Για ενδεχόμενη συμφωνία με την Τουρκία θα αποφασίσουν οι πολλοί ή οι λίγοι;
23/07/2023Γράφει ο Χρίστος Δαγρές*
Η ελληνική γλώσσα, παρά τον πλούτο της, έχει ένα κενό στην περιοχή των δημοκρατικών θεσμών, όταν καλείται να περιγράψει τις ψηφοφορίες για κάποια άμεση απόφαση από τους πολίτες. Οι αγγλικοί όροι plebiscite και referendum μεταφράζονται και οι δύο στα ελληνικά ως “δημοψήφισμα”, εννοιολογικά όμως διαφέρουν ριζικά.
Ο πρώτος περιγράφει μία ψηφοφορία μετά από από απόφασης κάποιας πολιτικής αρχής (συνήθως το Κοινοβούλιο ή τον πρωθυπουργό), οι επιλογές των όρων (χρόνος, διάρκεια και μέσα διαβούλευσης, διατύπωση του ερωτήματος, δεσμευτικότητα αποτελέσματος κ.α.) επιλέγονται από την αρχή που αναλαμβάνει την πρωτοβουλία, συνήθως ως υποχώρηση που “παραχωρείται” εκτάκτως στους πολίτες και εντός ενός πλαισίου χειραγώγησης τους, με στόχο το αποτέλεσμα να “δικαιώσει” την επιλογή του πρωθυπουργού. Το “δημοψήφισμα” του 2015 (γνωστό και ως “τσιπροψήφισμα”) είναι ένα εμβληματικά κακό plebiscite με επιστέγασμα μια επιπλέον πρωτοτυπία: η απόρριψη της πρότασης των “εταίρων” δεν συνοδεύτηκε από δημοψήφισμα και για τη δεύτερη πρόταση, όπως θα όφειλε.
Αντίθετα τα referendum είναι είτε δημοψηφίσματα που προκαλούν οι πολίτες, άμεσα, είτε δημοψηφίσματα που προκύπτουν από συνταγματική υποχρέωση δημοψηφισματικής έγκρισης. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένας λεπτομερώς νομοθετημένος μηχανισμός που προσδιορίζει εκ των προτέρων πότε, πως και από ποιους θα προκληθεί το δημοψήφισμα, ποιοι είναι οι όροι της διαβούλευσης και – κατά κανόνα – προβλέπει ότι το αποτέλεσμα είναι δεσμευτικό.
Το παράδειγμα της Ελβετίας – όπου γίνεται συστηματική χρήση των δημοψηφισμάτων για πάνω από 150 χρόνια σε ομοσπονδιακό επίπεδο – προβλέπει μέσω του Συντάγματος ότι κάθε διεθνής συμφωνία με δεσμεύσεις που περιορίζουν σε οιονδήποτε βαθμό την εθνική κυριαρχία πρέπει να περάσει υποχρεωτικά από δημοψηφισματική έγκριση (π.χ. η ένταξη της χώρας στον ΟΗΕ (εγκρίθηκε) ή η είσοδος στην ΕΕ (απορρίφθηκε).
Δημοψήφισμα για συμφωνία με την Τουρκία
Η πρόταση που διατύπωσε μέσα απ’ το SLpress o κ. Μελετόπουλος ή ο πρέσβης επί τιμή κ. Αϋφαντής σε συνέντευξη του στον Πάρη Καρβουνόπουλο (εδώ, μετά το 25ο λεπτό) περί διεξαγωγής δημοψηφίσματος για τελική συμφωνία με την Τουρκία (συμπεριλαμβανομένων και των όποιων όρων προσφυγής στη Χάγη) είναι απολύτως ορθή, επί της ουσίας. Ο κ. Αϋφαντής μάλιστα καλεί τους πολίτες να δημιουργήσουν ομάδες πίεσης για δημοψήφισμα, ώστε να προωθηθεί το μήνυμα και να συλλεχθούν υπογραφές.
Παρά την πίεση των καταστάσεων δεν πρέπει να λησμονούμε τη ρίζα του προβλήματος: οι πολίτες βρισκόμαστε στην τραγική θέση του ικέτη που παραθεσμικά ζητά αυτό που είναι δικαιωματικά δικό του. Το δικαίωμα να έχει τον τελευταίο λόγο όταν λαμβάνονται αποφάσεις από τους αιρετούς άρχοντες επί κρίσιμων ζητημάτων, όπως είναι το προκείμενο που αφορά τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας (με το ερωτηματικό πιθανών απωλειών στα θαλάσσια ή και στα χερσαία σύνορα).
Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που μία άλλη, εξίσου επώδυνη συμφωνία, αυτή των Πρεσπών, πέρασε από το Κοινοβούλιο, παρά την δεδηλωμένη και μαζική αντίθεση των πολιτών, η οποία εμφατικά αποτυπώνονταν στις δημοσκοπήσεις. Τότε, ο τέως πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αλαζονικά απέρριψε τις εκκλήσεις για δημοψήφισμα, εκμεταλλευόμενος το συνταγματικό κενό που δεν προβλέπει ούτε υποχρεωτικά δημοψηφίσματα, ούτε θεσμοθετημένους μηχανισμούς συλλογής υπογραφών από τους πολίτες.
Τότε μάλιστα κάποιοι επιτήδειοι “αντιδημοκράτες” βρήκαν ευκαιρία να βάλλουν κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος γενικότερα ως “υπεύθυνο” για το ξεπούλημα της Μακεδονίας. Θολώνοντας τα (ήδη ασαφή) όρια μεταξύ αστικού κοινοβουλευτισμού και δημοκρατίας, οι επιτήδειοι προσπάθησαν να δημιουργήσουν εντυπώσεις όταν στην πραγματικότητα μόνο η Δημοκρατία, δηλαδή η άμεση έγκριση ή απόρριψη της συμφωνίας από τους πολίτες, θα μπορούσε να βάλει φρένο στην πολλαπλά επιζήμια συμφωνία για τη χώρα.
Δεν υπάρχει “λευκή επιταγή”…
Πολύ φοβάμαι ότι και αυτήν τη φορά, αν τα πράγματα οδηγηθούν στο ίδιο σημείο, ο νυν πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα φανεί πιο ευαίσθητος στην παλλαϊκή απαίτηση. Ο προπαγανδιστικός επικοινωνιακός ορυμαγδός που έχει ήδη ξεσπάσει, η ύποπτη επιλογή της καλοκαιρινής περιόδου για τη διεξαγωγή των συνομιλιών, η χειραγωγήσιμη και αποσαθρωμένη μείζονα αντιπολίτευση, είναι αρνητικοί οιωνοί για το τι θα γίνει τελικά.
Πέρα από το άμεσα προκείμενο – δηλαδή το να τεθεί η όποια συμφωνία με την Τουρκία, στο σύνολο της, στην κρίση του ελληνικού λαού – είναι ευκαιρία να προβληματιστεί ο ελληνικός λαός για την καίρια θεσμική αδυναμία που τον υποβιβάζει, από εντολέα των πολιτικών, σε επαίτη που εκλιπαρεί για τα δικαιώματα του. Το πρόβλημα αυτό επιδέχεται μόνο θεσμικής λύσης: είτε ένα νομοθετικά δομημένο μηχανισμό συλλογής υπογραφών που θα απαιτούν την έκθεση κάποιας πολιτικής απόφασης, νόμου ή διεθνούς συμφωνίας σε δημοψήφισμα, ή έστω τη συνταγματική δέσμευση για δημοψηφισματική έγκριση κρίσιμων ζητημάτων, όπως οι διεθνείς συμφωνίες ή, ακόμη, και οι συνταγματικές αναθεωρήσεις.
Το πιο συχνό αντεπιχείρημα λέει ότι μία κυβέρνηση νομιμοποιείται από τις εκλογές για να αποφασίζει ό,τι θέλει, υπονοώντας ότι οι εκλογές εκλαμβάνονται ως “λευκή επιταγή” την οποία ο εκάστοτε πρωθυπουργός εξαργυρώνει πολιτικά όπως θέλει, χωρίς λογοδοσία. Τώρα μάλιστα, υποθέτω ότι θα χρησιμοποιηθεί ως επιπλέον άλλοθι “το πρόσφατο 41%” που πήρε η κυβέρνηση. Τίποτε απ’ αυτά δεν ισχύει!
Καμία νομιμοποίηση δεν τεκμαίρεται εφόσον η συγκεκριμένη συμφωνία – όποια κι αν θα είναι – δεν περιέχονταν λεπτομερώς στο προεκλογικό πρόγραμμα του κυβερνώντος κόμματος. Ακόμη όμως κι αν δεχτούμε ως υπόθεση εργασίας ότι όλοι όσοι ψήφισαν υπέρ του κ. Μητσοτάκη στηρίζουν χωρίς ενδοιασμούς και την όποια συμφωνία με την Τουρκία θα φέρει (πράγμα ευλόγως αμφίβολο) είναι δεδομένο ότι το 59% των ψηφισάντων απέρριψε το πρόγραμμα του, μόλις πριν λίγους μήνες, ενώ το ποσοστό αποδοχής μειώνεται ακόμη περισσότερο αν αναχθεί στο σύνολο του εκλογικού σώματος η αποχή που άγγιξε το 50%.
Είναι εξοργιστικό αν σκεφτεί κανείς ότι αυτό το θεσμικό κενό επιτρέπει σε μικρές αλλά καλά οργανωμένες μειοψηφικές ελίτ – τους …”λίγους”, όπως κι αν διαβαστεί η λέξη – να συμπεριφέρονται ως πολιτικοί ολιγάρχες, μέσα από λογικές ακροβασίες, αλαζονικές επικοινωνιακές στρατηγικές, προπαγανδιστικούς μηχανισμούς και συστηματικό εκφοβισμό της κοινωνίας.
Η απαίτηση για δημοψηφισματική έγκριση της κάθε συμφωνίας με την Τουρκία είναι ζωτική για το μέλλον του έθνους και την αποτροπή της μετατροπής της χώρας σε χώρο. Παράλληλα όμως πρέπει να απαιτηθούν και οι θεσμικές εκείνες αλλαγές – δηλαδή τα Υποχρεωτικά Δημοψηφίσματα Πολιτών – που θα δεσμεύουν τον κάθε πρωθυπουργό στο μέλλον να χρειάζεται δημοψηφισματική έγκριση όλων των κρίσιμων αποφάσεων για τη χώρα.
Ο Χρίστος Δαγρές είναι γιατρός και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στη Δημόσια Υγεία και τη Διοίκηση Υπηρεσιών Υγείας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Διαχειρίζεται το ιστολόγιο Δημοψηφίσματα Πολιτών, με ειδήσεις και πληροφορίες γύρω από τους αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς στον κόσμο.