ΑΠΟΨΗ

Μπορεί να κερδίσει τις εκλογές η ΝΔ; – Θα συγκυβερνήσει το ΠΑΣΟΚ;

Μπορεί να κερδίσει τις εκλογές η ΝΔ; – Θα συγκυβερνήσει το ΠΑΣΟΚ; Μάκης Γιομπαζολιάς

Εντυπωσιάζει αρκετούς η δημοσκοπική αντοχή –για την εκλογική θα δούμε στην κάλπη– της κυβέρνησης και συνακόλουθα της ΝΔ του Μητσοτάκη. Με τόσα αστροπελέκια επάνω της, ανεξάρτητα από το αν έπεσαν από δικά της λάθη, ή από αντικειμενικές συνθήκες, θα περίμενε κανείς η κυβέρνηση να είναι σε ραγδαία πτώση. Και η ΝΔ να αναμένει την μοιραία ήττα της, κουβαλώντας την μεγάλη φθορά της μέχρι τις εκλογές, όποτε κι αν γίνουν αυτές. Με δεδομένη ιδίως την φρενήρη πορεία της ακρίβειας.

Δεν φαίνεται, όμως, κάτι τέτοιο. Και πάντως όχι στον βαθμό που ισχυρίζεται η δημόσια ρητορική της αξιωματικής κυρίως αντιπολίτευσης, στελέχη της οποίας θεωρούν πραγματική σήμερα την δημοσκοπική διαφορά περίπου πέντε μονάδων υπέρ της ΝΔ. Και ενώ βδελύσσονται τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν μεγαλύτερες διαφορές, δεν αρνούνται την δυσκολία ανατροπής αυτής της τάσης. Γιατί συμβαίνει αυτό; Πού μπορεί να φτάσει και με ποια πολιτικά αποτελέσματα; Αξίζει να τα ερευνήσουμε με βάση όσα ξέρουμε ότι συνέβησαν, όσα βλέπουμε να συμβαίνουν και όσα πιθανολογούμε ότι μπορεί να συμβούν.

Μετά τις εκλογές του 2019, ο Μητσοτάκης εξέπληξε σχηματίζοντας κυβέρνηση σαφώς κεντροδεξιά. Και σε πρόσωπα, καθώς αρκετοί υπουργοί προέρχονται από την κεντρώα πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ. Και σε πολιτικές, καθώς σε αρκετές πτυχές τους έχουν “άρωμα” ιδιόμορφου πατριωτισμού, κοινωνικής φροντίδας και οικονομικής στήριξης ευάλωτων νοικοκυριών. Χαρακτηριστικά αυτά σοσιαλδημοκρατικής κοπής.

Κοντολογίς, έχουμε την δεξιά παράταξη να στηρίζει μια κεντροδεξιά κυβέρνηση, η οποία εφαρμόζει, σε κάποιο βαθμό, και σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές. Και το σπουδαιότερο: Στελέχη, μέλη και υποστηρικτές της ΝΔ –θέλεις λόγω εξουσίας, θέλεις λόγω αλλαγής νοοτροπίας– στηρίζουν αυτήν την κυβέρνηση και υιοθετούν τις “σοσιαλδημοκρατικές” πολιτικές της. Οι εναντιούμενοι στην πολιτική Μητσοτάκη είναι μειοψηφίες στο κυβερνών κόμμα.

Κάτι μας θυμίζει αυτό. Το είδαμε αντίστροφα στην περίοδο Κώστα Σημίτη, ο οποίος διακήρυξε “εκσυγχρονισμό” και εφάρμοσε και πολιτικές της συντηρητικής παράταξης, όποιες έκρινε σωστές. Και χρησιμοποίησε στην Κυβέρνησή του και στον κρατικό μηχανισμό στελέχη της ΝΔ  (π.χ. Βασίλης Κοντογιαννόπουλος). Αρκετοί από το ΠΑΣΟΚ χαρακτήρισαν εκείνες τις πολιτικές “δεξιές”. Οι περισσότεροι, όμως –θέλεις λόγω εξουσίας, θέλεις λόγω αλλαγής νοοτροπίας– υιοθέτησαν εκείνες τις “δεξιές” πολιτικές του “εκσυγχρονισμού” και στήριξαν τον Σημίτη, ο οποίος έκανε δύο κυβερνητικές θητείες.

