Η επόμενη ημέρα των ευρωεκλογών – Προκλήσεις και διακυβεύματα για την ΕΕ
31/05/2024Κάθε πέντε χρόνια, εν όψει ευρωεκλογών, στην Ελλάδα και στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, επαναλαμβάνεται η ίδια συζήτηση περί έλλειψης ενδιαφέροντος/δυνητικής αποχής των πολιτών και επικράτησης των εθνικών έναντι των ευρωπαϊκών θεμάτων. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για εκλογή του πλέον αντιπροσωπευτικού οργάνου και συννομοθέτη της ΕΕ που καθορίζει το επίπεδο και την ποιότητα διαβίωσης των Ευρωπαίων.
Εκείνο που δεν αναλύεται είναι τα αίτια του μειωμένου ενδιαφέροντος και των ανερχόμενων αντισυστημικών τάσεων, ιδιαίτερα μετά τη μεταναστευτική κρίση του 2015-16, που υποθάλπονται από πάσης φύσεως λαϊκισμούς και εκδηλώνονται με την άνοδο ακροδεξιών-αντιευρωπαϊκών δυνάμεων. Παραγνωρίζεται, δηλαδή, η κρίση εμπιστοσύνης των Ευρωπαίων έναντι των θεσμών και των ελίτ του ιδιότυπου –μεταξύ εθνικής και ευρωπαϊκής κυριαρχίας– ενωσιακού συστήματος και η διαιώνιση των εγγενών παθογενειών του: του παραδοσιακού δημοκρατικού και κοινωνικού ελλείμματος, αλλά και της απουσίας κοινού στρατηγικού προσανατολισμού μετά το τέλος της υπό αμερικανική ηγεμονία μεταψυχροπολεμικής εποχής.
Στις μέρες μας, η εικόνα είναι ομιχλώδης ως προς τις προοπτικές της ΕΕ, καθώς διεθνώς διανύουμε περίοδο υψηλής αβεβαιότητας, σωρευμένων κρίσεων, έντονων γεωπολιτικών ανταγωνισμών και ταχείας ανακατανομής της παγκόσμιας ισχύος σε βάρος της Δύσης και υπέρ αναδυόμενων πόλων, κυρίως των BRICS+. Tο μοναδικό μεταπολεμικό εγχείρημα υπερεθνικής συνεργασίας για ειρήνη και ευημερία στη Γηραιά Ήπειρο, αλλά και πρωταγωνιστή της διεθνούς πολυμερούς συνεργασίας, έχει προ πολλού αγγίξει τα όριά του.
Ενώπιόν του έχει ένα μετα-παγκοσμιοποιημένο, αλληλεξαρτημένο και ρηγματωμένο κόσμο μεγάλων απειλών και προκλήσεων: πολεμικές συρράξεις σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, ριζοσπαστικοποίηση και κυβερνοπόλεμος, κλιματική και ενεργειακή κρίση, ασύμμετρα δημογραφικά ζητήματα και μετακινήσεις πληθυσμών, υπερσυγκέντρωση πλούτου σε ψηφιακούς κολοσσούς και αναιμική ανάπτυξη/όξυνση ανισοτήτων, άνοδος αυταρχισμού και υποχώρηση του κοινωνικού κράτους δικαίου/δημοκρατίας.
Μικρό ανταγωνιστικό αποτύπωμα
Ως διεθνές υποσύνολο, η ΕΕ καταγράφει πλέον μικρό ανταγωνιστικό αποτύπωμα στον παγκόσμιο καταμερισμό, αδυνατώντας να προσδώσει ουσιαστικό οικονομικό και πολιτικό περιεχόμενο στη διακηρυχθείσα “στρατηγική αυτονομία” της, η οποία εξαντλείται, προσώρας τουλάχιστον, στη διατήρηση της ανθεκτικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας με πρόταγμα την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.
Βεβαίως, δεν μπορεί να υποτιμηθεί η επίδειξη ικανοποιητικών ευρωπαϊκών αντανακλαστικών για την αντιμετώπιση κάποιων κρίσεων, όπως εκείνη της πανδημίας, με τον καινοφανή κοινό δανεισμό για τη χρηματοδότηση του πολύτιμου (έως το 2026) Ταμείου Ανάκαμψης, επιβεβαιώνοντας ότι οι κρίσεις μερικές φορές αναζωογονούν την ενότητα της ΕΕ. Ωστόσο, ο καταλύτης του Ουκρανικού ανέδειξε τις δύο μείζονες, δύσκολα διαχειρίσιμες, εξαρτήσεις της: την αμυντική από ΗΠΑ/ΝΑΤΟ και την ενεργειακή από Ρωσία.
Η προηγηθείσα ενεργειακή κρίση οξύνθηκε μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, προκαλώντας πληθωριστικές πιέσεις και δυσχεραίνοντας την αναμενόμενη post-covid ανάκαμψη. Η δε αρχική συστράτευση απέναντι στον εισβολέα ακολουθήθηκε από αμφιταλαντεύσεις, “κόπωση” και διαφοροποιήσεις των κρατών-μελών ως προς μία κοινή ευρωατλαντική αντιμετώπισή του.
Εν μέσω απομείωσης της δυτικής ισχύος και σινορωσικής προσέγγισης, με τη Ρωσία να επιδιώκει να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη της Ευρασίας, την Κίνα να έχει ήδη αναδυθεί σε παγκόσμια οικονομική-τεχνολογική υπερδύναμη (παρ)ακολουθούμενη από την πολυπληθέστερη Ινδία και τον λεγόμενο Παγκόσμιο Νότο να μετατρέπεται σε πεδίο νέων ανταγωνισμών, η έλλειψη προορατικού σχεδιασμού και κοινής πλοήγησης της ΕΕ πηγάζει από αναπάντητα θεμελιώδη προαπαιτούμενα και ταυτοτικά διλήμματα. Αυτά μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σχηματικά σε τρία πεδία:
Στο γεωπολιτικό πεδίο
Στο γεωπολιτικό πεδίο, ως διακύβευμα ιστορικο-πολιτισμικών διαστάσεων, αναδεικνύεται η εμμονή ή μη στη “στρατηγική ήττα” της Ρωσίας. Στην πρώτη περίπτωση ακόμα και με στρατιωτική εμπλοκή ευρωπαϊκών χωρών στην Ουκρανία, καθώς και ο προσδιορισμός της θέσης της Ρωσίας στο ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας, υπό το φως, μάλιστα, του σεναρίου για διατλαντικό ρήγμα από πιθανή επιστροφή Τραμπ στην εξουσία.
Πέραν της συναίνεσης για ενίσχυση των αμυντικών ικανοτήτων (βιομηχανίας) της ΕΕ, αμηχανία επικρατεί ως προς τον βαθμό αυτονόμησης από το ΝΑΤΟ της “κοινής” αμυντικής πολιτικής, ιδιαίτερα μετά την εισαγωγή εσχάτως στο ευρωπαϊκό λεξιλόγιο της “οικονομίας του πολέμου”, δηλαδή της στρατιωτικοποίησης. Όταν, μάλιστα, τα κράτη-μέλη αδυνατούν να συνεννοηθούν στην έκδοση οικείου ευρωομολόγου. Δεν είναι μόνο η γνωστή κακοφωνία σχετικά με το Μεσανατολικό.
Ακόμα και σε πιο βατά θέματα, όπως οι σχέσεις με τον ασταθή ανατολικό και νοτιοανατολικό περίγυρο, όπου αναπτύσσονται αναθεωρητικές δυνάμεις και διακυβεύονται ζωτικά ευρωπαϊκά συμφέροντα, η ΕΕ δυσκολεύεται να λειτουργήσει ως αποτελεσματικός πάροχος ασφάλειας. Η νέα δυναμική της διεύρυνσης προς Ουκρανία, Μολδαβία και Γεωργία, παράλληλα με τους υποψήφιους των Δυτικών Βαλκανίων, προσκρούει σε προβλήματα προσαρμογής των ενδιαφερομένων χωρών στο ενωσιακό κεκτημένο, σε αντιτιθέμενες επιδιώξεις των κρατών-μελών, καθώς και στην απορροφητική δυνατότητα της ΕΕ.
Αυτή προϋποθέτει, κατά την κυρίαρχη άποψη, αν όχι την εμβάθυνση, τουλάχιστον τη θεσμική της μεταρρύθμιση. Όμως, η προοπτική να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα μια ΕΕ έως και 36 κρατών-μελών μέσω της επέκτασης της ειδικής πλειοψηφίας, έως και κατάργησης της ομοφωνίας, αλλά και γενίκευσης των διαφοροποιημένων μορφών ολοκλήρωσης (πολλές ταχύτητες), δεν συγκεντρώνει την ευρύτερη υποστήριξη.
Στο γεωοικονομικό πεδίο
Στο γεωοικονομικό πεδίο, η ΕΕ οφείλει να επεξεργασθεί τη στρατηγική της για μείζονες και εν πολλοίς αντιφατικές πτυχές του εμπορικού-οικονομικού και τεχνολογικού πολέμου Κίνας-ΗΠΑ, απαντώντας σε κρίσιμα ερωτήματα: Αποτελεί η Κίνα οικονομικό εταίρο ή συστημικό αντίπαλο; Πώς μεθοδεύει τη βιομηχανική της πολιτική έναντι του ανερχόμενου προστατευτισμού αμφοτέρων των δύο ισχυρών δρώντων; Θα παραμείνει αδιάφορη απέναντι στην καταστρατήγηση των κανόνων των ελεύθερων συναλλαγών του ΠΟΕ και των διεθνώς υιοθετηθέντων κλιματικών στόχων και περιβαλλοντικών προτύπων; Ή θα προσανατολισθεί προς κάποιες μορφές προστασίας του αιμορραγούντος δευτερογενούς τομέα αλλά και του απομειούμενου πρωτογενούς, ο οποίος πλήττεται από φθηνές –λόγω αδασμολόγητου καθεστώτος και άνευ περιβαλλοντικών όρων παραγωγής– εισαγωγές αγροτικών προϊόντων από αναπτυσσόμενες χώρες;
Παράλληλα, εντός της ΕΕ, πρέπει να αντιμετωπισθούν πρακτικές κρατικών ενισχύσεων μεγάλων χωρών που στρεβλώνουν την ενιαία αγορά σε βάρος της ανταγωνιστικότητας των μικρότερων χωρών. Σε ό,τι δε αφορά το αναπτυξιακό μοντέλο της ευρωπαϊκής οικονομίας, η ατελής απάντηση στην παγκοσμιοποίηση που είχε δοθεί με την ΟΝΕ χρήζει συμπληρώματος στο οικονομικό σκέλος. Είναι εφικτή η διαμόρφωση ευρωπαϊκού ανταγωνιστικού πόλου διεθνώς και η αποτελεσματική διαχείριση των μεγάλων προκλήσεων με τις υφιστάμενες μονομερείς και περιοριστικές πολιτικές; Δηλαδή, χωρίς κοινή δημοσιονομική και κοινωνική πολιτική, χωρίς σημαντικά υψηλότερους ίδιους πόρους, πιο αναδιανεμητικό κοινοτικό προϋπολογισμό και χωρίς περαιτέρω ενίσχυση της συνοχής-πραγματικής σύγκλισης. Κι αυτό, όταν οι διαθέσιμοι πόροι μετατοπίζονται σταδιακά από τον στόχο της μείωσης των διαπεριφερειακών-διακρατικών αποκλίσεων σε οριζόντιες πολιτικές και δράσεις, όπως η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.
Στο πολιτισμικό πεδίο
Στο τρίτο, αλλά εξίσου πρωταρχικής σημασίας, πεδίο της πολιτισμικής ταυτότητας των ευρωπαϊκών κοινωνιών, η ΕΕ βρίσκεται ενώπιον της πρόσθετης κρίσης του “πολυπολιτισμικού” υποδείγματος, του οποίου υπήρξε υπέρμαχος. Ήδη από τη δεκαετία του 1990, στον ενθουσιασμό του μαθητή Φουκουγιάμα περί “τέλους της ιστορίας”, ο δάσκαλος Χάντιγκτον αντέτεινε τη “σύγκρουση των πολιτισμών”, αμφισβητώντας την αντοχή της ειρηνικής συνύπαρξης ετερογενών πολιτισμικών συστημάτων.
Στο μεταξύ, οι προσφυγικές-μεταναστευτικές ροές που αναμένεται να αυξηθούν τα επόμενα έτη, σε συνδυασμό με την έξαρση του ισλαμικού εξτρεμισμού έχουν προκαλέσει παρενέργειες στο αξιακό κεκτημένο της δυτικής πλουραλιστικής δημοκρατίας. Έτσι, ενώ αναγνωρίζεται ευρέως η συμβολή των νόμιμων μεταναστών στην επίλυση του μείζονος προβλήματος της γήρανσης του ευρωπαϊκού πληθυσμού (αναγκαία ενίσχυση της αγοράς εργασίας), οι απόψεις διίστανται σε λοιπές σύνθετες πτυχές, κυρίως ως προς τις μεθόδους αποτροπής της παράτυπης μετανάστευσης, κατανομής και ένταξης των εισερχομένων στην ΕΕ.
Σε κάθε περίπτωση, δοκιμάζεται η ανθεκτικότητα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, καθώς τα διογκούμενα μεταναστευτικά κύματα έχουν τροφοδοτήσει τον φόβο και την πολιτισμική ανασφάλεια, τα οποία, μαζί με τον επιμένοντα πληθωρισμό δημοσκοπούνται ως εκ των βασικών αιτιών της ανόδου της Ακροδεξιάς. Συνεπώς, πρέπει να επανεκτιμηθούν τα στοιχεία του λεγόμενου ευρωπαϊκού τρόπου ζωής, πέραν των θεσμικών αναγωγών του στα πολιτισμικά αγαθά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της κοινωνικής αλληλεγγύης, με τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης ελευθερίας-ασφάλειας και το σεβασμό εκάστης εθνικής πολιτισμικής ιδιαιτερότητας.
Άνοδος της Ακροδεξιάς
Ενώ τα κράτη-μέλη διχάζονται στα παραπάνω υπαρξιακά ζητήματα, η 4η βιομηχανική επανάσταση (ψηφιοποίηση και Τεχνητή Νοημοσύνη) αναγορεύεται σε επιταχυντή της μετάβασης σε νέα παγκόσμια τάξη, ενδεχομένως και σε βραχυ-μεσοπρόθεσμη αταξία. Η ευθύνη ενός ανταγωνιστικού και συγχρόνως ανθρωποκεντρικού ψηφιακού υποδείγματος βαραίνει επίσης τις ευρωπαϊκές πλάτες. Όμως και σε επίπεδο υπερεθνικών πολιτικών ομάδων, που συγκλίνουν σε ένα φιλοευρωπαϊκό λόγο (Συντηρητικοί, Σοσιαλιστές, Φιλελεύθεροι, Πράσινοι…), τα εκλογικά τους μανιφέστα περιορίζονται σε γενικόλογες διακηρύξεις, χωρίς εξειδικευμένες προγραμματικές θέσεις.
Το πολιτικό ενδιαφέρον εστιάζεται πλέον στην ανοδική τροχιά της Ακροδεξιάς, η οποία προβλέπεται να αναδειχθεί σε πρώτη δύναμη σε αρκετά κράτη-μέλη. Παρά την ανομοιογένειά της, μάλιστα, ενδεχομένως να συγκροτήσει έναν ισχυρό αντιευρωπαϊκό συνασπισμό στο νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκτοπίζοντας από την τρίτη θέση την ομάδα των Φιλελεύθερων-Κεντρώων (Renew Europe), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους νέους συσχετισμούς και συνεργασίες στη λήψη αποφάσεων.
Ο Πρόεδρος Μακρόν, προσφάτως, έθεσε ωμά το διακύβευμα μιλώντας για “θνητή” ΕΕ. Αφήνοντας κατά μέρος το γεωπολιτικό όραμα της “στρατηγικής αυτονομίας” που είχε αναπτύξει το 2017, πρότεινε μια ρεαλιστική συνέργεια του εθνικού με το ευρωπαϊκό για την αντιμετώπιση των προκλήσεων. Έθεσε, μάλιστα, την πυρηνική δύναμη της Γαλλίας στην υπηρεσία της ευρωπαϊκής άμυνας. Την επομένη των Ευρωεκλογών, εκ των πραγμάτων, η συζήτηση για τις προοπτικές της ΕΕ ανοίγει μετ’ επιτάσεως. Η πλειονότητα των μετα-νεωτερικών πολιτικών ηγεσιών υπολείπεται των περιστάσεων. Δεν υφίστανται φιλόδοξα σχέδια διαπραγμάτευσης για ένα ποιοτικό άλμα της ΕΕ.
Από την άλλη πλευρά, ακόμα και η επιβίωσή της, δεν μπορεί να διασφαλισθεί με τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις των Βρυξελλών, τις εθνικές συναιρέσεις στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή ή/και τις υπεραπλουστευτικές προτάσεις ενός ρηχού ευρωπαϊσμού (π.χ. πλήρης κατάργηση της ομοφωνίας για κάθε νόσο). Δεδομένου του μεγέθους των κοινών προκλήσεων που δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν σε εθνικό επίπεδο, η ΕΕ και τα κράτη-μέλη χρειάζεται να μπουν στη βάσανο εμβριθούς στρατηγικής ανάλυσης και διατύπωσης νέου αφηγήματος με καινοτόμες και ρεαλιστικές προτάσεις που να προσιδιάζουν στην ιδιοσυστασία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Αυτό ισχύει, κατά μείζονα λόγο, για την προετοιμασία των μικρότερων χωρών, των οποίων η ευρωπαϊκή πολιτική είναι ζωτικότερου ενδιαφέροντος και οι οποίες καλούνται να λειτουργήσουν σε απαιτητικότερο περιβάλλον ρευστών συμμαχιών. Η Ελλάδα προτάσσει ένα σταθεροποιητικό ρόλο στην ευαίσθητη περιοχή της, αλλά και επιδιώκει τη σύγκλιση των επιδόσεών της με τους κοινοτικούς μέσους όρους, μετά την τραυματική εμπειρία των Μνημονίων, λόγω των δικών της, αλλά και των ευρωπαϊκών αβελτηριών.