Ο εκλογικός στόχος του Τσίπρα και τα διλήμματα που θα θέσει
09/07/2021Στην πρόσφατη Εθνική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης Τσίπρας έβαλε το πλαίσιο του πολιτικού σχεδιασμού του: Νίκη έστω και με μία ψήφο διαφορά. Κατ’ αρχήν ακούγεται αυτονόητο. Τί άλλο θα μπορούσε να βάλει ως στόχο ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αν όχι τη νίκη; Το πρόταγμα στοχεύει να διαλύσει την ηττοπάθεια, που είναι υπαρκτή σε μία μερίδα στελεχών και ψηφοφόρων. Ακολούθως υποδηλώνει την στόχευση αφενός να ακυρώσει τον σχεδιασμό Μητσοτάκη, αφετέρου να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που θα βάλει το πλαίσιο των εξελίξεων μετά τις εκλογές.
Ο σχεδιασμός του Μητσοτάκη, τον οποίο έχει εκφράσει δημοσίως, προβλέπει ότι οι εκλογές θα είναι διπλές, ώστε να τελειώνει με την απλή αναλογική. Ακόμη δηλαδή και αν μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας, θα πάει σε δεύτερες εκλογές με το δικό του σύστημα που εξασφαλίζει 40 έδρες περισσότερες για το πρώτο κόμμα. Ο Τσίπρας κινείται στον αντίποδα. Θέλει νίκη, έστω και με μία ψήφο, ώστε να έχει τον πρώτο λόγο και να επιχειρήσει σχηματισμό κυβέρνησης με απλή αναλογική, ακόμη και εάν θα τον ευνοούσε η επαναληπτική εκλογή. Η απλή αναλογική είναι στρατηγική επιλογή. Μία κυβέρνηση με απλή αναλογική θα επιφέρει μία διαφορετική δόμηση του πολιτικού συστήματος στην συνέχεια.
Ο Τσίπρας εννοεί ότι θα σχημάτιζε και κυβέρνηση μειοψηφίας, με ανοχή από άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης. Με την επιλογή του αυτή θα θέσει διλήμματα σε ΚΙΝΑΛ, Μέρα25 ακόμη και στο ΚΚΕ. Η πρόθεσή του είναι να ζητήσει συνεργασία για κυβέρνηση έστω και περιορισμένου χρόνου, ώστε να ακυρώσει τις νεοφιλελεύθερες “μεταρρυθμίσεις” της ΝΔ με πρώτο το εργασιακό, εν συνεχεία το εκπαιδευτικό (μείωση εισακτέων, πανεπιστημιακή αστυνομία) την ιδιωτικοποίηση στην Υγεία κλπ.
Αλλά ακόμη και η επιβολή στην πράξη της απλής αναλογικής είναι από μόνο του σημαντικό επιχείρημα. Εν ολίγοις η έκκληση προς όλη την αντιπολίτευση θα είναι η εμπέδωση της απλής αναλογικής και η νομοθέτηση σειράς προοδευτικών μέτρων, στα οποία υπάρχει συμφωνία. Το δίλημμα για τις ηγεσίες των κομμάτων της αντιπολίτευσης θα είναι το εξής: ή θα συμμαχήσουν για ακύρωση των μεταρρυθμίσεων της ΝΔ, ή θα ανοίξουν τον δρόμο για επανεκλογή της ΝΔ και εδραίωση-προώθηση του νεοφιλελεύθερου πακέτου. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να αναδειχθεί πρώτο κόμμα, έστω και με μία ψήφο.