Είναι πρωτοφανείς αυτές οι πρακτικές;

Από την Μεταπολίτευση, οι αλλεπάλληλες ηγεσίες της ΝΔ προσπάθησαν συστηματικά και ενίοτε κατάφεραν να προσελκύσουν τον λεγόμενο “κεντρώο” χώρο, χρησιμοποιώντας στελέχη του και υιοθετώντας πολιτικές του. Χώρο που εκτιμάται ότι δίνει νίκες στην Δεξιά ή την Αριστερά, όταν δημιουργεί μαζί τους κεντροδεξιούς ή κεντροαριστερούς σχηματισμούς. Θυμίζουμε τον μεταπολιτευτικό Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος περιθωριοποίησε την ακροδεξιά και χρησιμοποίησε στελέχη και πολιτικές και του Κέντρου για να ανακόψει την φόρα της κεντροαριστεράς του Ανδρέα Παπανδρέου. Και τώρα έχουμε τον Μητσοτάκη να υπερβαίνει κάθε νεοδημοκράτη προκάτοχο του σε “κεντρώα” ανοίγματα.

Από την άλλη πλευρά, ο Ανδρέας Παπανδρέου πέτυχε περιφανείς νίκες σε βάρος της Δεξιάς, όταν “κατάπιε” τους κεντρώους σχηματισμούς, συρρίκνωσε την παραδοσιακή Αριστερά και έκανε την εθνική συμφιλίωση. Το αριστερό πρόσωπο του ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1974-1981 έδωσε σταδιακά την θέση του στο κεντροαριστερό, ιδίως μετά το 1985 με υπουργό Οικονομίας τον “φιλοευρωπαϊστή” Σημίτη.

Είχε προηγηθεί η Ένωση Κέντρου, με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπανδρέου, που είχε πετύχει την σύμπραξη κεντρώων, κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων και προσωπικοτήτων για να κατανικήσει την ΕΡΕ. Ήρθε στην εξουσία και εφάρμοσε κεντρώες πολιτικές πριν εξαναγκαστεί σε παραίτηση από τον τότε βασιλιά και υποστεί την αποστασία ετερόκλητων κομματαρχών του. Την βέβαιη επάνοδο στην κυβέρνηση της κεντροαριστερής πλέον Ένωσης Κέντρου είχε εμποδίσει η δικτατορία.

Αλλά και η Αριστερά πλησίασε ή έφτασε σε κυβερνητικές ευθύνες, όταν κέρδισε την στήριξη των κεντρώων. Από την ΕΔΑ του Ηλία Ηλιού μέχρι τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος αφού συγκυβέρνησε με τους δεξιούς ΑΝΕΛ, προσπαθεί τώρα να επαναφέρει το κόμμα του στην κυβέρνηση, επιχειρώντας την μετεξέλιξή από ριζοσπαστικά αριστερό σε ευρύ κεντροαριστερό σχηματισμό. Για όλους λοιπόν έχει αποδειχθεί ότι χωρίς προσέλκυση κεντρώων και υιοθέτηση κεντρώων πολιτικών και χρησιμοποίηση κεντρώων, κεντροδεξιών και κεντροαριστερών στελεχών, ούτε η Δεξιά ούτε η Αριστερά στην μεταπολιτευτική Ελλάδα μπορούν να φτάνουν και να διατηρούνται στην κυβέρνηση.

