Μετά τις συντάξεις, ο Κατρούγκαλος χειρουργεί και τη Μακεδονία!
24/01/2019Μετά την καταιγίδα στο υπουργείο Εργασίας, ο Γιώργος Κατρούγκαλος βρήκε για πολύ καιρό πολιτικό καταφύγιο στη θέση του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών. Λόγω και της πληθωρικής και συγκεντρωτικής προσωπικότητας του Νίκου Κοτζιά, ο άλλοτε σημαιοφόρος της αντιμνημονιακής ρητορείας δεν είχε να κάνει και πολλά πράγματα στο νέο ρόλο του. Δεν διαθέτει, άλλωστε, ούτε γνώσεις ούτε πείρα στον χώρο της εξωτερικής πολιτικής.
Το έφεραν, όμως, τα γεγονότα που ο μάλλον άσχετος να βρεθεί επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας, δεδομένου ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορεί, βέβαια, στην πράξη να ασκεί και τα καθήκοντα του υπουργού Εξωτερικών. Έτσι βρέθηκε να υπεραμύνεται στη Βουλή της Συμφωνίας των Πρεσπών και μάλιστα με τρόπους που προκαλούν. Προφανώς, εκτελεί εντολές του Μαξίμου, αλλά αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία για τα όσα απερίγραπτα δηλώνει και κυρίως πράττει.
Ο Κατρούγκαλος, λοιπόν, είπε την κοτσάνα περί του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού των γειτόνων. Ως νομικός όφειλε να γνωρίζει πως το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού είναι ατομικό όχι συλλογικό π.χ. ενός κράτους. Εάν οι Σλάβοι της ΠΓΔΜ είχαν αυτό το δικαίωμα δεν θα διαπραγματεύονταν με την Ελλάδα το όνομα του κράτους τους. Εκτός αυτού, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών δηλώνει ότι σωστά τα Σκόπια δεν θέτουν σε ισχύ τις συνταγματικές αλλαγές μέχρι η Ελλάδα να κυρώσει τη Συμφωνία των Πρεσπών. Η ίδια η Συμφωνία, όμως, προβλέπει το αντίθετο, ότι η Ελλάδα θα κυρώσει αφού η ΠΓΔΜ έχει ολοκληρώσει και θέσει ισχύ το νέο της Σύνταγμα.
Σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, ο Κατρούγκαλος, προφανώς με εντολή του Μαξίμου δεν έχει δώσει μέχρι που γράφονται αυτές οι γραμμές το κείμενο όλων των συνταγματικών τροποποιήσεων που έγιναν στα Σκόπια, επικαλούμενος αστείες δικαιολογίες. Με τη στάση του ενισχύει τις υποψίες ότι επιχειρεί να κρύψει κάτι και πιο συγκεκριμένα να κρύψει πιθανολογούμενες παραβιάσεις από την πλευρά της κυβέρνησης Ζάεφ διατάξεων της Συμφωνίας.
Είχε εξαφανιστεί από τα ραντάρ
Μέχρι την απομάκρυνση του Κοτζιά, ο Κατρούγκαλος είχε σχεδόν εξαφανιστεί από το ραντάρ. Μόνο ο άγριος καυγάς του με τον Ανδρέα Λοβέρδο στη Βουλή πριν ενάμιση χρόνο τον είχε φέρει και πάλι επεισοδιακά στη σκηνή. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να παραμείνει ήρεμος, όταν η συζήτηση αφορούσε τον κομμουνισμό και ο ίδιος έχει δηλώσει πως παραμένει αμετανόητος κομμουνιστής;
Ενδιαφέρον, αν σκεφτεί κανείς πως είχε περάσει η εποχή που βρισκόταν στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας, δίνοντας μάχη για να περάσει τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος που έχει κάνει εκατομμύρια μικρομεσαίους να γονατίσουν. Εκείνες τις ημέρες, ο Κατρούγκαλος είχε δηλώσει κυνικά ότι οι μελλοντικοί συνταξιούχοι θα παίρνουν σύνταξη επιπέδου ΕΚΑΣ.
Θα μπορούσε αυτή η δήλωση να θεωρηθεί προϊόν μίας κρίσης ειλικρίνειας, αλλά ήταν μάλλον προϊόν κρίσης κυνισμού. Μία ημέρα πριν είχε δηλώσει ότι «κανείς Έλληνας δεν θα είναι φτωχός με 384 ευρώ»! Αυτή και αν ήταν είναι πρόκληση! Πολύ περισσότερο που εκστομίστηκε από έναν εύπορο έως πλούσιο μεγαλοδικηγόρο, ο οποίος ζει με πολλαπλάσια εισοδήματα.
Όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τις αναπόφευκτες αντιδράσεις, ο τότε υπουργός Εργασίας είχε οχυρωθεί πίσω από το επιχείρημα όλων των μνημονιακών, προσαρμοσμένο στην περίπτωση: «αν δεν δίναμε τα 384 ευρώ δεν θα παίρνατε ποτέ σύνταξη στο μέλλον». Είχε ομολογήσει, επίσης, ότι το 3ο μνημόνιο περιλαμβάνει πολλά μέτρα λιτότητας αλλά και πολλά νεοφιλελεύθερα μέτρα. Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι ο Κατρούγκαλος εξομολογείται σε φίλους ότι κοιμάται με τη συνείδησή του ήσυχη. Τα όσα νομοθέτησε, πάντως, δεν αφήνουν εκατομμύρια Ελλήνων να κοιμηθούν.
Από την ΚΝΕ στο ΠΑΣΟΚ μέσω Παρισίων
Ο Κατρούγκαλος γεννήθηκε το 1963 στην Αθήνα και έλκει την καταγωγή του από τη Μεσσηνία. Αποφοίτησε με άριστα από την Ιωννίδειο Σχολή του Πειραιά και πέρασε στη Νομική. Αν και στρατευμένος στην ΚΝΕ με έντονη συνδικαλιστική δράση και δυναμική παρουσία στα αμφιθέατρα, ως φοιτητής ήταν άριστος. Συμφοιτητές του που τον θυμούνται να ρητορεύει παθιασμένα για την προλεταριακή επανάσταση χαμογελούν με νόημα για τη μεταλλαγή του.
Πριν, όμως, φθάσει να υψώσει την αντιμνημονιακή σημαία που του άνοιξε τις πύλες του ΣΥΡΙΖΑ, ο Κατρούγκαλος είχε περάσει αρκετά χρόνια στο Παρίσι. Έκανε μεταπτυχιακό και διδακτορικό στη Σορβόνη, απολαμβάνοντας μία γεμάτη κοινωνική ζωή. Αγάπησε το Παρίσι και μυήθηκε στον τρόπο ζωής της πόλης του φωτός. Εκεί μεταμορφώθηκε από επαρχιώτης φοιτητής σε κοσμοπολίτη που απέκτησε αυτοπεποίθηση και αίσθηση της μόδας. Σε εκείνα τα χρόνια έχουν τις ρίζες τους οι στυλιστικές επιλογές του στο ντύσιμο που τον κάνουν να ξεχωρίζει όχι μόνο στο περιβάλλον του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ευρύτερα.
Στην Αθήνα επέστρεψε τη δεκαετία του 1990 με πολλά όνειρα. Είχε απομακρυνθεί από το ΚΚΕ και εκείνη την εποχή συνδέθηκε φιλικά με τον Γιώργο Παπανδρέου. Μέσω αυτού προσχώρησε στο ΠΑΣΟΚ, το οποίο ήταν τότε πρόσφορο για τις πολιτικές φιλοδοξίες του. Παράλληλα ξεκίνησε την επαγγελματική πορεία του, η οποία ήταν σχεδόν εξαρχής εντυπωσιακή.
Μέσα σε λίγα χρόνια γίνεται καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, αλλά στην αγορά έβγαλε πολύ χρήμα ως εργατολόγος. Εν τω μεταξύ, είχε παντρευτεί την Ίριδα, εκπαιδευτικό σε δημόσιο σχολείο, η οποία είχε, επίσης, αναπτύξει έντονη συνδικαλιστική δράση. Μαζί της έχει αποκτήσει δύο κόρες, στις οποίες έχει αδυναμία.
Το διαβατήριο για τον ΣΥΡΙΖΑ
Το κίνημα των Αγανακτισμένων του έδωσε την ευκαιρία να βγει μπροστά με πύρινη αντιμνημονιακή ρητορική. Ρητορική, η οποία του εξασφάλισε μία θέση στα τηλεοπτικά πάνελ που με τη σειρά τους τον ανέδειξαν σε πολιτική προσωπικότητα. Η πολιτική δυναμική εκείνων των ημερών τον συνεπαίρνει. Ήταν τακτικός θαμώνας στα πρωινάδικα, ενώ τα βράδια τα αφιέρωνε σε αριστερές εκδηλώσεις με την ιδιότητα του στελέχους των κοινωνικών κινημάτων.
Ο ακτιβισμός του τον έφερε κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είχε πάρει πορεία προς την εξουσία. Φρόντισε να γνωρίσει τον Αλέξη Τσίπρα, με τον οποίον καλλιέργησε μία σχέση εμπιστοσύνης. Αυτή το 2014 του εξασφάλισε μία θέση στο ευρωψηφοδέλτιο που με την ψήφο των πολιτών τον έστειλε στην Ευρωβουλή. Μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, ο Τσίπρας τον όρισε αναπληρωτή υπουργό για τη Δημόσια Διοίκηση.
Η σκιά του σκανδάλου
Καθόλου άσκημα αν σκεφτεί κανείς ότι ο Κατρούγκαλος ήταν για τον ΣΥΡΙΖΑ “νέο φρούτο”. Τότε ήταν αρκετοί στην Κουμουνδούρου που σχολίαζαν καυστικά την άνοδό του. Ο ίδιος δεν έδινε σημασία σε τέτοια σχόλια. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν η γνώμη του Τσίπρα και όσων μπορούν να επηρεάσουν την καριέρα του.
Στα πρώτα βήματά της, η υπουργική θητεία του σκιάστηκε, όταν αποκαλύφθηκε ότι και μετά την ορκωμοσία του ως υπουργός είχε υπογράψει ιδιωτικά συμφωνητικά με εκατοντάδες απολυμένους δημοσίους υπαλλήλους, τους οποίους εκπροσωπούσε νομικά. Συμφωνητικά που προέβλεπαν πως θα λάμβανε ως δικηγορική αμοιβή το 12% των αποζημιώσεων που θα έπαιρναν σε περίπτωση επαναπρόσληψής τους.
Ο Κατρούγκαλος αρνήθηκε τις κατηγορίες, υποστηρίζοντας πως δεν έχει αναλάβει καμία υπόθεση μετά την εκλογή του ως ευρωβουλευτής. Όπως είχε πει, τα συμφωνητικά, που είχαν υπογραφεί παλαιότερα, αφορούσαν αμοιβή της δικηγορικής εταιρείας “Κατρούγκαλος και συνεργάτες” και όχι προσωπική του. Το επιχείρημά του ήταν ότι η εν λόγω εταιρεία είχε διαλυθεί και πως τις επίμαχες υποθέσεις είχε αναλάβει συνεταίρος του. Το Μαξίμου τον είχε υποστηρίξει, κάνοντας λόγο «για συντεταγμένη επιχείρηση λασπολογίας».
Μεγάλα λόγια
Η υπόθεση, όμως, που έφερε τον Κατρούγκαλο στο κέντρο της δημοσιότητας ήταν το ασφαλιστικό νομοσχέδιό του. Τότε, είχε πέσει με τα μούτρα στη μάχη για να πείσει ότι στις δύσκολες μνημονιακές συνθήκες έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε να γίνει. Πέρασε από όλα τα τηλεοπτικά στούντιο για να πείσει τους Έλληνες ότι αυτό που ψηφιζόταν δεν ήταν αυτό που νόμιζαν!
Ο ίδιος δεν έχανε ευκαιρία να ισχυρίζεται πως ο ασφαλιστικός νόμος του ήταν επίτευγμα, επειδή εξασφαλίζει τη δικαιότερη διανομή της μικρότερης συνταξιοδοτικής πίτας. Όταν ως υπουργός Εργασίας αγωνιζόταν να περάσει τον ασφαλιστικό νόμο σύνθημά του ήταν πως ο νόμος του δυσκολεύει μόνο τους προνομιούχους: «Η πολιτική μου αίσθηση είναι ότι με τα ανώτερα μεσαία κοινωνικά στρώματα, με ανθρώπους σαν και εμένα, που έβγαζαν 60.000 και πάνω, γιατί τόσα έβγαζα πριν ασχοληθώ με την πολιτική, θα υπάρξει πρόβλημα».
Τα όσα ακολούθησαν από τότε δεν φαίνεται να τον δικαιώνουν. Επιβεβαιώνουν, όμως, την τάση του να αντιπαραθέτει στη σκληρή πραγματικότητα μεγάλα λόγια. Και όταν τα λόγια δεν μπορούν να είναι πια παραμυθία καταλήγουν να γίνονται κυνική ομολογία, όπως οι προαναφερθείσες δηλώσεις του.