Δυσπιστία από τα μικρά κόμματα
Η Αλέκα Παπαρήγα είπε στην Βουλή, ότι το ΚΚΕ δεν εμπιστεύεται τον ΣΥΡΙΖΑ. Κύκλοι του Μέρα25 λένε το ίδιο, ότι δηλαδή «ο Τσίπρας δεν είναι αξιόπιστος, μας πούλησε μία φορά με το τρίτο μνημόνιο και θα το ξανακάνει». Όσο για το ΚΙΝΑΛ, οι περί τον Ανδρέα Λοβέρδο δεν έχουν πρόβλημα. Δεν εξετάζουν το ενδεχόμενο σύμπραξης με ΣΥΡΙΖΑ. Η αριστερή πτέρυγα όμως θα μπει σε προβληματισμό.
Ο Τσίπρας δεν μίλησε για διάλογο με τα άλλα κόμματα της Κεντροαριστεράς, προκειμένου να διαμορφωθούν οι όροι μίας “προοδευτικής διακυβέρνησης”. Θεωρεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η ηγεμονική δύναμη της Κεντροαριστεράς που θα πορευτεί μόνος του για να κερδίσει την πρώτη θέση και να βάλει τους όρους της μετεκλογικής προοδευτικής συνεργασίας. Έκοψε έτσι και την εσωκομματική συζήτηση (την είχε ανοίξει ο Νίκος Μπίστης) για διάλογο πριν τις εκλογές. Κάτι τέτοιο θα προσδιόριζε με διαφορετικούς όρους την θέση του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων κομμάτων.
Σε ένα άλλο επίπεδο ο Τσίπρας προανήγγειλε πολιτικό άνοιγμα στον «μεσαίο χώρο», ο οποίος προσδιορίζεται, θα λέγαμε “γεωγραφικά”, με κοινωνικά κριτήρια και όχι με πολιτικά. Εν ολίγοις χρησιμοποιώντας τον παλιό όρο των Καραμανλή, Σπηλιωτόπουλου, Λούλη απευθύνεται στα μικρομεσαία στρώματα. Γι’ αυτό άλλωστε και διευκρίνισε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κερδίσει αυτούς που ενδεχομένως αδόκιμα αυτοχαρακτηρίζονται πολίτες του Κέντρου».
Ο Τσίπρας για την προοπτική νίκης
Η ανάλυση είναι απλή: ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να στραφεί προς τον μεσαίο χώρο, ώστε να ξεπεράσει το 32%. Ο Αλέξης Τσίπρας θεωρεί ότι θα το πετύχει με κατ’ ουσίαν αριστερές πολιτικές και όχι με πολιτικές του μέσου όρου. Πρόκειται για την προαναγγελία μίας επιθετικής προσέλκυσης ψηφοφόρων. Το εάν οι δυνατότητες και η προσβάσεις του κόμματος στα ΜΜΕ επιτρέπουν μία τέτοια επιθετική πολιτική προσέλκυσης ψηφοφόρων είναι ζητούμενο.
Ο Τσίπρας θεωρεί ότι τον ευνοούν οι διεθνείς εξελίξεις, και κυρίως η μετατόπιση προς τις κεϋνσιανές πολιτικές του προέδρου Μπάιντεν. Βεβαίως, όλα δείχνουν ότι θα υπάρξει σύγκρουση με το Βερολίνο. Το εάν οι σοσιαλδημοκράτες της ΕΕ, με τους οποίους θέλει συνεργασία (όπως έδειξε η παρουσία του στο συνέδριό τους), συγκρουστούν με τη Γερμανία είναι επίσης προς απόδειξη.
Φυσικά υπάρχει το ερώτημα: Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ (ειδικά αν οι εκλογές γίνουν πρόωρα), να κερδίσει; Το θέμα έβαλε εμμέσως ο Νίκος Φίλης, που σημείωσε ότι δύο χρόνια μετά τις εκλογές οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πίσω. Ο Τσίπρας θέλησε να εμφυσήσει αισιοδοξία και απάντησε στις βασικές αιτιάσεις που αμφισβητούν την προοπτική νίκης, έστω και με μία ψήφο.