Μπορεί αυτή η ΝΔ να νικήσει στις εκλογές;

Εκλογική νίκη φαίνεται πως ναι, εάν τα δημοσκοπικά ευρήματα διατηρηθούν μέχρι τις εκλογές. Ακόμη και αυτοδυναμία, αν και δύσκολη, δεν μπορεί να αποκλειστεί, προφανώς στις δεύτερες εκλογές με ενισχυμένη αναλογική. Πρόσθετα στοιχεία που ευνοούν σήμερα τη ΝΔ είναι:

  • Η διαφαινόμενη δημοσκοπικά προτίμηση της πλειοψηφίας των πολιτών σε πολιτική σταθερότητα, μετά από 12ετή μνημονιακή ταλαιπωρία, πολιτική αστάθεια, ετερόκλητες συγκυβερνήσεις και κομματικά σκαμπανεβάσματα.
  • Η επίσης διαφαινόμενη προτίμηση των περισσοτέρων στην κυριαρχία του πρώτου κόμματος, στην περίπτωση κυβέρνησης συνεργασίας.
  • Η σαρωτική δημοσκοπική υπεροχή του Μητσοτάκη έναντι του Τσίπρα στις προτιμήσεις για Πρωθυπουργό.

Οι βασικοί λόγοι για συμβαίνουν αυτά είναι οι εξής: Ένας πρώτος λόγος είναι ότι οι πολιτικές που εφαρμόζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη δείχνουν “κεντροδεξιό” προφίλ, που διαψεύδει στην πράξη τις περί “ακροδεξιάς” αιτιάσεις. Μεγάλο τμήμα των πολιτών εξακολουθούν –σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις– να  προτιμούν αυτήν την κεντροδεξιά κυβέρνηση, παρά τα προβλήματα, που δικαίως τους καταλογίζουν για διαχειριστικές ανικανότητες, πολιτικές δολιχοδρομίες, ιδεολογικές αγκυλώσεις και σκοτεινές διαδρομές διαπλοκής χρήματος-πολιτικής-ΜΜΕ. Και κυρίως για το πρόβλημα της ακρίβειας. Εδώ που τα λέμε, δεν είναι μόνο ο εισαγόμενος πληθωρισμός, αλλά και η αναίσχυντη κερδοσκοπία.

Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι δεν φαίνεται να πείθει τους περισσότερους η ανάλογη προσπάθεια του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ. Μεγάλος αριθμός πολιτών –σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις– εξακολουθεί να τους χρεώνει τα αρνητικά της δικής τους διακυβέρνησης και να μην θεωρεί ρεαλιστικές, ορθές και αποτελεσματικές τις θέσεις τους. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συγκινεί τους περισσότερους κεντρώους. Πλεονέκτημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι η πιθανότητα αντισυσπείρωσης στη ΝΔ.

Ένας τρίτος λόγος είναι ότι το ΠΑΣΟΚ, που έχει καθαρές κεντρώες-κεντροαριστερές θέσεις, παρά την δημοσκοπική δυναμική που εμφάνισε με την αλλαγή ηγεσίας, δεν δείχνει εικόνα κόμματος εξουσίας. Του μένει ο ρόλος του μικρότερου εταίρου σε κυβέρνηση συνεργασίας. Το εάν και με ποιον θα συνεργαστεί θα είναι το κύριο πρόβλημά του. Επιδίωξη του είναι να ισχυροποιηθεί εκλογικά και να αποτελέσει αποφασιστικό παράγοντα των μετεκλογικών εξελίξεων. Το εάν αυτό είναι κριτήριο για την ψήφο των πολιτών θα το δείξει η κάλπη.

Η μη αναφορά μας στα άλλα κόμματα δεν είναι απαξιωτική. Εδράζεται στην εκτίμηση, ότι –για διάφορους λόγους– τα κόμματα αυτά είτε δεν θέλουν είτε δεν μπορούν να παίξουν καταλυτικό ρόλο στις μετεκλογικές πολιτικές εξελίξεις. Σε κάθε περίπτωση, οι εκλογές της απλής αναλογικής θα δείξουν δυνατότητες για όλους. Όλα αυτά βεβαίως μπορούν να τα ανατρέψουν η ακρίβεια και η ανασφάλεια των πολιτών, που δεν ανακατεύονται ενεργά με την πολιτική και είναι σιωπηλοί πριν την κάλπη. Σχετικό δείγμα είναι και το αρκετά υψηλό ποσοστό των αναποφάσιστων σε όλες σχεδόν τις δημοσκοπήσεις. Διότι, όπως έλεγε και ο Φλωράκης, η “κάλπη είναι γκαστρωμένη”.

