Η άλλη όψη της Μεταπολίτευσης…
20/12/2024Για την αποτίμηση της ιστορικής περιόδου μετά την παραίτηση της χούντας, που συμβατικά ονομάζουμε “Μεταπολίτευση”, υπάρχουν μερικά σταθερά μοτίβα, που χρησιμοποιούνται από το κυρίαρχο αφήγημα και τις παραλλαγές του. Βασικό μοτίβο είναι η έλευση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος ένα καλοκαιρινό βράδυ του 1974, κατέβηκε από το γαλλικό προεδρικό αεροπλάνο, όπως περίπου ο Μωϋσής από το όρος Σινά.
Έφερε τις πέτρινες πλάκες με τη σωτήρια συνταγή του κοινοβουλευτισμού, της ένταξης στην ΕΟΚ (κατόπιν ΕΕ), του εξευρωπαϊσμού, της οριστικής ένταξης στη Δύση κοκ. Συμπληρωματικό μοτίβο είναι ότι η Μεταπολίτευση έφερε μεν την κοινοβουλευτική δημοκρατία, όμως εισήγαγε καινά δαιμόνια: “σοσιαλμανία”, “διογκωμένο κράτος”, “κοινωνικές παροχές, υψηλούς μισθούς και συντάξεις, εθνικό σύστημα υγείας, πανεπιστήμια με τοίχους γεμάτους γκράφιτι, διαδηλώσεις κτλ.
Όλα αυτά περιγράφονται και στιγματίζονται με την χρήση της λέξης “λαϊκισμός”. Όρος δανεισμένος από την πολιτική θεωρία, όπου έχει ειδικό περιεχόμενο, αλλά χρησιμοποιείται στον δημόσιο λόγο κατά κόρον και χωρίς ποτέ να ορίζεται. Λίγο πολύ αποτελεί ένα μυστηριώδες και απροσδιόριστο, αλλά πολύ τρομοκρατικό στίγμα, που αμαυρώνει οποιοδήποτε αίτημα ή δικαίωμα των φτωχότερων κοινωνικών τάξεων. Το παρόν κείμενο άλλωστε είναι βέβαιο πως θα αποτελούσε, για τους εραστές και καταχραστές του όρου, τρανταχτό παράδειγμα “κατάπτυστου λαϊκισμού”.
Η χρήση του όρου εγκαινιάστηκε στην Ελλάδα από μερίδα διανοουμένων της λεγόμενης Ανανεωτικής Αριστεράς (γύρω από το περιοδικό “Πολίτης”), η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων στελέχωσε αργότερα το “ακραίο κέντρο”, δηλαδή το μεταμοντέρνο think tank της Δεξιάς. Κατόπιν, τον όρο οικειοποιήθηκε ο σημιτικός εκσυγχρονισμός για να αποκηρύξει ορισμένα χαρακτηριστικά της πρώτης τετραετίας του ΠΑΣΟΚ και σήμερα ολοκληρώνει η μητσοτακική Δεξιά. Είναι όλη η συνομοταξία που πολιτεύεται υπό το σύνθημα “Γερούν γερά!” – επίγονοι, ενίοτε δε και φυσικοί γόνοι, της γενιάς του “Βάστα Ρόμελ!”.
Μοτίβα για τη Μεταπολίτευση
Μια άλλη παραλλαγή, βλέπει την Μεταπολίτευση ως το τέλος της ανώμαλης περιόδου που ξεκίνησε με τη λήξη της Κατοχής και την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου, μια κατ’ αρχήν θετική εξέλιξη, όπου ήρθη το καθεστώς παρανομίας και διώξεων για το ΚΚΕ και τις οργανώσεις της Αριστεράς και τέθηκαν για πρώτη φορά οι βάσεις κάποιας στοιχειώδους μορφής κοινωνικού κράτους. Μια προσπάθεια που έμεινε στα μισά, λόγω οικονομικών δυσκολιών ή έλλειψης πολιτικής βούλησης για “πραγματική αλλαγή” κτλ – οι παραλλαγές ποικίλουν.
