Μπορεί ο Ανδρουλάκης να ξανακάνει το ΠΑΣΟΚ μεγάλο;
07/01/2022Σε προηγούμενο κείμενο εξέτασα την πορεία του ΠΑΣΟΚ με βάση το γκραμσιανό σχήμα του “πολέμου ελιγμών-πολέμου θέσεων”. Επίσης, τον ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 και μετά κυρίως ως αποτέλεσμα του “πολέμου ελιγμών” σε μια μεταρρυθμιστική (όχι επαναστατική) γραμμή, με την έννοια του όρου στην αριστερή φιλολογία. Στο παρόν εξετάζω την κίνηση ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στη διαφαινόμενη συνθήκη ενός “πολέμου θέσεων”.
Η νέα ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επιχειρεί κάτι σπάνιο στην ιστορία των κομμάτων. Την αναγέννηση ενός πάλαι ποτέ ηγεμονικού κόμματος, που φαινόταν να βαδίζει προς το περιθώριο. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει αφενός να οξύνει τον αντιπολιτευτικό του λόγο με όρους καθημερινότητας – στο πεδίο ιδίως των κοινωνικών ανισοτήτων και των εργασιακών ζητημάτων. Αφετέρου να αποφύγει την υπαγωγή του σε θεματικές που ορίζει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η παρούσα “κανονικότητα” προκρίνει περισσότερο στρατηγικές “πολέμου θέσεων”, στις οποίες το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ οφείλει ανταγωνιστικά να ανταποκριθεί, εφόσον επιδιώκει να αμφισβητήσει την μετά το 2012 πρωτοκαθεδρία του ΣΥΡΙΖΑ στο χώρο της Κεντροαριστεράς. Να κάνει ό,τι έπραξε ο Ανδρέας Παπανδρέου από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 απέναντι στην παραδοσιακή Αριστερά, να ανακτήσει στοιχεία της ιδιομορφίας του χώρου, που αφορούν τη σχέση εθνικού-διεθνικού σήμερα. Στοιχεία διακριτά που διαφοροποιούσαν το ΠΑΣΟΚ από άλλα κόμματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς, τα οποία έχει επισημάνει ο οξυδερκής Ντόναλντ Σασούν στο μνημειώδες έργο του “Εκατό Χρόνια Σοσιαλισμού” (τ. 2ος, Καστανιώτης, 2001), με την βοήθεια του Βασίλη Φούσκα στο κεφάλαιο για το ΠΑΣΟΚ της περιόδου 1974-1994.
Αναπαράγεται στο δημόσιο λόγο ότι η νέα ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δεν έχει διατυπώσει θέσεις. Η προσέγγιση στην απολυτότητά της είναι λανθασμένη. Πράγματι δεν έχει διατυπωθεί αναλυτικά και επεξεργασμένα ένα σώμα ιδεών-απόψεων. Η πολιτική ομάδα του Νίκου Ανδρουλάκη είχε συγκροτηθεί περισσότερο με οργανωτικά χαρακτηριστικά και λιγότερο ιδεολογικά. Αυτό έχει να κάνει και με την ηγεμονική κομματική κουλτούρα του ΠΑΣΟΚ την περίοδο που ανδρώθηκε ο ίδιος και η γενιά του πολιτικά, ένα δηλαδή μαζικό κόμμα σε υποχώρηση.
Θέσεις-Κατευθύνσεις
Έχουν όμως αναδειχθεί ορισμένα σημεία-κατευθύνσεις που αξίζει να επισημανθούν, καθώς αποτελούν μια αφετηρία. Το πρώτο είναι η αναφορά στην παραταξιακή μνήμη. Το δεύτερο είναι το παρόν και το μέλλον του τόπου και των πολιτών με την χρήση κρίσιμων εννοιών όπως δημογραφικό, πατρίδα, κοινωνικές ανισότητες, παιδεία, εργασία, ανάπτυξη-παραγωγή, που σκιαγραφούν προτεραιότητες. Το τρίτο είναι η αναφορά με κέντρο την Ελλάδα, ένα “εμείς”, δηλαδή η εθνική, δημοκρατική, κοινωνική ενότητα.
Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ απευθύνεται ουσιαστικά σε τρία διαφορετικά ακροατήρια. Στο τμήμα που ψήφιζε ΚΙΝΑΛ ή τις προηγούμενες εκλογικές μορφές στην περίοδο των μνημονίων. Στο τμήμα που διέρρηξε εκλογικά τις σχέσεις μαζί του από το 2012 και μετά, κυρίως προς τον ΣΥΡΙΖΑ και ένα μέρος προς ΝΔ. Οι νεώτερες γενιές που ενηλικιώνονται από το 2010 και μετά. Για τις δύο πρώτες κατηγορίες, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ πρέπει να οικοδομήσει ένα κοινό συμπεριληπτικό ερμηνευτικό σχήμα της ιστορίας. Όχι γραφειοκρατικά αυτοδικαιωτικό, αλλά γόνιμα και προωθητικά αυτοκριτικό. Η αποφυγή να αναφερθεί στα γεγονότα του Οκτωβρίου 2011 στη Θεσσαλονίκη (με αφορμή τον θάνατο του Κάρολου Παπούλια) με τον τρόπο που το επιχείρησε η ΝΔ, αποτελεί ένδειξη.
