Η Ε.Ε. δεν είναι δυστυχώς αυτό που πιστεύουν στην Αθήνα
23/01/2022Για λόγους πολιτικούς, ιστορικούς, εθνικών εγωισμών κ.α. πολύ δύσκολα η Ε.Ε. θα γίνει ένας παράγοντας ικανός να εγγυάται συλλογικά την ασφάλεια των κρατών-μελών της. Όσο πιο γρήγορα το συνειδητοποιήσουμε τόσο πιο εύκολο θα είναι να αρχίσει στην Ελλάδα ο αναγκαίος πολυεπίπεδος και σε βάθος διάλογος για το δέον γενέσθαι. Αυτός ο διάλογος, με εθνικά χαρακτηριστικά, αλλά δίχως εθνικιστικές φαντασιώσεις και περιχαρακώσεις, είναι αναγκαία προϋπόθεση, προκειμένου η Ελλάδα να αποκτήσει μια δέσμη στιβαρών αρχών.
Πάνω σ’ αυτές θα στηρίζεται και θα αναπτύσσεται μια ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική με σαφείς διακηρυγμένους στόχους για ανάταξη της πατρίδας και αποσαφηνισμένες γραμμές δράσης-αντίδρασης. Αυτό είναι όρος για την προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας και των ζωτικών συμφερόντων σε έναν κόσμο πρωτοφανούς ρευστότητας. Για όσους διατηρούν ακόμη αμφιβολίες για την αναγκαιότητα όσων προσημειώθηκαν, διαδοχικές σύνοδοι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου το 2020 μας έστειλαν ένα μήνυμα καίριας σημασίας, που κανείς στην Αθήνα δεν δικαιούται να παραβλέψει ή να σχετικοποιήσει. Αλλιώς καιροφυλακτεί ο εξευτελισμός της “φινλανδοποίησης”, ή χειρότερα η οδύνη ενός εθνικού ακρωτηριασμού.
Οι αποφάσεις εκείνων των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων που αφορούν στην Τουρκία ας αξιοποιηθούν όχι ως αφορμή εκδήλωσης αντι-ευρωπαϊκού πνεύματος, αλλά ως κίνητρο για ουσιαστικότερη κατανόηση της Ε.Ε., με τις δεδομένες ισορροπίες στο εσωτερικό της. Η Ε.Ε. είναι καλά οργανωμένη σε τελωνειακό επίπεδο, γεγονός που επιτρέπει την απρόσκοπτη εξαγωγή του βιομηχανικού πλεονάσματος του ευρωπαϊκού Βορρά στις χώρες του Νότου. Άρα και τον πλουτισμό των πρώτων.
Την ίδια ώρα η Ε.Ε. παραμένει ατελής οικονομική ένωση και ανύπαρκτη πολιτική-γεωπολιτική δύναμη. Εκείνη η κουβέντα του Σόϊμπλε, στην αρχή της ελληνικής κρίσης, για ενδοευρωπαϊκό καταμερισμό, ικανό να εγγυηθεί την ισόρροπη ανάπτυξη των κρατών-μελών, μέσω της αξιοποίησης των συγκριτικών πλεονεκτημάτων τους, δεν τέθηκε ποτέ σε συζήτηση. Ήταν σαν να μην ειπώθηκε ποτέ.
Γερμανία και Ε.Ε.
Λόγω και των γερμανικών συνδρόμων από δύο καταστροφικούς πολέμους, που το Βερολίνο εξαπέλυσε κατά της Ευρώπης, η Ε.Ε. παραμένει καθηλωμένη σε καθεστώς πολιτικού νάνου. Η επιλογή να εμφανίζεται στην διεθνή σκηνή ως soft power δεν είναι παροδική, τείνει να προσλάβει μονιμότερο χαρακτήρα. Γι’ αυτό και ευρωπαϊκές χώρες δεν έκρυψαν την ανακούφιση που αισθάνθηκαν από την ήττα του Τράμπ.
Η Ε.Ε. προτιμά την αμερικανική ομπρέλα ασφαλείας από το να αναπτύξει δικές της αμυντικές δυνατότητες, που θα της επέτρεπαν να εμφανισθεί διεθνώς ως παράγοντας εξισορρόπησης των αντιθέσεων μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας-Κίνας και ως δυνάμει πάροχος ασφάλειας. Δηλαδή, μέσω της hard power να καταλάβει την θέση που δικαιούται ως μείζων οικονομική δύναμη, στην επαναχάραξη των ορίων και την επαναδιατύπωση των γεωπολιτικών όρων.
