Ήταν έτοιμος ο ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει το 2015; – Ένα λάθος ερώτημα

Ήταν έτοιμος ο ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει το 2015; - Ένα λάθος ερώτημα, Βασίλης Ασημακόπουλος

«Το προφητεύειν, εάν δεν είναι ανέμελο παιχνίδισμα, αλλά γίνεται με προσοχή και μέθοδο, αποτελεί μιαν απαραίτητη δραστηριότητα για κάθε σκεπτόμενο πολιτικό που θέλει να βλέπει μακριά» Καρλ Κάουτσκυ, Ο Δρόμος προς την Εξουσία

Τις τελευταίες μέρες ένα μέρος του δημοσίου λόγου αναλώθηκε στο αν και κατά πόσο ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν έτοιμος να κυβερνήσει το 2015. Η συζήτηση προκλήθηκε από δηλώσεις κεντρικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, στο πλαίσιο δημοσίων εκδηλώσεων ή και τηλεοπτικών αναφορών αποτίμησης της κυβερνητικής εμπειρίας. Ο διάλογος αυτός έχει διάφορα επίπεδα και στοχεύσεις. Το ένα είναι η εσωτερική συζήτηση στον ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ αναγκαίου απολογισμού, αναδιάταξης δυνάμεων στην πορεία προς το 3ο συνέδριο και εξαγγελόμενης κομματικής διεύρυνσης.

Ένα άλλο επίπεδο είναι η κομματική αντιπαράθεση και η “ευκαιρία” που θεωρεί ότι έχει το κυβερνών κόμμα να μεταθέσει την ημερήσια διάταξη, σ’ ένα τηλεοπτικό-δημοσιογραφικό περιβάλλον, το οποίο αυτή την περίοδο φαίνεται να ελέγχει. Ήταν, λοιπόν, πράγματι έτοιμος ο ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει τον Ιανουάριο 2015; Πρόκειται –κατά τη γνώμη μου– για λάθος ερώτημα, για ένα ερώτημα που κινείται στο δοσμένο πεδίο του κυβερνητισμού, μιας δέουσας τεχνοκρατικής επάρκειας, της εναλλαγής κομμάτων σε μια “κανονική” εποχή κ.α.

Εν ολίγοις αφαιρείται από τη συζήτηση το ιστορικό πλαίσιο της εποχής, ο συγκεκριμένος χωροχρόνος και επομένως η κυρίαρχη αντίθεση, που δεν ήταν μια εναλλαγή δικομματισμού, όπως ήταν λ.χ. στις πρόσφατες εκλογές. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν έπρεπε να γίνουν πρόωρες εκλογές τον Ιανουάριο 2015 και όχι από την οπτική της αναζήτησης του επιπέδου κυβερνητικής ετοιμότητας του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίστοιχο ερώτημα είναι αν έπρεπε να γίνουν πρόωρες εκλογές τον Οκτώβριο 2009. Τα ερωτήματα δεν κινούνται στη σφαίρα του “αν”. Στόχος δεν είναι η συγγραφή μιας εναλλακτικής ιστορίας.

Η μετατόπιση του ερωτήματος της συζήτησης είναι αναγκαία, προκειμένου να είναι παραγωγική, να φωτίσει τους όρους κίνησης του πολιτικού συστήματος και να συμβάλει στην ανάκτηση ενός ερμηνευτικού σχήματος, υπερβαίνοντας τη διπολική διαλεκτική. Η τελευταία δεν αναφέρεται τόσο την εγχώρια δυναμική των ανταγωνιστικών σχέσεων εκπροσώπησης, αλλά είναι νομιμοποιητική των γραφειοκρατιών της εστίας ενιαίου κόμματος του κράτους για να δανειστώ τον πουλαντζικό όρο. Δηλαδή, ως υλική-θεσμική συμπύκνωση των κοινωνικών συσχετισμών, κυρίως όμως ως εσωτερίκευση των γεωπολιτικών-ιμπεριαλιστικών πολλαπλών εξαρτήσεων.

Γι’ αυτό και οι πολίτες δεν “τσίμπησαν” κατά βάση σε διχαστικούς “από τα πάνω” λόγους. Οι εθνικολαϊκές εγκλήσεις αποδείχθηκαν περισσότερο ηγεμονικές. Το αίτημα ήταν η ενότητα (ή η εν αντιθέσει ενότητα) και όχι η αναπαραγωγή του εμφυλίου. Στο σημείο αυτό η ανυπαρξία ουσιαστικά ανταγωνιστικού-εναλλακτικού πόλου στο διεθνοπολιτικό επίπεδο έθεσε συγκεκριμένα όρια.

