Κράτος, αγορά και κοινωνία των πολιτών
19/03/2024H εποχή του ισχυρού ρυθμιστικού κράτους με διευρυμένες κοινωνικές λειτουργίες που στόχευαν στην εξομάλυνση της κοινωνικής ανισότητας παρήλθε. Μια αξιοσημείωτη μεταστροφή προς συντηρητικές πολιτικές στην Ευρώπη συντελέστηκε από το 1980 η οποία ενισχύθηκε από την εξασθένιση της οικονομικής ανάπτυξης, την κρίση της εθνικοποιημένης βιομηχανίας, την εδραίωση της βασικής ανεργίας και την συμπίεση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης.
Ταυτόχρονα, αποδυναμώθηκαν οι παραδοσιακοί ταξικοί δεσμοί και δρομολογήθηκε η μεταμόρφωση των παλαιών κοινωνικών στρωμάτων σε ρευστές ομάδες συμφερόντων, εδραιωμένων σε επιμέρους συμφέροντα, ατομικές προσδοκίες και ελαστικές πολιτικές πεποιθήσεις. Η αλληλεγγύη και οι κοινωνικοί δεσμοί έπαψαν να καθορίζονται από την κοινωνική θέση. Ο ατομικισμός κυριάρχησε. Εντούτοις, οι κομματικές δομές, ιδίως της Αριστεράς εξελίχθηκαν ασύμμετρα υπό την έννοια ότι δεν ακολούθησαν τις κοινωνικές αλλαγές.
Οι παρωχημένες μορφές λειτουργίας και κοινωνικοποίησης των αριστερών κομμάτων εμπόδισαν την προσαρμογή στους καιρούς της ρευστής ταξικής ταυτότητας. Αντίθετα ευνοήθηκε η εσωστρεφής κομματική διαχείριση και η απομόνωση από την πολιτική πραγματικότητα. Ενίοτε, η θεσμική παρουσία αφομοιώθηκε ως πελατειακή πολιτική διαδρόμου ή ως πολιτική μιας πεφωτισμένης και απόμακρης ελίτ. Τα κόμματα της Αριστεράς δεν ανταποκρίθηκαν στο ρόλο τους ως ιμάντες μεταφοράς μιας κοσμοθεωρίας για την διαμόρφωση συλλογικής ταυτότητας, ούτε ως φορείς νοηματοδότησης του συλλογικού βίου.
Σήμερα, η κεντροαριστερά προτάσσει το συνταγματικό κράτος και τη δημοκρατία, ανταγωνιζόμενη τις συντηρητικές ιδεολογίες που εστιάζουν στην εθνική ταυτότητα και την πολιτισμική σύλληψη του κράτους. Το δεξιό αφήγημα αποδυναμώνει το κράτος υπέρ της “λιτότητας” και της “ελευθερίας” και ταυτόχρονα το “ενισχύει”, διαλύοντας τα δημοκρατικά δικαιώματα και τους θεσμούς κοινωνικού ελέγχου. Ωστόσο, η απογείωση της Νέας Δεξιάς αναδεικνύει το αδιέξοδο του προοδευτικού χώρου και την ανησυχητική αποδυνάμωση των δημοκρατικών αξιών.
Η μείωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους κρατικούς θεσμούς, συνοδεύεται από ένα αίσθημα πολιτικής αδυναμίας – «μια αυξανόμενη αίσθηση αποδυνάμωσης», όπως σημειώνει ο Sandel. Αυτή η τάση οξύνεται λόγω της αυξανόμενης πίεσης στις κυβερνήσεις να αντιμετωπίσουν ποικίλες κρίσεις που μαστίζουν τις κοινωνίες. Ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας διέλυσε την ευρωπαϊκή τάξη ασφαλείας και πυροδότησε μία κρίση ακρίβειας σε όλο τον πλανήτη. Το κράτος – ως εγγυητής της ασφάλειας και σταθερότητας – αμφισβητήθηκε ανοικτά. Όταν η Ρωσία ανέστειλε τις προμήθειες φυσικού αερίου, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προσπάθησαν να διαχειριστούν την κρίση ενέργειας. Σε πολλά κράτη οι τερματικοί σταθμοί υγρού αερίου πέρασαν εσπευσμένα από τις απαραίτητες διαδικασίες αδειοδότησης, ενώ τέθηκε φρένο στις τιμές του φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, μετριάζοντας τις οικονομικές δυσκολίες των νοικοκυριών.
Κράτος ρυθμιστής
Το κράτος επέστρεψε ως ανώτατος διαχειριστής κρίσεων, επιβάλλοντας απαγορεύσεις, διασώζοντας εταιρείες και ρυθμίζοντας τις τιμές. Η σημερινή συγκυρία απαιτεί αυτόν ακριβώς τον ενεργό, ρυθμιστικό , διαμορφωτικό ρόλο του κράτους. Το λιτό, αόρατο κράτος που επέβαλαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, αρχής γενομένης με τους Ρέιγκαν και Θάτσερ, υποχωρεί υπέρ του ενεργού κράτους. Ο νεοφιλελευθερισμός αποδυναμώνεται σε συγκυρίες που το κράτος (ξανα)ενισχύεται.
