληλεγγύη στην Ελλάδα και τα θύματα που προκάλεσε ο φονικός σεισμός της Πάρνηθας.
Η διπλωματία των σεισμών θα έχει συνέχεια;
Πολλοί μίλησαν τότε, και εξακολουθούν να μιλούν, για την περίφημη “διπλωματία των σεισμών”, όπου μπροστά στο λαϊκό αίσθημα της αλληλεγγύης που είχε εκδηλωθεί δρομολογήθηκαν πολιτικές διεργασίες, οι οποίες εκφράστηκαν στην Σύνοδο του Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999. Μια Σύνοδο, στην οποία η Ελλάδα, τρία χρόνια μετά την κρίση στα Ίμια, που είχε φέρει στα πρόθυρα πολέμου τις δύο χώρες, αποδέχθηκε την τουρκική υποψηφιότητα για ένταξη στην ΕΕ. Η Τουρκία από την πλευρά της είχε αποδεχθεί τότε, ως προϋποθέσεις για την ευρωπαϊκή πορεία της, την επίλυση των Ελληνοτουρκικών διαφόρων και του Κυπριακού, καθώς και τον εκδημοκρατισμό στο εσωτερικό της.
Σήμερα, εν μέσω έντασης στην περιοχή, εξαιτίας της συνεχιζόμενης τουρκικής παραβατικότητας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης τηλεφώνησε στον Ερντογάν και του εξέφρασε τα συλλυπητήρια και την συμπαράστασή του για τα θύματα της νέας τραγωδίας. Δήλωσε παραλλήλως την ετοιμότητα της Ελλάδας να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της καταστροφής. Ανάλογη κίνηση είχε κάνει νωρίτερα προς τον Τούρκο ομόλογό του και ο Νίκος Δένδιας.
Ο Ερντογάν, από την πλευρά του, ευχαρίστησε τον Έλληνα πρωθυπουργό και εξέφρασε την ίδια ετοιμότητα της Τουρκίας «να βοηθήσει την Ελλάδα να γιατρέψει τις πληγές της». Πρόσθεσε μάλιστα πως «το γεγονός ότι δύο γείτονες δείχνουν αλληλεγγύη σε δύσκολους καιρούς έχει μεγαλύτερη αξία από πολλά πράγματα στη ζωή». Πρόκειται για μια αρκετά διπλωματική απάντηση με την οποία ο Τούρκος πρόεδρος επιχειρεί να δείξει ότι εκτιμά και υπερασπίζεται τις σχέσεις αλληλεγγύης μεταξύ γειτονικών λαών, παρά το γεγονός ότι όλο το προηγούμενο διάστημα υπονομεύει την κυριαρχία της Ελλάδας και της Κύπρου.
Προσδίδει μάλιστα σε αυτήν την αλληλεγγύη «μεγαλύτερη αξία από πολλά πράγματα στη ζωή», τα οποία, ωστόσο, αφήνει απροσδιόριστα. Παραλλήλως, επιχειρεί να εμφανιστεί ισχυρός και, την ώρα που ηγείται μιας Τουρκίας που φλερτάρει με την χρεωκοπία, δηλώνει ότι αυτή η Τουρκία είναι έτοιμη να «να βοηθήσει την Ελλάδα να γιατρέψει τις πληγές της». Το πώς είναι βέβαια κάτι που μόνον ο ίδιος …γνωρίζει.
Άλλο τότε, άλλο τώρα
Η επικοινωνία των δύο ηγετών έγινε σε μία συγκυρία ιδιαίτερης έντασης ανάμεσα στην Αθήνα και την Άγκυρα, εξαιτίας των τουρκικών προκλήσεων, και μπορεί να θεωρηθεί γενικά ως μια θετική εξέλιξη. Απέχει, ωστόσο, πολύ από το να εκτιμηθεί ως αφετηρία μιας πραγματικής προσέγγισης, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν ουσιαστικό διάλογο στη βάση του αλληλοσεβασμού και του σεβασμού του διεθνούς δικαίου. Και αυτό γιατί το 2020 δεν είναι 1999.
Ο Σημίτης δεν είχε τότε απέναντί του κάποιον “φιλέλληνα” Τούρκο πρωθυπουργό. Είχε όμως μπροστά του εντελώς διαφορετικές συνθήκες, τόσο σε ό,τι αφορά την παγκόσμια κατάσταση όσο και το στενότερο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η Ελλάδα ήταν τότε μια χώρα που ετοιμαζόταν για την ένταξή της στην ΟΝΕ, τον σκληρό πυρήνα της ΕΕ, και ο τότε Τούρκος πρωθυπουργός, Μπουλέντ Ετσεβίτ, είχε πεισθεί, παρότι αρχικά αντίθετος, ότι η Τουρκία μπορεί να κερδίσει πολλά περισσότερα με τη δημιουργία στενότερων σχέσεων με την ΕΕ.
Από την άλλη, την Τουρκία εκπροσωπούσε τότε στο εξωτερικό ο Ισμαήλ Τζεμ. Ένας πολιτικός με ευρωπαϊκή παιδεία και ευρωπαϊκό προσανατολισμό, ο οποίος με τίποτα δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με τον συχνά “άκομψο” Τσαβούσογλου. Η μεγάλη διαφορά παραμένει, ωστόσο, η φιλοσοφία της πολιτικής του Ερντογάν. Ο σημερινός πρόεδρος της Τουρκίας επένδυσε στην αναθεώρηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων για να καλύψει τα εσωτερικά προβλήματα και να εδραιώσει ένα προσωποπαγές πολιτικό σύστημα, την “ερντογανική δημοκρατία”. Επέλεξε έτσι ένα σκληρό προφίλ έναντι της Αθήνας και της Λευκωσίας για να εμφανιστεί ως υπέρμαχος των συμφερόντων των Τούρκων και των Τουρκοκυπρίων.
Αντιθέτως ο Ετσεβίτ δεν είχε κανένα τέτοιο πρόβλημα. Αν και λιγότερο κοσμοπολίτης σε σχέση με τον Ερντογάν, ως ο πρωθυπουργός που έδωσε την εντολή για την εισβολή στην Κύπρο, το 1974, παρέμενε αδιαμφισβήτητος υποστηρικτής των τουρκικών συμφερόντων και των Τουρκοκυπρίων. Άρα μπορούσε να κάνει και …παραχωρήσεις, χωρίς αυτό να τον οδηγήσει σε δυσάρεστες εσωτερικές καταστάσεις, κάτι που είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα συμβεί στην περίπτωση του Ερντογάν.