Σημαντικό είναι η κατεύθυνση για το παρόν και το μέλλον του τόπου, το έμπρακτο ενδιαφέρον για τις νεώτερες γενιές. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ οφείλει να αναμετρηθεί με τα πραγματικά προβλήματα, τις κοινωνικές αντιθέσεις, την εθνική προοπτική σε συνθήκες υψηλής γεωπολιτικής-γεωοικονομικής κινητικότητας, τα όρια που θέτουν οι όροι διαχείρισης του δημοσίου χρέους, καθώς και η λειτουργία θεσμών όπως το Υπερταμείο για τη δημόσια περιουσία.
Προτεραιότητα η oργάνωση
Η αναγέννηση της κομματικής οργάνωσης ιεραρχείται ως πρώτη προτεραιότητα από τη νέα ηγεσία. Η προέλευσή της τη βοηθά να συνειδητοποιεί τη σημασία της. Η μετεξέλιξη ενός μηχανισμού-δικτύου ανθρώπων, με σημαντικές δυνάμεις σε επιμέρους χώρους, σε μαζική οργάνωση, σε μια μεταφορντική κοινωνία, ύστερα από την εμπειρία της οικονομικής κρίσης που επέφερε και την εκλογική κατάρρευση, είναι πολυσύνθετο ζήτημα.
Είναι όμως αποφασιστικής σημασίας τόσο στον ανταγωνισμό με τον ΣΥΡΙΖΑ για την πρωτοκαθεδρία στην Κεντροαριστερά, όσο και στην αναμέτρησή του με τα πραγματικά προβλήματα. Ένα παράδειγμα από τους δικηγόρους, οι οποίοι αποτελούν καλό παρατηρητήριο για την κίνηση της μεσαίας τάξης, αλλά και ως στοιχείο εθνικής ιδιομορφίας.
Στις εκλογές στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθήνας από το χώρο του ΠΑΣΟΚ προήλθαν τρία ψηφοδέλτια, ένα από τα οποία πρώτευσε σε επίπεδο συμβούλων και προέδρου. Αλλά και τα άλλα σημείωσαν ικανοποιητικά αποτελέσματα, ενώ από τον ΣΥΡΙΖΑ κανένα. Ειδικά στις κάλπες των ηλικιών 25-35 ετών, δηλαδή στο 1/3 του σώματος, οι παρατάξεις που προέρχονταν από το ΠΑΣΟΚ σημείωσαν αναλογικά τα χειρότερα αποτελέσματά τους. Σ’ αυτές τις ηλικίες πρώτευσε υποψήφιος από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και δεύτερος ο προερχόμενος από τη ΝΔ.
Το αποτέλεσμα στις κάλπες των ηλικιακά νεότερων δικηγόρων καταγράφει την συσσωρευμένη υπερδεκαετή κρίση με τις επιπτώσεις που έχει στο δικηγορικό σώμα, την αποδυνάμωση της μικρομεσαίας δικηγορίας και την τάση κοινωνικής πόλωσης του σώματος. Επίσης, την απουσία την τελευταία δεκαετία της ΠΑΣΠ από τα πανεπιστήμια, του οργανωμένου χώρου που αναπαράγει το λόγο, την ατμόσφαιρα, τα πρόσωπα, την κοινωνικότητα της δημοκρατικής παράταξης, σε αντίθεση με τους ανταγωνιστικούς χώρους. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Παραγωγή και μεσαία τάξη
Ένα από τα πεδία που το ΠΑΣΟΚ ηττήθηκε ιστορικά ήταν η παραγωγή. Αυτό αφορά την Αριστερά στο σύνολό της. Οι “προβληματικές επιχειρήσεις” και το “χρηματιστήριο” αποτελούν δύο εκδοχές αυτής της ήττας. Το κόμμα στο εσωτερικό του διαμορφώθηκε στη λογική της διανομής και όχι της παραγωγής. Τα ζητήματα αυτά συνδέονται με τη λεγόμενη μεσαία τάξη σήμερα, μετά και από 10ετή μνημονιακή διαχείριση και πανδημική κρίση. Η κατώτερη μεσαία τάξη (20.000-50.000 ευρώ ετησίως) στοχοποιήθηκε υλικά και λεκτικά από την αρχική εκδοχή του ασφαλιστικού νόμου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και συνολικά από τη μνημονιακή διαχείριση-συσσώρευση. Είναι πλέον πρώην μεσαία τάξη ως διαδικασία κοινωνικής αναπαραγωγής.