Κανοναρχούμενη από την αντίληψη της αποχής από τις κρίσιμες αναμετρήσεις, η Ε.Ε. θα παραμένει πολιτική δύναμη δεύτερης διαλογής και με διαρκώς φθίνουσα αξιοπιστία, για την δυνατότητα να παρεμβαίνει αποτελεσματικά στην διαχείριση κρίσεων, ακόμη και στον αυλόγυρο της. Μια τέτοια Ευρώπη είναι καταδικασμένη να ψιμυθιώνει την υποταγή της στις ΗΠΑ με διάφορους ευφημισμούς περί την ενότητα του Δυτικού Κόσμου. Θα ανέχεται περιδεής και την μνησίκακη πολιτική του Κρεμλίνου και την επιθετική-αναθεωρητική πολιτική του αυθέντη στο Άκ-Σεράϊ της Άγκυρας. Θα παρακολουθεί αμήχανη τις πολιτικές τους καντρίλιες και θα υποκρίνεται ότι δεν αντιλαμβάνεται τους διακηρυγμένους στόχους τους να ανασυστήσουν τις αυτοκρατορίες που τους στέρησε η Ιστορία.
Ε.Ε. και ελληνικές αυταπάτες
Αυτή η γνώση θα επανατοποθετήσει καλύτερα την Ελλάδα στο εσωτερικό της Ε.Ε. και θα κάνει αποτελεσματικότερη την δράση στους κόλπους της, δεδομένου ότι το ελληνικό διπλωματικό κεφάλαιο έχει συγκεκριμένες δυνατότητες επιρροής στις αποφάσεις ό,τι κι αν πιστεύουμε εμείς. Ας μην κρυβόμαστε. Η Ελλάδα των δύο τελευταίων δεκαετιών είναι μια μικρομεσαία χώρα σε φθίνουσα πορεία, ως συνέπεια δικών της λαθών πρωτίστως. Αυτό είναι μια αλήθεια που πρέπει να γίνει συνείδηση, αν θέλουμε να αρχίσει μια πορεία συνολικής ανάταξης.
Το πολιτικό προσωπικό κι όσοι φιλοδοξούν να έχουν ρόλο στα δημόσια πράγματα, επηρεάζοντας την κοινή γνώμη, ας απαλλαγούν από καταστροφικές αυταπάτες για την κατοχύρωση της εδαφικής ακεραιότητας και των ζωτικών συμφερόντων της Ελλάδας. Είναι προφανώς καλοδεχούμενα τα πολλά δισ. του κοινοτικού Προϋπολογισμού 2021-2027 και του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά όχι με εκπτώσεις στον σκληρό πυρήνα της εθνικής μας υπόστασης. Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει το δίλημμα “βούτυρο ή κανόνια”.
Δύο χρόνια πριν, στις 13 Δεκεμβρίου 2019, στα Συμπεράσματα εκείνου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, υπογραμμιζόταν πως «το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υπενθυμίζει τα προηγούμενα Συμπεράσματα της 22ας Μαρτίου, της 20ης Ιουνίου και της 17ης-18ης Οκτωβρίου, σχετικά με τις παράνομες γεωτρήσεις στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας»! Και ένα χρόνο αργότερα, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Δεκεμβρίου 2020, οι ηγέτες της Ε.Ε. συμφώνησαν «να επανέλθει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στα Συμπεράσματα της 1ης και 2ας Οκτωβρίου 2020»! Αλλά ούτε και τότε προέκυψε κάτι άξιο λόγου.
Ωραία λόγια, κομψές διατυπώσεις, με τις οποίες γελούν έως δακρύων στην άλλη πλευρά του Αιγαίου. Όσο “μεγάλο καράβι” κι αν είναι η Ε.Ε. ένας χρόνος είναι πολύ μεγάλο διάστημα για “να στρίψει”, κατά την προσφιλή έκφραση του Μητσοτάκη. Πέρα όμως, από την διάψευση όσων περίμεναν –και καλλιεργούσαν κλίμα προσδοκιών– η Ε.Ε. να επιβάλει κυρώσεις εις βάρος της Τουρκίας, στις Βρυξέλλες καταγράφονται μετατοπίσεις εξαιρετικά ανησυχητικές για την Ελλάδα.
Δεν λείπουν εταίροι έτοιμοι να διαπραγματευθούν με την Τουρκία στην βάση των τετελεσμένων, που έχει διαμορφώσει με την στρατιωτική ισχύ από την Λιβύη και την Συρία ως το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Αυτό ήταν άλλωστε και το μήνυμα του Τσαβούσογλου, όταν δήλωνε πριν ένα χρόνο: «Παρά το γεγονός ότι έχουμε αλλάξει τις ισορροπίες τόσο στην Κύπρο, όσο και στο θέμα του Αζερμπαϊτζάν, καθώς και σε άλλα θέματα, όπως στη Λιβύη, λέμε ελάτε να λύσουμε μαζί αυτήν την υπόθεση. Αν υπάρχει κάποιος πλούτος, να το μοιραστούμε. Ας λύσουμε τα προβλήματα με τη διπλωματία, με πολιτικές μεθόδους».
Διεθνές Δίκαιο και δίκαιο αλά τούρκα
Ο ίδιος υπενθύμισε και την πρόταση Ερντογάν στην Ε.Ε. για την διοργάνωση διάσκεψης «όχι μόνο των χωρών της Ανατολικής Μεσόγειου, όχι μόνο των παράκτιων χωρών γύρω από όλη τη Μεσόγειο, εμείς προτείναμε και τη συμμετοχή των χωρών που έχουν εταιρείες στην περιοχή. Δεν είμαστε της προσέγγισης τα θέλουμε όλα, λέγοντας ότι είμαστε πολύ ισχυροί στο πεδίο και στο τραπέζι στη Λιβύη και στην Ανατολική Μεσόγειο».
Ο Τσαβούσογλου, σε μια επίδειξη ανατολίτικης γενναιοδωρίας προσκαλούσε τους ενδιαφερόμενους Ευρωπαίους να μοιραστούν την λεία των ενεργειακών αποθεμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο, που δια της βίας και καταπατώντας το Διεθνές Δίκαιο σχεδιάζει να αποκτήσει η Τουρκία με την πειρατική πολιτική της υπό τα όμματα των Ευρωπαίων “ειρηνοποιών και μεσολαβητών”.
Έχει ενδιαφέρον μια αποστροφή των δηλώσεων της τέως καγκελαρίου Μέρκελ με την λήξη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Δεκέμβριο 2020: «Υπάρχουν κάποιες καταστάσεις στην νοτιοανατολική Μεσόγειο, όπου δυστυχώς πρέπει να πούμε ότι έπρεπε να καταρτίσουμε επιπλέον καταλόγους, λόγω των –από την σκοπιά μας– παράνομων γεωτρήσεων». Ουσιαστικά, η ΕΕ, δια της τέως καγκελαρίου, έβαζε στο ίδιο επίπεδο το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και το “δίκαιο” αλα τούρκα.
Ερωτήσεις που ζητούν απαντήσεις
Ενδεικτική ήταν και το γεγονός ότι η Ε.Ε. είχε αποδεχθεί την πρόταση Ερντογάν για σύγκληση “διεθνούς συνάντησης”, όπως είχε αποτυπωθεί στο σημείο 34 των Συμπερασμάτων: «Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζητεί από τον Ύπατο Εκπρόσωπο να προωθήσει την πρόταση περί πολυμερούς διάσκεψης για την Ανατολική Μεσόγειο». Κι αυτό παρ’ ότι από τις βολιδοσκοπήσεις των Μισέλ και Μπορέλ είχε προκύψει κλίμα ισχυρών επιφυλάξεων από την Αίγυπτο και το Ισραήλ.
Οι διαδικασίες οριοθέτησης των ΑΟΖ και τα συναφή με την εκμετάλλευση πόρων προβλέπονται πλήρως στο Δίκαιο της Θάλασσας, το οποίο, ως Εθιμικό Δίκαιο, δεσμεύει και την Τουρκία που δεν το έχει υπογράψει, αλλά το έχει εφαρμόσει στην Μαύρη Θάλασσα. Τί θα έκαναν άραγε οι Ευρωπαίοι σ’ αυτή τη διάσκεψη, εάν πραγματοποιείτο; Θα ξαναέγραφαν το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως αξιώνει η Τουρκία;
Η Αθήνα οφείλει να αποσαφηνίσει με τον πιο απόλυτο τρόπο και στους Ευρωπαίους εταίρους ότι θα αντιταχθεί με όλα τα μέσα σε κάθε απόπειρα νόθευσης του Δικαίου της Θάλασσας και αναθεώρησης των Συμβάσεων και Συνθηκών που καθορίζουν το καθεστώς στο Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο. Είναι επιτακτικό η Ελλάδα να απαλλαγεί οριστικά από την γερμανική μέγγενη, να απορρίψει διαμεσολαβήσεις, όπως εκείνη του Βερολίνου. Πολύ περισσότερο που αυτό δεν δρούσε ως δίκαιος διαιτητής, αλλά ως αβανταδόρος της Τουρκίας. Υπάρχουν νόμιμες διαδικασίες για επίλυση διαφορών σχετικά με τις θαλάσσιες ζώνες. Εάν θέλει η κυβέρνηση Σολτς να παίξει εποικοδομητικό ρόλο, ας πείσει την Άγκυρα να τις αποδεχθεί.
Είναι ανάγκη η Ελλάδα να επανεφεύρει τον εαυτό της στους κόλπους της Ε.Ε., ειδικά όταν οι ΗΠΑ δείχνουν ξεκάθαρα ότι είναι πρόθυμες να θυσιάσουν ελληνικά εθνικά συμφέροντα για να μην ενοχλήσουν την Τουρκία. Είναι λοιπόν ανάγκη η Αθήνα να ξεπεράσει αγκυλώσεις και βολικές αυταπάτες, να ενισχύσει την αποτρεπτική δύναμή της και μέσω στρατηγικού χαρακτήρα συνεργασιών σε διμερή βάση. Παράλληλα, το πολιτικό σύστημα οφείλει να αξιοποιήσει τα κοινοτικά δισ. για την συνολική ανάταξη της πατρίδας. Ο “πατριωτισμός της επαιτείας” πρέπει τελειώσει. Στενεύει τους εθνικούς ορίζοντες και μεταθέτει διαρκώς σε ένα απροσδιόριστο μέλλον ό,τι είναι αναγκαίο να γίνει για μια ρωμαλέα ανασυγκρότηση της Ελλάδας.