Εκλογική ετοιμότητα
Χαρακτηριστικά είπε: «Μας λένε ότι έχουμε απέναντί μας τα μέσα ενημέρωσης. Πάντα τα είχαμε και το 2012 και το 2015 και κερδίσαμε». Απάντησε, όμως, και στο επιχείρημα ότι τότε, το 2015, ξεπέρασε την αντίδραση των ΜΜΕ γιατί είχε καβαλήσει το κύμα. Είπε ότι μετά το 24% των ευρωεκλογών όλοι είχαν τον ΣΥΡΙΖΑ για τελειωμένο, αλλά παρά τις αρνητικές προβλέψεις και τον πόλεμο των ΜΜΕ σε έναν μήνα αύξησε το ποσοστό σε 32%.
Τέλος, είναι αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει την προσωπική επαφή με τους πολίτες και να δημιουργήσει ρεύμα με τις περιοδείες του. Στο ίδιο πλαίσιο θα κινηθούν και τα άλλα στελέχη, αλλά το δυνατό χαρτί είναι ο ίδιος. Η Κουμουνδούρου είναι πεπεισμένη ότι εάν είχε τις δυνατότητες ανοικτές, ο Μητσοτάκης θα πήγαινε σε πρόωρες εκλογές. Ωστόσο, εκτιμά ότι οι εξελίξεις στην πανδημία με την μετάλλαξη Δέλτα είναι αποτρεπτικές.
Στην Εθνική Συνδιάσκεψη όλοι έδειξαν πρόθεση για καταλλαγή, ακόμη και οι “δημογέροντες” που έχουν συνασπιστεί υπό την εσωκομματική “Ομπρέλα”. Εν ολίγοις ακόμη και εκείνοι που μιλάνε για «αριστερό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ», δείχνουν διατεθειμένοι να ξεχάσουν τις επιφυλάξεις τους, προκειμένου να κερδίσουν τις εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν τελικά.
Απουσία των εθνικών θεμάτων
Μόνο ο Πάνος Λάμπρου προσπάθησε να πατήσει σε μία αμετροεπή αναφορά του Αλέξανδρου Τριανταφυλλίδη περί «γκρουπούσκουλων» για να επαναφέρει την συζήτηση για τον χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ με συγκρουσιακό τρόπο, αλλά έμεινε μόνος του. Φυσικά, η βασική διαφορά για το ποιος διοικεί το κόμμα, αν είναι ο Αλέξης Τσίπρας ή μοιράζεται την ηγεσία με τους “δημογέροντες”, υπό το ερώτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι «αρχηγικό κόμμα» είναι υπαρκτή. Αλλά ο Τσίπρας φέρεται να έχει πάρει τις αποφάσεις του, ότι είναι διατεθειμένος να ανοίξει την πόρτα την επόμενη φορά που θα τον αμφισβητήσουν.
Όλοι, όμως, τόσο η ηγεσία όσο και τα κορυφαία στελέχη, απέφυγαν κάθε αναφορά στα εθνικά θέματα και κυρίως στα ελληνοτουρκικά. Ο λόγος είναι πολύ απλός. Αν ανοίξει ένας τέτοιος διάλογος η ενότητα που προέκυψε λόγω συμβιβασμών στα υπόλοιπα, θα εξαφανιστεί. Κυρίως, όμως, θα εξαφανιστεί η θετική προδιάθεση μίας σημαντικής μερίδας των πασοκογενών ψηφοφόρων.
Ο Τσίπρας έχει κάθε λόγο να αφήσει τον Μητσοτάκη να κάνει τους συμβιβασμούς που θα διαλύσουν το δικό του κόμμα. Εάν βέβαια αντέξει τις πιέσεις από τους Μπίστη, Φίλη κ.α. που τον θέλουν να εμφανιστεί ως “επισπεύδων” σε μία πολιτική διευθέτησης των ελληνοτουρκικών διαφορών που φυσικά θα έχει υποχωρήσεις για την ελληνική πλευρά και αντίστοιχο πολιτικό κόστος.