Το κοινωνικό κράτος, που αποτέλεσε προϊόν της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας και κυρίως του ΠΑΣΟΚ, θεσμοποιώντας ουσιαστικά την κοινωνική κινητικότητα-αναπαραγωγή, διαρκώς συρρικνώνεται. Δεν υφίσταται πλέον μπλοκ μικρομεσαίων. Ταξικοί φραγμοί ορθώνονται, ακόμα και θεσμοποιούνται ιδίως από τη σημερινή κυβέρνηση, με χαρακτηριστικό τον τομέα της εκπαίδευσης, έναν κομβικό μηχανισμό για τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας σε μια οικονομία παροχής υπηρεσιών.
Η κυβερνητική στρατηγική του Ταμείου Ανάκαμψης θέτει εκτός την κατώτερη μερίδα της μεσαίας τάξης. Αυτό δείχνει να το έχει συνειδητοποιήσει η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Η μέση και ανώτερη μεσαία τάξη δεν κινούνται σε παραγωγική τροχιά, στοιχείο βασικό ήδη από τη δεκαετία του 1990, επίσης συνδεδεμένη με την κυρίαρχη εκδοχή του ΠΑΣΟΚ την 15ετία που προηγήθηκε του μνημονίου. Η διαδικασία παραγωγικού μετασχηματισμού τους είναι κρίσιμη και αναγκαία.
Εργατική τάξη και λαϊκά στρώματα
Η εργατική τάξη διαρκώς συμπιέζεται. Ο εργασιακός νόμος, όπως και εκείνος της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, είναι χαρακτηριστικοί. Η ευελιξία στην αγορά εργασίας, η υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης και η ανταγωνιστική προς τα κάτω συμπίεσή της, η θεσμοποίηση του εργαζομένου ως “απομονωμένου ατόμου”, είναι η καθημερινότητα χιλιάδων ανθρώπων της εργασίας. Η τηλεργασία και η ευρύτερη διαδικασία ψηφιακής μετάβασης θέτει ζητήματα αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ οφείλει να κινηθεί προγραμματικά με όρους κοινωνικής ενότητας, παραγωγής και αύξησης του βαθμού κοινωνικοποίησης της παραγόμενης υπεραξίας.
Η ανάδειξη της νέας ηγεσίας του δείχνει μέχρι στιγμής να απασχόλησε περισσότερο τα μεσοστρώματα, που μεταβάλλονται ευκολότερα και λιγότερο τα λαϊκά. Η κρίση του 2010-2012, οδήγησε σε εκλογική κατάρρευση το ΠΑΣΟΚ στο πλαίσιο ενός “πολέμου ελιγμών”, δηλαδή σε μαζική μετατόπιση ιδίως των λαϊκών στρωμάτων του ΠΑΣΟΚ προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Η αντιστροφή της απαιτεί εντατική, συνεχή και προσανατολισμένη προσπάθεια επαναδιεκδίκησης του συγκεκριμένου κοινωνικού χώρου σε συνθήκες “πολέμου θέσεων” από πλευράς ΠΑΣΟΚ.
Ο ρόλος μιας αναγεννημένης μαζικής κομματικής οργάνωσης, το στοιχείο της κοινωνικής γείωσης, ειδικά στο σημείο αυτό είναι σημαντικός και θα είναι ένα από τα βασικά πεδία που θα κριθεί. Η επιμονή σ’ έναν αντι-λαϊκιστικό λόγο ελιτίστικου χαρακτήρα, με όλα τα σχετικά στερεότυπα, είναι και αναλυτικά λανθασμένος και πολιτικά αναποτελεσματικός. Άλλο η περισυλλογή μετά την εμπειρία της χρεοκοπίας και του μνημονίου και άλλο η αντι-λαϊκιστική εμμονή. Με όρους σοσιαλδημοκρατίας που προτιμά η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, άλλο SPD και άλλο FDP. Αν και η γραμμή που έχει ανάγκη το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, αλλά και η χώρα, είναι ένα πολιτικό ρεύμα αριστερού βενιζελισμού στις σύγχρονες συνθήκες.
Το εθνικό ζήτημα
Η σχέση τοπικού-παγκόσμιου, εθνικού-διεθνικού, καθορίζει τους βαθμούς αυτονομίας, τον τρόπο συμμετοχής της Ελλάδας στο διεθνές γίγνεσθαι, ιδίως σε συνθήκες πυκνών δικτύων, πολυεπίπεδων και πολυκεντρικών μορφών διεθνούς διακυβέρνησης. Η εθνική ταυτότητα δεν υποχωρεί, όπως μια μεταεθνική, αριστερή ή φιλελεύθερη, προσέγγιση θεωρεί, αλλά αναγεννιέται. Αυτή είναι η κυρίαρχη τάση και όχι η αντίστροφη. Έχει, λοιπόν, μεγάλη σημασία τί χαρακτηριστικά θα έχει αυτή η αναγέννηση.
Και το κράτος μετασχηματίζεται και δεν μαραζώνει, όπως θεωρούσε μια εκσυγχρονιστική θεώρηση της παγκοσμιοποίησης της δεκαετίας του 1990. Ομοίως είναι κομβικό ζήτημα ο χαρακτήρας του μετασχηματισμού του. Η τέχνη συνεπώς του κυβερνάν, είναι σχετικά αυτόνομη και κρίσιμη για την κοινωνική ευημερία. Η ανάδειξη των ζητημάτων στη διεθνή δημόσια σφαίρα, σε πολλά επίπεδα, με συνέχεια και συνέπεια αποτελεί καθοριστικό παράγοντα.
Ο τουρκικός επεκτατισμός, το αυταρχικό τουρκικό κράτος, αποτελεί το Νο 1 ζήτημα. Όχι μόνον για την Ελλάδα, αλλά για την Ανατολική Μεσόγειο. Η επίσημη ελληνική Αριστερά, λόγω της θεωρίας της, όπως ιστορικά διαμορφώθηκε, αρνιόταν να ανταποκριθεί στην ουσιαστικά διεθνιστική της υποχρέωση για μια ανάλογη προσέγγιση του ζητήματος. Ο νέος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, όπως προκύπτει από την παρουσία του ως ευρωβουλευτής, αλλά και τις πρώτες αναφορές του, δείχνει να έχει συνείδηση της κεντρικότητας του ζητήματος.
Νέα πρόσωπα
Τα “ελληνοτουρκικά” ή τα “ευρωτουρκικά” με τις συγκεκριμένες μορφές που ιστορικά έλαβαν, ως τρόπος προσέγγισης και αντιμετώπισης του θέματος, είναι στατικός ή και ξεπερασμένος. Το “τουρκικό πρόβλημα” είναι το βασικό ζήτημα στην περιοχή και ως τέτοιο πρέπει διαρκώς να τίθεται. Αυτό έχει εσωτερική και εξωτερική διάσταση. Οι συνθήκες την τελευταία 30ετία σπρώχνουν προς την κατεύθυνση αυτή. Σήμερα είναι ανάγκη των λαών της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και συνειδητοποιείται στην Ευρώπη, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι πριν από 10-20 χρόνια.
Η νέα ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αναμετράται με τη δυνατότητα ή μη αναγέννησης ενός κόμματος, που έτεινε στο περιθώριο. Ένα δύσκολο εγχείρημα που ίσως δεν έχει θετικό προηγούμενο. Στον “πόλεμο θέσεων” απαιτούνται νέα πρόσωπα, που δεν θα θυμίζουν το χθες. Η παραταξιακή μνήμη βοηθά σ’ αυτό. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1910, ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1974. Ειδικά γύρω από τον Βενιζέλο διαμορφώθηκε μια πολιτική ομάδα από άριστους. Ίσως ήταν και η κοινωνική δυναμική εκείνης της εποχής. Στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ πρέπει να μελετήσουν τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου.
Απαιτείται επιπλέον νέο αναλυτικό-πολιτικό λεξιλόγιο. Θα πρότεινα στην πολιτική ομάδα της νέας ηγεσίας ορισμένα συνθετικά διαβάσματα βιβλίων, όπως των Rasmig Keucheyan “Αριστερό Ημισφαίριο-Μια χαρτογραφία της νέας κριτικής σκέψης”, Αδριανού Εριγκέλ “Η πάλη των τάξεων στην εποχή του απόλυτου καπιταλισμού”, Klaus Schwab-Thierry Malleret “Η μεγάλη επανεκκίνηση”, Μιχάλη Χαραλαμπίδη “Νέα Αναπτυξιακή Παιδεία-Η ανάκτηση του ελληνικού τρόπου”, του ιδίου “Το Νέο Ανατολικό Ζήτημα-Το Τουρκικό Πρόβλημα-Η ανθρωπιστική Ελλάδα”. Η δύναμη βρίσκεται στις ιδέες και στη μαζική δημοκρατική οργάνωση, στο συνδυασμό τους και με θεμελιώδη αρχή ότι τα κόμματα υπάρχουν για τον τόπο και όχι ο τόπος για τα κόμματα.