Ποιες κυβερνητικές συνεργασίες;

Με βάση όλα τα παραπάνω, τα μετεκλογικά σενάρια είναι τα εξής:

Αυτοδυναμία επιδιώκει μόνο η ΝΔ για λόγους πολιτικής σταθερότητας, όπως λέει. Τη διεκδικεί στις δεύτερες εκλογές με ενισχυμένη αναλογική. Ο Μητσοτάκης διευκρίνισε, πάντως, ότι αυτοδυναμία δεν σημαίνει και μονοκομματική κυβέρνηση, δείχνοντας έτσι τις προθέσεις του για νέο άνοιγμα. Στέλνει μήνυμα, κυρίως προς το ΠΑΣΟΚ, για κυβερνητική συνεργασία.

Προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ, προβάλλοντας το δίλημμα “Ή μαζί μου ή με την Δεξιά”. Προϋπόθεση για να είναι ρεαλιστικό αυτό το σενάριο είναι στις εκλογές με απλή αναλογική ή και στις δεύτερες ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ να έχουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Εάν χρειάζονται και τις ψήφους του ΜΕΡΑ25 ή του ΚΚΕ, το ενδεχόμενο συνεργασίας γίνεται απίθανο. Εάν ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ έχουν πλειοψηφία πρέπει και να συμφωνήσουν σε ένα βασικό πρόγραμμα διακυβέρνησης, καθώς και στη διανομή των χαρτοφυλακίων και των άλλων θέσεων εξουσίας.

Το ΠΑΣΟΚ έχει το μεγαλύτερο πρόβλημα, γιατί ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ το βλέπουν σαν “πολύφερνη νύφη”. Από την θέση που θα πάρει μετεκλογικά, θα πείσει ή όχι εάν θέλει πολιτική σταθερότητα και εάν μπορεί προοδευτική κυβερνησιμότητα. Αυτό ισχύει, ακόμη και αν ενισχυθεί εκλογικά. Από το περίπου 13% που του δίνουν οι δημοσκοπήσεις δεν φαίνεται να προσεγγίζει το 20%, οπότε και θα μιλούσε αλλιώς.

Το σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα, που το ΠΑΣΟΚ λέει ότι θα προτείνει, δύσκολα θα μπορούν να το αρνηθούν –ειλικρινά ή δήθεν– και ο ΣΥΡΙΖΑ, που λέει ότι είναι σοσιαλδημοκρατία, αλλά και η ΝΔ που “σοσιαλδημοκρατίζει”. Και μάλιστα με συμβιβασμούς, που απαιτούν οι συνεργασίες.  Άρα για να έχει συμμετοχή σε συγκυβέρνηση, το ΠΑΣΟΚ πρέπει να δεχθεί πρωθυπουργό είτε τον Μητσοτάκη είτε τον Τσίπρα, αλλά κυρίως να στρογγυλέψει τις θέσεις του.

Είτε όμως συγκυβερνήσει με τη ΝΔ είτε με τον ΣΥΡΙΖΑ, θα κινδυνέψει να χάσει τον μισό κόσμο του. Εκτός εάν καταφέρει τρικομματική συγκυβέρνηση “εθνικής σωτηρίας”. Ή εάν καταγγείλει πειστικά την ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί δεν συγκυβερνούν οι δύο τους. Δύσκολα πράγματα. Αλλά όπερ έδει δείξαι. Με εθνικές απειλές. Με διεθνή αστάθεια. Με εισαγόμενο πληθωρισμό. Με μείζονα οικονομική, ενεργειακή, ίσως και επισιτιστική κρίση. Με ακρίβεια, ρεύμα, καύσιμα και κερδοσκοπία στα ύψη. Με πανδημικά κύματα. Με μεταναστευτικές κρίσεις. Και από την άλλη με μικροπολιτικούς καυγάδες. Και με την πατρίδα υπερχρεωμένη και ουσιαστικά χρεοκοπημένη. Αντιμετωπίζονται αυτά, με μονοκομματική δεξιά ή αριστερή διακυβέρνηση ή με συνεργατικά παίγνια και πολιτικά αδιέξοδα; Μμμμμμ… Έλα μου ντε!

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι