Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να ασκήσει αξιόπιστη αντιπολίτευση
07/08/2020Η μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ από τον Ιούλιο του 2015 σήμανε την αποδοχή από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα (και από πολλά μικρότερα) ότι οι δύο βασικές ορίζουσες της πολιτικής της χώρας έγκεινται αφ’ ενός στη νεοαποικιακού τύπου εξάρτηση, αφ’ ετέρου στον εφαρμοσμένο νεοφιλελευθερισμό.
Επομένως σήμανε ότι το σύνολο των πολιτικών θα διαμορφώνεται μέσα από τον κυριαρχικό ρόλο ξένων κυβερνήσεων, διεθνών οργανισμών, εκπροσώπων ιδιωτικών κερδοσκοπικών οργανισμών και εγχώριων λόμπι πολύ μεγάλου κεφαλαίου. Δηλαδή, αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε το σύγχρονο σύστημα εξουσίας, ή κατεστημένο, ή ολιγαρχία και πατρωνία.
Αυτός είναι ο θεμέλιος λίθος της περιβόητης πια “κανονικότητας”. Στις προγραμματικές δηλώσεις του πριν έναν περίπου χρόνο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης την είχε περιγράψει: παντελής απουσία στρατηγικής και φαντασίας για τη χώρα, αλλά και κατίσχυση μιας πολιτικής, η οποία ασκείται στο χαμηλότερο δυνατό διαχειριστικό πεδίο. Δηλαδή σε αυτό μέρους της γραφειοκρατίας, των εργολαβιών και της μείωσης των φόρων, με αρκετό νόμο και τάξη.
Στις ελληνικές κυβερνήσεις αφέθηκε ως πεδίο άσκησης πολιτικής, πάντα υπό τη συμφωνία των δανειστών και ευρύτερα του προαναφερθέντος συστήματος εξουσίας, το μικρότερο δυνατό πεδίο: υπό τον όρο της τήρησης των καταστροφικών πρωτογενών πλεονασμάτων μπορούσε να αποφασίζει για ένα μέρος της φορολογίας, ως υποτμήμα της δημοσιονομικής πολιτικής. Ένα μέρος του εκσυγχρονισμού του κράτους, πάντα υπό τον όρο ότι θα ελέγχεται θα υλοποιείται και θα υπηρετεί το νεοφιλελεύθερο πρότυπο, ή ότι έστω δε θα το αντιστρατεύεται.
Και βεβαίως, η διοχέτευση όποιων κεφαλαίων υπάρχουν όχι σε παραγωγικές επενδύσεις, αλλά σε εργολαβίες, προκειμένου να αναζωογονηθούν οι μεγάλοι όμιλοι της χώρας, σε συνδυασμό με περαιτέρω πώληση της δημόσιας περιουσίας. Οτιδήποτε άλλο, οτιδήποτε μπορεί να συνιστά στρατηγική επιλογή για τη χώρα βρισκόταν εκτός της ατζέντας των ελληνικών κυβερνήσεων.
Η συζήτηση για τον διεθνή ρόλο και προσανατολισμό της χώρας, η δυνατότητα και η αναγκαιότητα εθνικού σχεδίου βιομηχανικής και αγροτικής πολιτικής, η επανάκτηση του συνόλου της δημοσιονομικής πολιτικής, η νομισματική πολιτική, το αναπτυξιακό μοντέλο, το κόστος ζωής, το φυσικό και αστικό περιβάλλον, το είδος της δημοκρατίας που θέλουμε, ο προσανατολισμός της κρατικής λειτουργίας απουσίαζαν σε εκκωφαντικό βαθμό από τη δημόσια ρητορική και του σημερινού πρωθυπουργού, εμπεδώνοντας σαν “κανονικότητα” την κατίσχυση της διοικητικής διαχείρισης επί της στρατηγικής.
Από τις προγραμματικές δηλώσεις μέχρι και τα όσα είπε ο Μητσοτάκης στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο του 2019, υποδήλωναν έναν πρωθυπουργό, ο οποίος περισσότερο προσομοίαζε με περιφερειάρχη, ή έστω με υπουργό και εν τέλει με τοποτηρητή στη θέση του πρωθυπουργού. Είναι δε χαρακτηριστικό της απαξίωσης του ρόλου του πρωθυπουργού, ότι ο Μητσοτάκης ελάχιστα είχε αναφερθεί επί κρίσιμων ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής και κυρίως σε σχέση με την Τουρκία.
Αυτή η Ελλάδα δεν είχε καμία δυνατότητα εξόδου από την κρίση. Θα εξακολουθούσε να αποτελεί καρυδότσουφλο, παγιδευμένο στην κρίση. Κάπως έτσι ήταν η κατάσταση όταν ενέσκηψε ο κορονοϊός και η ελληνοτουρκική κρίση, λόγω της επιχείρησης μαζικής εισόδου μεταναστών και προσφύγων στην Ελλάδα από τον Έβρο. Τότε η κυβέρνηση έδειξε αντανακλαστικά, όπως επίσης έλαβε εγκαίρως δραστικά μέτρα και για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Αν και ούτε η ελληνοτουρκική κρίση, ούτε ο κορονοϊός ανήκουν στο παρελθόν, είναι αξιοσημείωτο ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνει να αδημονεί να επιστρέψει στην “κανονικότητα” που υπαγορεύει η ιδεολογία της. Στην πραγματικότητα δεν φαίνεται να διδάχτηκε από τις δύο διαφορετικές κρίσεις που εκλήθη να αντιμετωπίσει το 2020 και τις οποίες περισσότερο αντιμετώπισε με ένστικτο αυτοσυντήρησης.
Ακυρωμένος αντιπολιτευτικά ο ΣΥΡΙΖΑ
Οι παραπάνω συνθήκες από κοινού με την απουσία ουσιαστικής αυτοκριτικής αγκυλώνουν όμως και οποιαδήποτε ουσιαστική αντιπολιτευτική προσπάθεια από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά από τον Αλέξη Τσίπρα. Το μεγάλο πρόβλημα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ότι εκχώρησε τη στρατηγική της χώρας στο κατεστημένο. Αυτή ήταν πολιτική, την οποία ο ίδιος όχι μόνο αγκάλιασε, αλλά και επέτεινε σε βαθμό, τον οποίο καμία κυβέρνηση μεταπολιτευτικά δεν είχε αποτολμήσει.
Ο αντιπολιτευόμενος ΣΥΡΙΖΑ αρνείται πεισματικά να αποτιμήσει κριτικά και να αναιρέσει τη ρητορική και την πολιτική της κυβέρνησης Τσίπρα. Κάτι τέτοιο θα αναιρούσε ενδεχομένως και εν τέλει τον ίδιο τον ηγέτη του και την πλειοψηφία του στελεχιακού του δυναμικού. Ως εκ τούτου, η άρνηση κριτικής αποτίμησης ακυρώνει εκ των προτέρων την αντιπολίτευση ΣΥΡΙΖΑ και τον φέρνει στη θέση αναμονής απλώς ακροτήτων εκ μέρους της κυβέρνησης, προκειμένου να ανακάμψει εκλογικά.
Εξ ου και οι παρεμβάσεις Τσίπρα όλο αυτόν τον χρόνο ουσιαστικά είναι μια προσπάθεια δικαίωσης της πολιτικής που άσκησε ως πρωθυπουργός. Δεν θέτει ζητήματα στρατηγικής ανατροπής των δύο όψεων της μνημονιακής πολιτικής, αλλά μόνο ποσοτικοποίησής τους και έντασής τους. Η αλήθεια, την οποία ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ αντιπαλεύουν και την οποία κρύβουν ακόμα και σήμερα, είναι ότι όσο ο γόρδιος δεσμός της εξάρτησης και του εφαρμοσμένου νεοφιλελευθερισμού δεν κόβεται, δημοκρατική εθνική στρατηγική δεν μπορεί να υπάρξει.
Η κρίση θα σοβεί και οι πολιτικές της “κανονικότητας” θα ενώνουν τους δύο αντιπάλους. Αυτή η εικόνα της “κανονικότητας”, λοιπόν, μυρίζει πολιτική ναφθαλίνη. Προσομοιάζει περισσότερο με επαρχιακή συνέλευση καθοδηγούμενη από την Ουάσινγκτον, τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Κυρίως δε, η “κανονικότητα” αυτή μπορεί να καταστεί ευάλωτη. Κι αυτό μπορεί εν τέλει να αποτελέσει τη βασικότερη ελπίδα του ελληνικού λαού.