Υπάρχει και το μοτίβο των νοσταλγών της χούντας: η Μεταπολίτευση υπήρξε καταστροφή· διέκοψε την “χρυσή εποχή” της δικτατορίας, όπου είχαμε λεφτά, ασφάλεια και δεν είχαμε χρέη. Παραλλαγές αυτού του μοτίβου χρησιμοποιούνται και από άλλους πλην των χουντικών από όλο και μεγαλύτερο μέρος της κοινοβουλευτικής Δεξιάς π.χ., καθώς και από την εξωνημένη διανόηση – του “εθνικού μας φιλοσόφου”, συμπεριλαμβανομένου.
Από όλα αυτά τα μοτίβα απουσιάζει εντελώς ή εμφανίζεται σε μικρή και βιαστική υποσημείωση η λέξη “Κύπρος”. Η υποσημείωση, όπου υπάρχει, συνήθως αναφέρει κάτι του τύπου: «οι παράφρονες δικτάτορες ανέτρεψαν τη νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου και έδωσαν την ευκαιρία στην Τουρκία να εισβάλει και να κατέχει μέχρι σήμερα του 37% της νήσου. Ευτυχώς, όμως, η τραγωδία αυτή είχε αίσιον τέλος, διότι έφερε την δημοκρατία στον τόπο που γεννήθηκε». Με άλλα λόγια, οι συζητήσεις για την Μεταπολίτευση συνήθως εκλαμβάνουν ως δεδομένα εκείνα ακριβώς τα οποία θα όφειλαν να εξηγήσουν.
Αναπάντητα ερωτήματα
- Ποια είναι η θέση της Ελλάδας και της Κύπρου στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα;
- Για ποιον λόγο το “ανάπηρο” μετεμφυλιακό κοινοβουλευτικό καθεστώς οδηγήθηκε σε κατάργηση και του στοιχειώδους κοινοβουλευτικού μανδύα του; Το ζήτημα συνδέεται με το “γιατί” του ίδιου του Εμφυλίου, ο οποίος πέραν των μικροπολιτικών χειρισμών, λαθών κτλ δεν μπορεί να εξηγηθεί χωρίς την ανησυχία της τότε “προστάτιδος” δύναμης. Σε συνδυασμό βέβαια με την ανασφάλεια και ανικανότητα μιας άρχουσας τάξης, η οποία εύκολα περιέρχεται σε κατάσταση πανικού και αδυνατεί να ανταπεξέλθει, χωρίς εξωτερική προστασία, γεγονός που διαιωνίζει την υποτέλειά της.
- Γιατί και πώς ανετράπη η Δικτατορία; Καταργήθηκε μήπως η υποτέλεια των αρχουσών ελίτ ή πραγματοποιήθηκε μια ομαλή και προσεκτικά ελεγχόμενη μετάβαση, ώστε και η κατοχή της Κύπρου να εδραιωθεί και η συνοχή της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ να διαφυλαχθεί; Γεγονός που άνοιξε τον δρόμο για την μετέπειτα συνεχώς κλιμακούμενη υποχωρητικότητα έναντι των απαιτήσεων της Τουρκίας.
- Ποια ήταν και πόσο επέζησαν τα λιγοστά, εμβαλωμματικά και κόντρα στη διεθνή στροφή προς το νεοφιλελευθερισμό, μεταπολιτευτικά μέτρα που θύμιζαν κοινωνικό κράτος;
- Τι σήμανε για την χώρα η ιδιότυπη βαλκανική εκδοχή νεοφιλελευθερισμού που εγκαινιάστηκε από το σημιτικό ΠΑΣΟΚ, με το όργιο διαπλοκής και διαφθοράς, υπό τον ευφημισμό “εκσυγχρονισμός” για να κορυφωθεί με την επιβολή των Μνημονίων;
- Τι απομένει από την ανεξαρτησία της χώρας μετά από αυτή την βίαιη υπαγωγή της δια του δόγματος του σοκ στην “παγκοσμιοποίηση”; Και τι σημαίνει αυτό για το μέλλον της Ελλάδας, καθώς το δυτικό μπλοκ (και το Ισραήλ) κινείται προς την πολεμική αναμέτρηση με τον υπόλοιπο κόσμο: Η Αθήνα δεν διαθέτει –γιατί άραγε;– εθνική στρατηγική, συμπεριφέρεται ως πιστός και δεδομένος ακόλουθος των κέντρων που πλέον ελέγχουν και την οικονομία και το πολιτικό σύστημα και τις ένοπλες δυνάμεις της.
Ένα διαφορετικό συνέδριο
Τέτοια ζητήματα άνοιξε και συζήτησε το διεθνές Συνέδριο “Μεταπολίτευση: ο απολογισμός που δεν έγινε και η επόμενη μέρα” που έλαβε χώρα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο 2-4 Δεκεμβρίου και διοργανώθηκε με πρωτοβουλία του Περιοδικού “Τετράδια”, του Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής και της ομάδας των Πανελλήνιων Διαλόγων. Ήταν ένα συνέδριο διαφορετικό από τους συνήθεις διαγωνισμος κοινοτοπίας που διεξάγονται επετειακά για την περίφημη “Μεταπολίτευση”.
Δεν είναι πως όλοι οι σύνεδροι ήταν σε όλα σύμφωνοι μεταξύ τους. Δεν θα επρόκειτο για επιστημονικό συνέδριο αλλιώς. Ούτε πως ειπώθηκαν μόνον αναντίρρητες “αλήθειες”. Ούτε πως δεν θα έβρισκε ένας υποθετικός αμερόληπτος παρατηρητής τρωτά ως προς την ισομερή διάταξη της θεματικής ή την ισότιμη κατανομή του χρόνου μεταξύ των ομιλητών. Δεν θα επρόκειτο αλλιώς για συνέδριο οργανωμένο από όντα που εκ φύσεως υπολείπονται του τελείου. Όχι.
Εκείνο που ξεχώριζε αυτό το συνέδριο ήταν ότι τέθηκαν προς συζήτηση ζητήματα επώδυνα, τα οποία είθισται είτε να υποτιμώνται είτε να μην θίγονται καν στις παραλλαγές του κυρίαρχου αφηγήματος για την Μεταπολίτευση. Δεν λύθηκαν βεβαίως. Ποτέ δεν λύνονται τέτοια ζητήματα με συνέδρια. Τέθηκαν όμως ανοικτά και συζητήθηκαν, χωρίς τον φόβο μήπως δεν καταλήξουμε σε προαποφασισμένα συμπεράσματα, όπως συμβαίνει στους συνήθεις επετειακούς διαγωνισμούς κοινοτοπίας.
Επιχειρώντας να εντοπίσουμε σημεία σύγκλισης, θα λέγαμε ότι τον πυρήνα αυτών των ζητημάτων αναδείχθηκε το γεγονός της εξάρτησης, της υποτέλειας της ελληνικής πολιτικής ελίτ. Λίγο πολύ, μέσα από διαφορετικές προσεγγίσεις, οι παρεμβάσεις συνέκλιναν σε μια σειρά θεμελιώδη ζητήματα, τα οποία συνήθως αποσιωπώνται, διότι αφορούν την εξέλιξη και τις μεταμορφώσεις αυτής της εξάρτησης, από την οποία αποστρέφει το πρόσωπο, όλο το πολιτικό σύστημα, καθόσον η αποσιώπησή του αποτελεί τον άρρητο όρο της αναπαραγωγής του ιδίου.
Χωρίς κριτική δεν υπάρχει αναγέννηση
Οι βασικές παράμετροι που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το υλικό συγκρότησης ενός νέου αφηγήματος που να μπορεί να ερμηνεύσει τα πολιτικά γεγονότα και τις ιδεοληπτικές στρεβλώσεις τους, αλλά και να θέσει τις βάσεις μιας νέας εθνικής και κοινωνικής αναγεννητικής προοπτικής, είναι οι εξής:
Πρώτον, με το Κυπριακό έξω από τον λογαριασμό, δεν μπορεί κανείς να κατανοήσει ούτε την επιβολή της δικτατορίας ούτε την πτώση της και την ομαλή μετάβαση προς ένα καθεστώς κοινοβουλευτικού τύπου, το οποίο μπόρεσε να απορροφήσει την εθνική ήττα του 1974, χωρίς αναταράξεις στην νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Δεύτερον, χωρίς να θέσουμε υπό κριτικό έλεγχο το περιεχόμενο και την ουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος, είναι αδύνατον να κατανοηθεί η σημερινή παραίτηση και φυγή των πολιτών από την Πολιτική και η κρίση εκπροσώπησης του καθεστώτος. Ποια δημοκρατία, όταν η Βουλή γίνεται όλο και πιο διακοσμητικός θεσμός, όπου βουλευτές ψηφίζουν χωρίς να διαβάζουν κρίσιμα νομοσχέδια, όταν προσκολλώνται πονηρές διατάξεις που ψηφίζονται πακέτο, όταν εκλεγμένοι πρωθυπουργοί “παραιτούνται” και αντικαθίστανται από τραπεζίτες, όταν δημοψηφίσματα με δυσάρεστο αποτέλεσμα, ακυρώνονται de facto; Όταν το Σύνταγμα, ήδη προβληματικό, παραβιάζεται με την συνενοχή του δικαστικού συστήματος. Όταν τα ΜΜΕ μονοπωλούνται και αναπαράγουν το ίδιο “τραγούδι”; Όταν κάθε κοινωνικό αίτημα σπιλώνεται σαν “λαϊκισμός” ή απλώς χάνεται στα “ψιλά” της ειδησεογραφίας;
Τρίτον, με την μνημονιακή σύμβαση του 2010, λήγει η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία και η Ελλάδα μετατρέπεται σε αποικία χρέους. Μετά το 2008, απώλεια της παραγωγικής βάσης της χώρας, 40% μείωση των πραγματικών μισθών, πτώχευση κατά 11% του πληθυσμού και διεύρυνση της απόκλισης από τον ευρωπαϊκό μέσον όρο. Πανηγυρική δηλαδή χρεοκοπία του κυρίαρχου μεταπολιτευτικού ιδεολογήματος περί “σύγκλισης με την Ευρώπη”.
Εκποίηση των παραγωγικών δομών της χώρας υπό την διαχείριση θεσμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Σταθερότητας (Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας Ν.3845 /2010 και Υπερταμείο Ν. 4389/2016). Η μνημονιακή δανειακή σύμβαση υπάγεται στο αγγλικό δίκαιο, που είναι ιδιαιτέρως δυσμενές για τον δανειζόμενο και βεβαίως εκτός δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων. Κυρίως δε, η Ελλάδα παραιτείται οριστικά και άνευ όρων από κάθε ασυλία προστασίας της κρατικής ιδιοκτησίας και της εθνικής κυριαρχίας.
Τέταρτον, επιστρέφοντας στην εθνική ήττα που έφερε τη “νίκη της δημοκρατίας”, σήμερα, με δεδομένη την ενσωμάτωση όλου σχεδόν του πολιτικού φάσματος στο σύστημα της υποτέλειας και με την άνευ προηγουμένου κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, οι θανάσιμες απειλές για τα τελευταία ίχνη πολιτικών ελευθεριών και για την εθνική ακεραιότητα είναι ακόμα μεγαλύτεροι και κρυμμένοι πίσω από ένα πέπλο συνενοχής.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το γεγονός καθαυτό της συνεύρεσης και του δημόσιου προβληματισμού ανεξάρτητων πολιτών είναι ελπιδοφόρο, παρά τον ζοφερό απολογισμό. Ασφαλώς δεν μας σώζει. Απλώς είναι ένδειξη κάποιων στοιχείων ζωής και διαυγούς συνείδησης στην πολιτικά ακέφαλη κοινωνία μας. Αν μπορεί να κρατηθεί ή και να ανθίσει κάποια ελπίδα από αυτό, μένει να φανεί.