Η στρατηγική νίκη της Δεξιάς δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία…
27/06/2023Γράφει ο Εμμανουήλ Μαυροζαχαράκης *
Ο θρίαμβος της Δεξιάς στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2023 είναι γεγονός και συνοδεύεται από μία σημαντική πτώση της Αριστεράς, όπως εκφράζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι προφανές ότι όλες οι παρατάξεις, κυρίως της Ακροδεξιάς που αφομοίωσαν τον αόριστο αφοριστικό πολιτικό λόγο μαζί με θεωρίες συνωμοσίας, παρουσίασαν σημαντική άνοδο μπαίνοντας στην Βουλή. Μικρή άνοδο παρουσίασε και το ΚΚΕ το οποίο επίσης περιορίζεται στην αφοριστική καταγγελία και στην διαμαρτυρία κατά του καπιταλισμού σε όλες τις εκδοχές του. Μία άνοδο παρουσίασε και το κεντροαριστερό ΠΑΣΟΚ, παραμένοντας ωστόσο μακριά από τις ένδοξες εποχές του.
H ΝΔ θριάμβευσε διότι κινήθηκε γύρω από τον στόχο της διασφάλισης της οικονομικής ανάπτυξης και της πολιτικής σταθερότητας, καθώς η Ελλάδα ανακάμπτει σταδιακά από τη βίαιη οικονομική κρίση που διήρκεσε σχεδόν μια δεκαετία. Με την οικονομία να ανακάμπτει μετά από χρόνια οικονομικής ύφεσης, το φιλικό προς τις επιχειρήσεις, δεξιό κόμμα της ΝΔ ξεπέρασε τις αμφιβολίες σχετικά με την υποτιθέμενη αυταρχική διολίσθησή του και πέτυχε μια σαρωτική νίκη, κατατροπώνοντας κυριολεκτικά τον ΣΥΡΙΖΑ.
Από τότε που ανέλαβε την εξουσία το 2019, η ΝΔ, κυβέρνησε την Ελλάδα με μια τεχνοκρατική προσέγγιση φιλική προς τις επιχειρήσεις, ώστε να γίνει η Ελλάδα πιο φιλική προς τους ξένους επενδυτές, ενώ επιχείρησε και έναν εξορθολογισμό της γραφειοκρατίας μέσω ψηφιοποίησης και νέων τεχνολογιών. Είναι γεγονός ότι γενικότερα οι αγορές ανταποκρίθηκαν θετικά στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, με αποτέλεσμα να καταγράφονται στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια θετικές οικονομικές τάσεις, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης της ανεργίας μέσω επισφαλούς και χαμηλόμισθης εργασίας και της υψηλότερης ανάπτυξης.
Σημειωτέον, ότι τάσεις ανάκαμψης παρουσιάστηκαν και επί της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ειδικότερα από την στιγμή που κατέστη προφανές ότι η αριστερή κυβέρνηση εξυγίανε αντί να εξογκώσει, τον προϋπολογισμό του κράτους. Επομένως, η νίκη της Δεξιάς δεν στηρίζεται αποκλειστικά σε πολιτικές δεξιότητες των στελεχών και πολιτικών της, αλλά και στην συγκυρία, αφού η Ελλάδα ξεπέρασε σταδιακά την αυστηρή λιτότητα που της επιβλήθηκε από την ΕΕ ως υπερχρεωμένη χώρα και ανακάμπτει από μία οικονομική ύφεση, από τις χειρότερες που έχει υποστεί ποτέ μια δυτική οικονομία σε καιρό ειρήνης.
Οικονομία και ασφάλεια
Είναι προφανές ότι η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας επέδρασε σημαντικά στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων, παρά το γεγονός ότι πολλοί δεν ένοιωσαν τα οφέλη από αυτή την εξέλιξη. Ενδεχομένως οι ψηφοφόροι θεώρησαν ότι η παραμονή της ΝΔ στην εξουσία αποτελεί εγγύηση για τη συνέχιση αυτής της ανάκαμψης, αποφέροντας ενδεχομένως οφέλη για όλους στο μέλλον. Πολλοί ψηφοφόροι που ανήκουν στον κεντρώο, κεντροαριστερό και αριστερό χώρο, θεώρησαν την ΝΔ ως μη χείρον βέλτιστον, έχοντας κατά νου εποχές της απόλυτης πολιτικής αστάθειας, κλεισμένων τραπεζών, ακυβερνησίας, βίαιων εκδηλώσεων διαμαρτυρίας κοκ.
Παράλληλα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προώθησε μια εθνική ατζέντα με σκληρή γλώσσα κατά των επιθετικών ενεργειών της γειτονικής Τουρκίας, ενώ σχεδόν εθνικιστική ήταν η στάση της ΝΔ όσον αφορά την κατασκευή ενός συνοριακού τείχους για να κρατήσει τους πρόσφυγες μακριά από την χώρα και τη σκληρή μεταχείριση των μεταναστών που προσπαθούν να φτάσουν στην Ελλάδα με βάρκες. Εν κατακλείδι, η ΝΔ προβλήθηκε επιτυχώς ως εκπρόσωπος της σταθερότητας και εξίσου επιτυχώς πρόβαλε τον ΣΥΡΙΖΑ ως εκφραστή του χάους, βοηθούμενη σαφώς από κάποιες ατυχείς δηλώσεις πρωτοκλασάτων στελεχών του κόμματος του κ. Τσίπρα.
Η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ
Σίγουρα η πρώτη κυβερνητική θητεία της κυβέρνησης Μητσοτάκη επισκιάστηκε από το λεγόμενο “Watergate της Ελλάδας”, ένα σκάνδαλο υποκλοπών σε πολιτικούς αντίπαλους, συμπεριλαμβανομένου του ηγέτη του ΠΑΣΟΚ, δημοσιογράφων, στρατιωτικών, μελών της κυβέρνησής από την εθνική υπηρεσία πληροφοριών. Εντούτοις, οι Έλληνες ψηφοφόροι έδειξαν σε μεγάλο βαθμό αδιαφορία για το σκάνδαλο. Από την άλλη πλευρά δεν υπήρχε θετική ατζέντα από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό σημαίνει ότι το κόμμα της Αριστεράς επικεντρώθηκε σε σημεία κριτικής απέναντι στην ΝΔ χωρίς να παρουσιάζει ένα συγκροτημένο προγραμματικό σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλε τον άθλιο ισολογισμό της δεξιάς κυβέρνησης απέναντι στην πανδημία με σχεδόν 37.000 θανάτους από τον κορονοϊό σε έναν πληθυσμό 10 εκατομμυρίων, κατήγγειλε το σκάνδαλο υποκλοπών και την τραγική μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών που συρρικνώθηκε κατά 7,4% μόνο το 2022, την εγκατάλειψη του συστήματος υγείας, τον χρόνιο νεποτισμό και τη διαφθορά και τους ατυχείς κυβερνητικούς χειρισμούς στο καταστροφικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη με 57 νεκρούς.
Ενώ υπήρχαν αρκετοί λόγοι για να τιμωρήσουν οι ψηφοφόροι τη ΝΔ, αντ’ αυτού όμως γύρισαν την πλάτη τους στον ΣΥΡΙΖΑ. Ένας από τους λόγους είναι ότι η συγκρουσιακή στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ που στόχευε στα λάθη και τις αποτυχίες της κυβέρνησης Μητσοτάκη, δεν συνδυάστηκε με ένα πειστικό πρόγραμμα. Πάνω απ’ όλα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεκαθάρισε ποτέ πώς θα διασφάλιζε μία στέρεα χρηματοδότηση των πρόσθετων κρατικών δαπανών που διεκδικούσε και πως θα δρομολογούσε μία νέα πορεία ανάπτυξης για την χώρα.
Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να δείξει στους ψηφοφόρους πιθανούς εταίρους συνασπισμού με τους οποίους θα μπορούσε να εκτοπίσει την Δεξιά. Ο “συνασπισμός προοδευτικών δυνάμεων” που πρότεινε ο κ. Τσίπρας δεν βρήκε ανταπόκριση. Τόσο το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ, όσο και το ΜέΡΑ 25, του Γιάνη Βαρουφάκη, αρνήθηκαν την συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το παραδοσιακό ΚΚΕ προτιμά ούτως ή άλλως να παραμείνει στο περιθώριο.
Η άνοδος και η πτώση
Υπό αυτό το πρίσμα, η εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί ούτε “τεκτονικό” γεγονός, ούτε πολιτικό σεισμό. Στην πραγματικότητα, η μαζική φυγή ψηφοφόρων προς τη ΝΔ κινήθηκε στα πλαίσια του αναμενόμενου και υπήρξε σοκαριστική μόνο για κάποιους εθελοτυφλούντες αριστερούς που έβλεπαν την ΝΔ στον δρόμο της ήττας. Η αύξηση για το ΠΑΣΟΚ επίσης δεν αποτέλεσε έκπληξη. Πάντως και οι δύο εξελίξεις φαίνεται να επιβεβαιώνουν κατά μία έννοια τη θεωρία ορισμένων σχολιαστών ότι η άνοδος της Αριστεράς αποτέλεσε μόνο προϊόν της κρίσης και ότι οι μέρες της είναι μετρημένες με το τέλος της κρίσης.
Προφανώς αυτή την άποψη περιέχει ένα μέρος δυσάρεστης αλήθειας για τον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή ότι η άνοδος του βασίστηκε σε μια σταθερή βάση ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι αποτελούσαν τα δύο τρίτα και πλέον των οπαδών του. Το σημερινό ΠΑΣΟΚ έχει ξανακερδίσει ένα μέρος αυτού του εκλογικού σώματος και φυσικά θέλει και το υπόλοιπο. Αν το πετύχει, ο ΣΥΡΙΖΑ θα συρρικνωθεί και πάλι στο κόμμα του 5% που ήταν πριν από την έναρξη της κρίσης. Ωστόσο, η πορεία πτώσης του ΣΥΡΙΖΑ δεν απεικονίζεται σε καμία περίπτωση ως φυσική εξέλιξη, αλλά βασίζεται σε λάθη και παραλείψεις της κομματικής του ηγεσίας.
Ο καθοριστικός παράγοντας ήττας ήταν η έλλειψη συγκεκριμένης ανταγωνιστικής οικονομικής ατζέντας ανάπτυξης απέναντι στην ΝΔ, η αοριστολογία και ο ρητορικός βερμπαλισμός που συνδυαστικά οδήγησαν στην “απώλεια του κέντρου”, το οποίο ως γνωστόν αποτελεί ένα κρίσιμο εκλογικό φάσμα που κρίνει μεταξύ νίκης και ήττας. Οι ψηφοφόροι που ανήκουν στο πολιτικό κέντρο πήγαν πλειοψηφικά στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ. Η αποτυχία της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ είναι εμφανής και σε κοινωνικό επίπεδο. Εδώ, το κόμμα υπέστη τις μεγαλύτερες απώλειες μεταξύ των τάξεων και των επαγγελματικών ομάδων που ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρούσε ότι στέγαζε, από τη μία πλευρά, τους “φτωχούς και μη προνομιούχους”, και από την άλλη, τις σημαντικές ομάδες της μεσαίας τάξης.
*Ο Εμμανουήλ Μαυροζαχαράκης είναι Δρ. Πολιτικής Επιστήμης