Οι νέες προκλήσεις ξεκινάνε με τον αναπόφευκτο κοινωνικοοικολογικό μετασχηματισμό στην Ευρώπη – ένα πολιτικό σχέδιο που ξεκινά από το λεβητοστάσιο των νοικοκυριών και καταλήγει στην αναδιοργάνωση ολόκληρων κλάδων της βιομηχανίας. Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όπως η κατασκευή αποδοτικών γραμμών μεταφοράς ενέργειας, υποδομών, αποθήκευσης και υδρογόνου και μία νομοθεσία που ρυθμίζει την εγκατάσταση νέων συστημάτων θέρμανσης έχουν άμεσο κοινωνικοοικονομικό αντίκτυπο.
Η νεοφιλελεύθερη αφήγηση περί κρατικής ανικανότητας και μετριότητας δημιούργησε μια βαθιά δυσπιστία απέναντι στην κρατική παρέμβαση. Η απορρύθμιση, οι ιδιωτικοποιήσεις και οι κοινωνικές περικοπές νομιμοποιήθηκαν και “φορτίστηκαν” αξιακά. Από προοδευτική σκοπιά, η εμβέλεια δράσης του κράτους πρέπει να ενισχυθεί. Όμως, η επικρατούσα αντίληψη περί παραγωγικότητας, ευημερίας και της αξίας ευνοεί την ιδιωτική ιδιοκτησία και λειτουργεί σε βάρος των δημόσιων αγαθών. Το οικονομικό σύστημα δημιουργεί κίνητρα για την απόσπαση βραχυπρόθεσμων κερδών αντί για την παραγωγή μακροπρόθεσμων αξιών. Για να αλλάξει αυτό, πρέπει να αναζωογονηθεί η συζήτηση περί αξιών: Τι αποτελεί πραγματικό εμπλουτισμό της οικονομίας και της κοινωνίας μας; Πώς θα πρέπει να διαμορφωθεί η οικονομική πολιτική;
Οι κρατικές δομές και οι δημόσιες επενδύσεις είναι απαραίτητες για τις μεγάλες καινοτομίες, διότι αυτές δεν δημιουργούνται στην αγορά. Το κράτος αποτελεί κεντρικό μοχλό καινοτομίας. Τα κέρδη της καινοτομίας πρέπει όμως να ωφελούν την κοινωνία αντί να μετακυλίονται απλά οι κίνδυνοι στην κοινωνία. Το πλαίσιο πολιτικής και δράσης που ορίζεται από το δημοκρατικά νομιμοποιημένο κράτος πρέπει να δεσπόζει. Για να αντιμετωπιστούν οι μεγάλες προκλήσεις – οικολογικές, κοινωνικές και οικονομικές – απαιτείται μια νέα κατανόηση των ρόλων των κρατικών και ιδιωτικών φορέων. Το κράτος πρέπει να κινητοποιεί τους κατάλληλους πόρους καινοτομίας, να διαμορφώνει τις αγορές και να δημιουργεί στοχευμένα περιθώρια δράσης για τους ιδιωτικούς φορείς.
Κράτος, αγορά και κοινωνία των πολιτών
Οι πλουραλιστικές κοινωνίες χρειάζονται μια αναπροσαρμογή της αλληλεπίδρασης μεταξύ κράτους, αγοράς και κοινωνίας των πολιτών προκειμένου να ξεπεραστούν οι σημερινές κρίσεις. Οι τρεις σφαίρες της κοινωνικής οργάνωσης έχουν πλεονεκτήματα και αδυναμίες. Κατά την παραδοσιακή αριστερή αντίληψη, το κράτος είναι η ρυθμιστική δύναμη που νομιμοποιείται να δημιουργεί σταθερότητα και ισορροπία. Είναι το ρυθμιστικό πλαίσιο που έχει τη δημοκρατική εντολή να προστατεύει το κοινό καλό και να διασφαλίζει τα δικαιώματα των πολιτών.
Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλές δημοκρατικές ελευθερίες και δικαιώματα κατακτήθηκαν αρχικά εναντίον “του” κράτους και δεν είναι μη αναστρέψιμες. Το κράτος έχει επίσης λειτουργικά ελλείμματα και δεν είναι πάντα ο καλύτερος παραγωγός όλων όσων πρέπει να εγγυηθεί. Η αγορά δημιουργεί δυναμισμό. Είναι ένας θεσμός για την παραγωγική κατανομή των πόρων, για την ικανοποίηση των ιδιωτικών αυτόνομων καταναλωτικών προτιμήσεων και για την (περαιτέρω) ανάπτυξη των τεχνικών καινοτομιών.
Ωστόσο, τα λειτουργικά της ελλείμματα έχουν την τάση να είναι αλλοπρόσαλλα και άδικα και να γίνονται δυσλειτουργικά και αποσταθεροποιητικά σε κρίσεις. Συχνά η αγορά υπονομεύει συστημικά τα ίδια τα θετικά χαρακτηριστικά της. Η κοινωνία των πολιτών μπορεί να ενθαρρύνει την αλληλεγγύη, αναλαμβάνοντας το ρόλο του δημοκρατικού ελέγχου και της κινητοποίησης για μια εναλλακτική ατζέντα, με στόχο το κοινό καλό. Σαφώς, οι κρίσεις αποδυναμώνουν τα ποικιλόμορφα αστικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, που ιστορικά κατακτήθηκαν και θεσμοθετήθηκαν. Όταν όμως πλήττονται τα κοινωνικά δικαιώματα και περιορίζονται τα πολιτικά, θίγεται η ίδια η ιδιότητα του πολίτη.