Ο τακτικισμός του ΠΑΣΟΚ το 2009

Την περίοδο 2008-9 η διεθνής οικονομική κρίση βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Τα δίδυμα ελλείμματα (δημοσιονομικό και εμπορικό) σε έξαρση, η ανοδική τάση του ιδιωτικού χρέους, η σαφής συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής, το ήδη εκχωρημένο το εργαλείο της νομισματικής πολιτικής, όλα αυτά καταδεικνύουν την αποτυχία της πορείας της Ελλάδας στην περίοδο της παγκοσμιοποίησης.

Το εκσυγχρονιστικό σχήμα καταρρέει και η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Σε αντίθεση με τα χρόνια της κρίσης, όπου οι πολίτες έδειξαν μεγαλύτερο επίπεδο ευθύνης από τις κομματικές ηγεσίες, στα χρόνια της “φούσκας” αυτό δεν συνέβη. Οι ελάχιστες φωνές που προειδοποιούσαν τέθηκαν εκτός δημόσιας σφαίρας. Η αδυναμία, ίσως και ανευθυνότητα, ήταν μάλλον ολική, ή πάντως σαφώς πλειοψηφική.

Την άνοιξη του 2009, η τότε αξιωματική αντιπολίτευση (ΠΑΣΟΚ) αρνήθηκε την πρόταση της τότε κυβέρνησης (ΝΔ) να “βάλει πλάτη” προκειμένου να ληφθούν αναγκαία δημοσιονομικού τύπου μέτρα για την αντιμετώπιση της επερχόμενης οικονομικής κρίσης. Το ΠΑΣΟΚ, κινούμενο στη δικομματική λογική, επικαλέστηκε τα περί αναγκαιότητας να φύγει «η καταστροφική κυβέρνηση Καραμανλή». Δήλωσε, λοιπόν, ότι δεν θα συναινέσει στην εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας την άνοιξη του 2010, προκειμένου να επιτύχει πρόωρες εκλογές.

Δεν αντιλήφθηκε(;) ότι η χώρα σταδιακά αποσταθεροποιούνταν από την κίνηση του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου και δεν θα ανασχεθεί η τάση από τη μικροκομματική συντόμευση ενός εκλογικού κύκλου. Η συνέχεια είναι γνωστή. Και για τη χώρα και για το συγκεκριμένο κομματικό σχηματισμό. Μνημονιακή υπαγωγή και pasokification, σύμφωνα με τη διεθνή ορολογία που καθιερώθηκε στην πολιτική επιστήμη.

Η ώρα του ΣΥΡΙΖΑ

Μετά τις ευρωεκλογές του 2014, η τότε αξιωματική αντιπολίτευση (ΣΥΡΙΖΑ) δηλώνει επισήμως ότι δεν θα συναινέσει στην εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, την άνοιξη του 2015 και συνεπώς κινείται στη στρατηγική της συγκέντρωσης 121 βουλευτών. Το επιχείρημα, ίδιο με το αντίστοιχο του 2009, στο πλαίσιο μιας τυπικής δικομματικής εναλλαγής, με ρητορεία περί καταστροφικής κυβέρνησης Σαμαρά. Δεν υπήρχε λαϊκή-ενεργητική απαίτηση για πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά. Υπήρχε παθητική αναμονή, “ανάθεση” σύμφωνα με την κομματική ορολογία της εποχής.

Οι συγκρουσιακές αντιμνημονιακές στιγμές που ήταν πολλές, αδιαμεσολάβητες και μαζικές, αφορούσαν την περίοδο 2010-2012. Τελευταία ήταν η ΕΡΤ τον Ιούνιο 2013. Ο πολιτικός βολονταρισμός, η εξουσιαστική λογική και ενδεχομένως μια εκτίμηση-φόβος ότι μπορεί η κυβέρνηση Σαμαρά να υπερβεί την καθοδική της τροχιά αν κλείσει την αξιολόγηση, καθοδήγησαν τις επιλογές της Κουμουνδούρου.

Η απόφαση επιβολής πρόωρων εκλογών από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ οδήγησε το ευρω-γερμανικό επιτελείο στην αποδοχή του αναπόφευκτου, δηλαδή του σχηματισμού κυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ. Σκληραίνει, λοιπόν, τη στάση του απέναντι στην κυβέρνηση Σαμαρά το δεύτερο εξάμηνο του 2014 και ουδόλως παρεμβαίνει στην προεκλογική περίοδο του Ιανουαρίου 2015, σε αντίθεση λ.χ. με τις εκλογές του Ιουνίου 2012, ή με το δημοψήφισμα του 2015. Στόχος του να αντιμετωπίσει την κυβέρνηση Τσίπρα και να την έχει “τελειώσει” ως παράδειγμα εναλλακτικού δρόμου πριν τις εκλογές στην Ισπανία, δείχνοντάς την ως αντιπαράδειγμα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έπρεπε να επισπεύσει τον πολιτικό χρόνο, όχι για να κάνει η κυβέρνηση Σαμαρά τη “βρώμικη δουλειά”, όπως κυνικά ειπώθηκε, αλλά έπρεπε να συναινέσει στην εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας. Αυτή θα ήταν η ιδανική επιλογή για τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς είχε τη θέση για αλλαγή του συσχετισμού πανευρωπαϊκά και παράλληλα είχε χρονικά τη δυνατότητα να αναμένει να προηγηθούν οι εκλογές στην Ισπανία. Στην Ισπανία, μια μεγάλη χώρα με πολλά όμως προβλήματα, θα γίνονταν εκλογές το φθινόπωρο του 2015, όταν οι αριστεροί Ποδέμος βρίσκονταν σε άνοδο. Συνεπώς, έπρεπε να τα βρει με τη ΝΔ στο ζήτημα του Προέδρου της Δημοκρατίας με πολιτικά-θεσμικά ανταλλάγματα.

Ο πόλεμος ελιγμών του ΣΥΡΙΖΑ

Θα μπορούσε στην περίπτωση αυτή να ζητήσει την έναρξη της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος και τη συμφωνία στα υπό αναθεώρηση άρθρα, έχοντας τη δυνατότητα να καθορίσει το περιεχόμενό τους στην Βουλή που θα προέκυπτε. Υπήρχε έτοιμη πρόταση, διαμορφωμένη στα βασικά της σημεία, κυρίως για τα εργασιακά και το πολιτικό σύστημα από το 2013. Το πόσο σημαντικό θα ήταν αυτό, φαίνεται τώρα με το ακροφιλελεύθερο νομοθέτημα “Επενδύω στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις”, ιδίως για τις εργασιακές ρυθμίσεις που προβλέπει.

Ο ΣΥΡΙΖΑ προέκρινε τότε μια τακτική πολέμου ελιγμών, αντί μιας τακτικής συνδυασμού πολέμου θέσεων και ελιγμών, μιλώντας με γκραμσιανούς όρους. Αυτά, δεν είναι διδάγματα της εκ των υστέρων σοφίας. Ειπώθηκαν και την περίοδο 2014-5, τόσο εντός, όσο και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ήταν φωνές στην απομόνωση. Οι αποφασίζοντες είχαν λογική στενού δικομματικού ανταγωνισμού, κυβερνητισμού.

Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Η αντιφατική γραμμή “καταγγελία του μνημονίου εντός Ευρωζώνης” έδειξε τα όρια της. Ο Βαρουφάκης υπήρξε ο ιδανικός εκφραστής της συγκεκριμένης αντίφασης και ο ΣΥΡΙΖΑ υπόγραψε το δικό του μνημόνιο. Οι Ποδέμος οδηγήθηκαν σε ραγδαία υποχώρηση και το σήμα που δόθηκε στις ευρωπαϊκές κοινωνίες δια του “ελληνικού παραδείγματος” ήταν ότι δεν υπάρχει εναλλακτικός-αριστερός δρόμος. Οι αρνητικές συνέπειες ήταν σοβαρές, μακροχρόνιες και πολυεπίπεδες για τις κυριαρχούμενες κοινωνικές τάξεις στην Ευρώπη.

Την περίοδο της παγκοσμιοποίησης, οι κομματικοί σχηματισμοί ή έχουν μια εγχώρια-εθνική ματιά, μέσα από τις σχέσεις εκπροσώπησης των κοινωνικών τους δυνάμεων σε μια γραμμή αυτονομίας, ή θα είναι υφιστάμενοι των δυναμικών της υπερ-ιμπεριαλιστικής κίνησης. Αυτή είναι η σημασία της συζήτησης για το 2015, ένα δίδαγμα από το παρελθόν, καθώς το αίτημα της αυτονομίας παραμένει ζητούμενο και επίκαιρο.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι