Μισό αιώνα μετά – Η υπονόμευση του Κράτους Δικαίου
23/11/2023Η επίθεση στις Ανεξάρτητες Αρχές κορυφώθηκε με την σκαιά επίθεση προσωπικά κατά του Προέδρου της ΑΔΑΕ Χρήστου Ράμμου.
H υποβάθμιση της Ελληνικής Δημοκρατίας, που είδαμε αναλυτικά στο προηγούμενο άρθρο, δεν αφορά μόνο τους θεσμικούς όρους της λειτουργίας του πολιτεύματος. Ακόμη χειρότερη είναι η σημερινή πραγματικότητα του Κράτους Δικαίου και των Ατομικών Δικαιωμάτων. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στις συνεχείς αυταρχικές παρεκτροπές της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς η σημερινή κυβέρνηση – για να ακριβολογούμε το παρακυβερνητικό “υπερπρωθυπουργείο” – έχει βάλει στο στόχαστρο σημαντικότατα ατομικά δικαιώματα, όχι μόνον με την κατάφωρη παραβίασή τους, αλλά και με την συστηματική υπονόμευση των ανεξάρτητων αρχών που καθιερώθηκαν για την υπεράσπισή τους.
Δραματική είναι η συρρίκνωση του πολιτικού πλουραλισμού, η αποκορύφωση της διαπλοκής και η χρεοκοπία του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Η πρώτη μείζων παραβίαση αφορά αναμφισβήτητα το δικαίωμα πληροφόρησης, που αποτελεί την πεμπτουσία του πολιτικού πλουραλισμού. Δεν υπάρχει καμία άλλη περίοδος της Μεταπολίτευσης, στην οποία μια κυβέρνηση να ελέγχει τόσο ασφυκτικά και τόσο καταθλιπτικά την πολιτική ενημέρωση σε όλες τις εκφάνσεις της. Υπήρξαν βέβαια και άλλες κυβερνήσεις που το επιχείρησαν στο παρελθόν. Ωστόσο, το σημερινό προπαγανδιστικό κατάντημα του συνόλου σχεδόν των ΜΜΕ δεν έχει προηγούμενο.
Από την μία η ΕΡΤ, που δεν είναι δημόσια αλλά κυβερνητική τηλεόραση, παρά τις κάποιες επί μέρους αντιστάσεις από ευάριθμους δημοσιογράφους. Από την άλλη, οι μεγάλες εφημερίδες και όλα σχεδόν τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, που αποτελούν τον ορισμό της διαπλοκής, καθώς έχουν περιέλθει –με ευθύνη όλων των μεγάλων κομμάτων– στα χέρια μιας δράκας ολιγαρχών, που ανταλλάσσουν την αμέριστη υποστήριξή τους προς την κυβέρνηση με την προνομιακή ικανοποίηση των ποικίλων και συχνά αθέμιτων οικονομικών τους συμφερόντων.
Υπάρχουν βέβαια και κάποιες εκπομπές που είναι απλώς μεροληπτικές, ώστε να τηρούνται τα προσχήματα, όπως και κάποιες προειδοποιητικές βολές επί μέρους κριτικής, για να υπενθυμίζουν στην κυβέρνηση το ποιοι αποτελούν τα βασικά της ερείσματα. Από εκεί και πέρα. όμως, σε όλα τα κρίσιμα θέματα κυριαρχεί είτε η απροκάλυπτη προπαγάνδα, υπέρ των θέσεων της κυβέρνησης, είτε η αποσιώπηση ή διαστρέβλωση κάθε αντιπολιτευτικής –ή έστω κριτικής– φωνής, με έκδηλο τον ευτελισμό του δημοσιογραφικού επαγγέλματος.
Το ζοφερό δε αυτό τοπίο ολοκληρώνεται από τον ανηλεή πόλεμο που διεξάγουν οι κυβερνητικοί μηχανισμοί απέναντι στην ανεξάρτητη ερευνητική δημοσιογραφία και στις ελάχιστες αντιπολιτευτικές εστίες στον χώρο των ΜΜΕ, αλλά και από τους κινδύνους που εκπορεύονται από αδιαφανή πολιτικοοικονομικά κέντρα κατά ορισμένων θαρραλέων δημοσιογράφων, ακόμη και για την ζωή τους. Δεν είναι λοιπόν διόλου περίεργο το ότι η χώρα μας κατατάσσεται πλέον σε μία από τις χειρότερες θέσεις στην Ευρώπη, ως προς την ελευθερία της πληροφόρησης.
Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν κατέστη σε όλους φανερό ότι η κυβέρνηση φρόντισε –με την συνεργασία του Κυριάκου Βελόπουλου (θέλησε να αποφύγει τα πρόστιμα για τις ανεκδιήγητες εκπομπές του) και με προκλητική αγνόηση όλων των άλλων κομμάτων– να δώσει την χαριστική βολή στην ήδη αμφιλεγόμενη ανεξαρτησία του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Της Αρχής δηλαδή που καθιερώθηκε για την διασφάλιση του πολιτικού πλουραλισμού πλην όμως σταδιακά κατέληξε, πηγαίνοντας από το κακό στο χειρότερο, σε θεραπαινίδα των διαπλεκόμενων συμφερόντων…
Αχρηστεύουν τις Ανεξάρτητες Αρχές
Συνεχίζεται η συγκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών, η προσπάθεια αχρήστευσης των Ανεξάρτητων Αρχών και οι τεράστιες ευθύνες της Δικαιοσύνης. Η δεύτερη και πλέον εμβληματική παραβίαση, ως προς την προστασία των δικαιωμάτων, ήταν αναμφισβήτητα το σκάνδαλο των υποκλοπών. Όπως αποδεικνύεται από τα ενδελεχή πορίσματα της δημοσιογραφικής έρευνας, αλλά και από τα ευρήματα δύο Ανεξάρτητων Αρχών (Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών και Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων) που σε αντίθεση με το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης στάθηκαν στο ύψος της αποστολής τους, προκύπτουν πλέον αναμφισβήτητα τα εξής:
Το “υπερπρωθυπουργείο”, το ψευδεπίγραφο “επιτελικό κράτος”, αποφάσισε μακρά σειρά υποκλοπών, που συνδύαζαν αφ’ ενός μεν νομιμοφανείς παρακολουθήσεις της ΕΥΠ, με εκτελεστές δύο πλήρως ελεγχόμενους κρατικούς λειτουργούς, αφ’ ετέρου δε παράνομες παρακολουθήσεις με το predator, που παρήγγειλε η ΕΥΠ. Στόχος να μην μείνει τίποτε κρυφό για την ζωή και την δράση προσώπων που ενδιέφεραν το σημερινό καθεστώς (έμφαση σε δημοσιογράφους και πολιτικούς, ακόμη και υπουργούς). Όταν δε αποκαλύφθηκαν οι πρώτες υποκλοπές (ιδίως αυτή του προέδρου του ΠΑΣΟΚ) ο πρωθυπουργός δεν ανέλαβε τις ευθύνες που του ανήκαν αντικειμενικά και εις ολόκληρον. Δεν έκανε το αυτονόητο σε κάθε δημοκρατική χώρα, δηλαδή να παραιτηθεί –όπως έπραξαν πρόσφατα τρεις πρωθυπουργοί (Κουρτς, Τζονσον και Κόστα).
Αντ’ αυτού προέβη σε σειρά ενεργειών, που συνιστούν ευτελισμό των θεσμών και ουσιαστική αναίρεση του πολιτικού φιλελευθερισμού και του κράτους δικαίου. Ο χώρος δεν επιτρέπει την αναλυτική έκθεση αυτών των ενεργειών, στις οποίες έχω αναφερθεί σε σειρά άρθρων. Ωστόσο, θα συνοψίσω λέγοντας ότι ο πρωθυπουργός προσπάθησε να κλείσει το θέμα με υπεκφυγές και με μόνη “θυσία” τον εξαναγκασμό σε παραίτηση του ανιψιού του και του εκλεκτού του στην ΕΥΠ. Όταν δε είδε ότι το θέμα δεν έκλεινε, λόγω της θαρραλέας στάσης Ανεξάρτητων Αρχών και ορισμένων δημοσιογράφων, κινήθηκε ανερυθρίαστα προς τρεις αθέμιτες κατευθύνσεις:
- Πρώτον, επιχείρησε με όλους τους τρόπους την συγκάλυψη του σκανδάλου.
- Δεύτερον επέβαλε την αποσιώπηση ή την πλήρη διαστρέβλωσή του στην ενημέρωση.
- Τρίτον εξαπέλυσε, με όλα τα πολιτικά και δημοσιογραφικά “εξαπτέρυγά” του, μία αήθη επίθεση εναντίον των Ανεξάρτητων Αρχών (και ιδίως της ΑΔΑΕ, που ήταν και στην πρώτη γραμμή ως προς την αποκάλυψη του σκανδάλου).
Η επίθεση στον Ράμμο
Η επίθεση αυτή αποκορυφώθηκε με την σκαιά επίθεση προσωπικά κατά του Προέδρου της ΑΔΑΕ Χρήστου Ράμμου, με την διατεταγμένη άσκηση δίωξης (από τον πλήρως ταυτισμένο τ. εισαγγελέα του Αρείου Πάγου) κατά δύο άλλων δραστήριων μελών (Αικ. Παπανικολάου και Στ. Γρίντζαλη). Επίσης, με την βεβιασμένη –προκειμένου να αποφευχθεί η επιβολή προστίμου στην ΕΥΠ– αντικατάστασή τους, η οποία επετεύχθη χάρη στην αποκλειστική –και αμοιβαία ιδιοτελή, κατά τα ανωτέρω– συνεργασία με τον Κυριάκο Βελόπουλο αλλά και με πλειοψηφία που είναι κάτω από το προβλεπόμενο συνταγματικά όριο των 3/5. Κι όλα αυτά με μοναδική αιτία το ότι δεν συνεμορφώθησαν προς τας υποδείξεις…
Αν σε αυτά προσθέσουμε τα γελοία επιχειρήματα ότι το σκάνδαλο των υποκλοπών δεν πρέπει να απασχολεί τον λαό και ότι το 41% αποτέλεσε κολυμβήθρα του Σιλωάμ για το ξέπλυμα του σκανδάλου, έχουμε μία πρώτη σκιαγράφηση της τεράστιας θεσμικής κατάπτωσης που έχει διαβρώσει τα θεμέλια της Δημοκρατίας μας, λόγω της πολλαπλά αυταρχικής παρεκτροπής που βαρύνει εξ ολοκλήρου την σημερινή κυβέρνηση. Διότι, ως γνωστόν, συνταγματική Δημοκρατία δεν σημαίνει μόνο πολιτική συμμετοχή και πολιτική αντιπροσώπευση. Σημαίνει εξ ίσου θεσμικά αντίβαρα κατά του αυταρχισμού της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά και γενικότερα θεσμικές εγγυήσεις για την τήρηση της νομιμότητας και για την προστασία του συνόλου των συνταγματικών δικαιωμάτων (πολιτικών, ατομικών, κοινωνικών).
Το πιο θλιβερό στο σκάνδαλο των υποκλοπών είναι ότι ενώ οι Ανεξάρτητες Αρχές στάθηκαν στο ύψος του συνταγματικού τους ρόλου, η Δικαιοσύνη υστέρησε απελπιστικά. Στην πραγματικότητα λειτούργησε ως συνεργός της κυβέρνησης στην συγκάλυψη του σκανδάλου. Ανεξαρτήτως του πως κινήθηκαν οι θιγόμενοι, έπρεπε ήδη να έχουν ασκηθεί διώξεις κατά των υπευθύνων για τις παρακολουθήσεις, ακόμη κι αν αυτό θα σήμαινε ότι θα ανέκυπτε ζήτημα και ποινικής (πέρα της πολιτικής) ευθύνης για τον σημερινό πρωθυπουργό.
Αυτό –κι όχι η διατεταγμένη αντιπαράθεση με τις Ανεξάρτητες Αρχές, οι αστείες υπεκφυγές και η συνεχής κωλυσιεργία– σημαίνει ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, όπως μαρτυρούν πολλά παλαιά και πρόσφατα παραδείγματα στον ευρωπαϊκό και διεθνή χώρο. Σε κάθε δε περίπτωση, είναι αστείο να μιλάμε για δικαστική προστασία των δικαιωμάτων, όταν οι φύλακες γίνονται δήμιοι του κράτους δικαίου, κύπτοντας πρόθυμα το γόνυ στις επιταγές της εκτελεστικής εξουσίας… Κι αυτό, βέβαια, δεν ισχύει μόνο για τις υποκλοπές, ούτε μόνο για τα πολιτικά Δικαστήρια. Ανάλογες περιπτώσεις συναντάμε και στα άλλα Δικαστήρια, με αποτέλεσμα να παρατηρείται πλέον μία ολοένα και εντονότερη αμφισβήτηση της αξιοπιστίας και αμεροληψίας της Δικαιοσύνης (έχει συμβάλει τα τελευταία χρόνια και μία εμφανής και ιδιαίτερα ανησυχητική ροπή του Συμβουλίου Επικρατείας προς τον “εθνολαϊκισμό”, με αποκορύφωμα τις ανεκδιήγητες αποφάσεις του για την ιθαγένεια και το μάθημα των θρησκευτικών).
Η παράκαμψη των εγγυήσεων για τα Πανεπιστήμια
Η τρίτη μείζων παραβίαση αφορά την εξαγγελθείσα ήδη πρόθεση θεσμικής παράκαμψης της απαγόρευσης του άρθρου 16 του Συντάγματος για την παροχή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από ιδιωτικά πανεπιστήμια στην χώρα μας. Αυτή μάλιστα έρχεται να προστεθεί στην προηγούμενη θεσμική παρεκτροπή της κυβέρνησης, ως προς το ίδιο άρθρο, με την νομιζόμενη κατάργηση, μέσω της νομοθεσίας, της συνταγματικής εγγύησης του ακαδημαϊκού ασύλου. Όπως κατέδειξε πειστικά προσφάτως ο συνάδελφος Κ. Γιαννακόπουλος (“Το άρθρο 16 του Συντάγματος στη δίνη του νεοφεουδαρχικού συνταγματισμού”, Constitutionalism.gr 31.10.2023) η παράκαμψη αυτή επιχειρείται επί τη βάσει μιας αβάσιμης ερμηνείας, που δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική, διότι υποβαθμίζει πλήρως την κανονιστική ισχύ του Συντάγματος, με μία προσχηματική επίκληση τόσο του άρθρου 28 του Συντάγματος όσο και του δικαίου της ΕΕ.
Παρά ταύτα επιστρατεύεται άκριτα και ελαφρά τη καρδία, χωρίς να αναλογισθούν οι υποστηρικτές της ότι έτσι πλήττεται προεχόντως, –προς χάριν πρόσκαιρων πολιτικών ή και μικροκομματικών σκοπιμοτήτων– η ασφάλεια δικαίου και ο εγγυητικός χαρακτήρας του Συντάγματος. Σημειωτέον, για να προλάβω τους καχύποπτους, η τοποθέτησή μου αυτή απέναντι στην ως άνω αντίθετη προς το Σύνταγμα (contra constitutionem) ερμηνεία δεν οφείλεται σε πολιτική αντίθεσή μου ως προς την ίδρυση μη κρατικών Πανεπιστημίων. Για το ζήτημα αυτό έχω υποστηρίξει σε ανύποπτο χρόνο ότι δεν έχει πλέον νόημα να δίνουμε μάχες οπισθοφυλακής και ότι είναι προτιμότερο να τροποποιηθεί συνταγματικά, το άρθρο 16 του Συντάγματος, ώστε να επιτραπούν, με συγκεκριμένες αυστηρότατες προδιαγραφές, μη κρατικά και μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια. Μόνο έτσι θα αποφευχθούν επικίνδυνα by pass, όπως το σχεδιαζόμενο, με τα οποία είναι βέβαιο ότι θα καταλήξουμε σε μεταλλαγμένα ΙΕΚ…
Τέλος, υπάρχει και η παραβίαση των όρων του ελεύθερου ανταγωνισμού μέσω των απευθείας αναθέσεων και της πελατειακής συναλλαγής. Αυτή είναι η τέταρτη μείζων παραβίαση του κράτους δικαίου, που αφορά πλέον όχι τον πολιτικό αλλά –παραδόξως για το κυβερνών κόμμα– τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Ειδικότερα, εκείνο που βάλλεται πανταχόθεν το τελευταίο διάστημα είναι η βασικότερη θεσμική εγγύηση της οικονομίας της αγοράς, δηλαδή ο ελεύθερος ανταγωνισμός. Δεν μπορώ δυστυχώς να επεκταθώ με παραδείγματα, αλλά γνωρίζω καλά, όπως το γνωρίζουν καλά και όλοι οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ, ότι η σημερινή κυβέρνηση βαρύνεται με μία τεραστίων διαστάσεων διασπάθιση του δημόσιου και ευρωπαϊκού χρήματος, με πρωτοφανή κατάχρηση των απευθείας αναθέσεων και με μοναδικό κριτήριο την πελατειακή συναλλαγή και την προνομιακή μεταχείριση των “ημετέρων”. Η τακτική αυτή καταστρατηγεί στον πυρήνα της την συνταγματική προστασία των οικονομικών δικαιωμάτων, υπονομεύοντας έτσι βαθύτατα, μετά τον πολιτικό, και τον οικονομικό πλουραλισμό.