Οι ιδεοληψίες αλλάζουν πιο δύσκολα από τις ηγεσίες…
19/07/2023Μετά την εκλογική συντριβή, ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε παγιδευμένος σε έναν διπλό δεσμό: κόμμα κατ’ εξοχήν ταυτισμένο με τον αρχηγό του, είτε θα έπρεπε να συνεχίσει με την ίδια απαξιωμένη και εξουδετερωμένη ηγεσία, είτε να απωλέσει αυτό που απετέλεσε το σημαντικότερο όπλο του μέχρι πρόσφατα, το επικοινωνιακό χάρισμα του αρχηγού του. Ωστόσο, ανεξάρτητα από το πρόσωπο του διαδόχου, το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο από αυτό που ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ αντιλαμβάνεται. Με ή χωρίς Τσίπρα, το κόμμα αυτό δεν διαθέτει γείωση στην κοινωνία.
Δεν έχει ρίζες ούτε στα συνδικάτα, ούτε στους φοιτητές, ούτε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Είναι στον πυρήνα του ένας αστερισμός από μια μικρή κομματική γραφειοκρατία, πλαισιωμένη από απομεινάρια παλιότερων κομμάτων, οργανώσεων και ακτιβιστικών μονοθεματικών κινήσεων και από διανοουμένους, πανεπιστημιακούς και μη. Άξιοι και έντιμοι άνθρωποι οι περισσότεροι και υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου από τον ίδιον τον Τσίπρα, αλλά κατά μέσον όρο μεγαλύτερης ηλικίας από αυτόν και οπωσδήποτε με βιώματα και ιδεολογικές προσηλώσεις, αλλά και οικονομικές δυνατότητες πολύ απομακρυσμένες από εκείνες του μέσου εργαζόμενου.
Οι σεισμικές δονήσεις της μεγάλης ηθικής, οικονομικής και πολιτισμικής κρίσης που πλήττει την κοινωνία μας, πάνω από μια δεκαετία, κρίση που επέφερε τον αναδασμό του πολιτικού τοπίου, με κύριο θύμα το ΠΑΣΟΚ, εκτόξευσε αυτό το πολυτασικό συνονθύλευμα του 3% στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και κατόπιν της κυβέρνησης. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα…
Όμως, το πλήθος των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που βρήκαν εκεί νέα στέγη, δεν αφομοιώθηκαν, αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία και ξενοφοβία από τον πυρήνα των παλαιών, οι οποίοι μάλλον αδυνατώντας να κατανοήσουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ραγδαίας μεταστροφής που τους έφερε από το πολιτικό περιθώριο στα υπουργικά έδρανα, θεώρησαν ότι μπορούν να έχουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί του ενός τρίτου του εκλογικού σώματος και πλέον, χωρίς να πάψουν συγχρόνως να έχουν συμπεριφορά γκρουπούσκουλου διαμαρτυρίας.
Η μαζική εισροή ψηφοφόρων ερμηνεύτηκε, εντελώς ερασιτεχνικά και βουλησιαρχικά, ως “ριζοσπαστικοποίηση” της κοινωνίας, παρόλο που στις ψυχές των ανθρώπων δεν έπαψε να βασιλεύει το όνειρο του ατομοκρατικού καταναλωτικού ηδονισμού και ο τρόμος για την απώλειά του. Παρόλο που θα έπρεπε να είναι σαφές πως το δέλεαρ για αυτή την κομματική μετανάστευση ήταν η υπόσχεση της επιστροφής στις “καλές μέρες” προ των μνημονίων και μάλιστα “με ένα νομοσχέδιο και μία ψήφο”, μετά το οποίο, “οι αγορές θα χορεύουν στο ζουρνά που θα τους παίζουμε εμείς”!
Η βραδυφλεγής απογοήτευση
Το τι συνέβη είναι γνωστό. Η απογοήτευση ήταν βραδυφλεγής. Δεν εκδηλώθηκε αμέσως μετά την αστραπιαία μετατροπή του “ΟΧΙ” σε “ΝΑΙ”, αλλά μόνον αφού βιώθηκαν οι επιπτώσεις του τρίτου μνημονίου, που τις χρεώθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ πολύ περισσότερο από όσο χρεώθηκε το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ τα δύο προηγούμενα, ακριβώς λόγω της μεγάλης ελπίδας που τόσο αστόχαστα είχε το ίδιο θρέψει.
Η όντως χρηστή και έντιμη οικονομική διαχείριση της τετραετίας ΣΥΡΙΖΑ (συγκρινόμενη με το όργιο σκανδάλων, ξεπουλήματος και διαπλοκής της επόμενης τετραετίας) ήταν κάτι πολύ λιγότερο από την κατάργηση των μνημονίων και της αποικιοποίησης της χώρας. Ο Τσίπρας υπήρξε ο μόνος συνεκτικός ιστός όλου αυτού του ετερόκλητου αστερισμού και εν τέλει ίσως και να υπήρξε το μοναδικό όπλο που διέθετε ο χώρος αυτός σε επίπεδο επικοινωνίας. Μόνο που η αποκλειστική εξάρτηση από αυτό, το αχρήστευσε τελικά.
Ο Τσίπρας, με φυσικό επικοινωνιακό χάρισμα, ηττήθηκε από έναν πολιτικό αντίπαλο που δεν διέθετε καθόλου από αυτό – εξάλλου ποτέ δεν τόλμησε, σίγουρα μετά από αυστηρή απαγόρευση των εξαιρετικών επικοινωνιολόγων του, την απευθείας αντιπαράθεση μαζί του. Διέθετε όμως έναν στρατό ειδικών του πεδίου και το σύνολο των συστημικών ΜΜΕ. Και έτσι το επιστημονικά κατασκευασμένο “χάρισμα”, νίκησε κατά κράτος το φυσικό. Εναντίον του Τσίπρα διεξήχθη και –κατά τρόπο χυδαίο και άνανδρο– διεξάγεται ακόμα και σήμερα μια χειρουργική επιχείρηση δολοφονίας προσωπικότητας. Διόλου βεβαίως δεν τον ηρωοποιεί, ούτε πολύ λιγότερο τον δικαιώνει αυτό.
Κανένα φυσικό χάρισμα δεν έχει τύχη απέναντι σε έναν τόσο άρτιο επικοινωνιακό πόλεμο. Πολύ περισσότερο όταν πίσω από το φυσικό χάρισμα, δεν υπάρχει τίποτε στέρεο όσον αφορά τη γείωση στην κοινωνία. Διότι η μίμηση του Ανδρέα Παπανδρέου υπήρξε εντελώς επιφανειακή, έως και θεατρική. Ο Ανδρέας δεν ήταν απλώς ένας δημεγέρτης του μπαλκονιού. Πέρα από την τεράστια γνώση και οξύτατη αντίληψη της διεθνούς κατάστασης και της πολιτικής συγκυρίας που διέθετε και ασκούσε, ίδρυσε κόμμα με δίκτυο οργανώσεων σε όλη την επικράτεια, με νεολαία και φοιτητές, με εργατική τάξη και αγρότες, με ισχυρά ερείσματα στη δημόσια διοίκηση και την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
ΣΥΡΙΖΑ και ριζοσπαστικότητα
Η συνήθης αντίρρηση σε όλα αυτά, είναι η εξής: “μα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι Κεντροαριστερά· είναι ριζοσπαστική Αριστερά και δεν μπορεί να θυσιάσει τη ριζοσπαστικότητά του για να προσελκύσει ψηφοφόρους ή να συγκρατήσει όσους του απόμειναν”. Η εύκολη απάντηση θα ήταν: “δεν μπορεί να έχει αξιώσεις σε καμία ριζοσπαστικότητα ένα κόμμα που ψήφισε μνημόνιο. Τελεία”. Το ελάττωμα των εύκολων απαντήσεων, όμως, είναι ότι δεν διευκολύνουν ούτε τη συζήτηση, ούτε την κατανόηση.
Πρέπει μάλλον να προβληματιστεί κανείς ως προς το τι εννοεί ο ΣΥΡΙΖΑ “ριζοσπαστικότητα”. Η κοινωνική απομόνωση των –ως επί το πλείστον ευκατάστατων μικροαστών– στελεχών του από την καθημερινή αγωνία της εργαζόμενης κοινωνίας, επιτρέπει τη διαμόρφωση της κοσμοαντίληψής τους βάσει της εσωκομματικής τους εμπειρίας αφενός και εισαγόμενων θεωρητικών σχημάτων, αφετέρου χωρίς γείωση στην εμπειρία των κοινωνικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών, αλλά και κυρίως χωρίς εκτίμηση της θέσης της χώρας στον παγκόσμιο χάρτη.
Η απουσία κοινωνικής αγκύρωσης εκδηλώνεται ως γενική υποστήριξη αιτημάτων (περισσότερο ή λιγότερο δίκαιων) και διαμαρτυριών, χωρίς όμως να υπάρχει ένα σχέδιο οργάνωσης και συντονισμού τους που να συγκλίνει σε μια συνολική πρόταση πολιτικού και οικονομικού μετασχηματισμού της χώρας. Μοιάζει να γίνεται αποδεκτή και να θεωρείται σχεδόν αυτονόητη η πλήρης πρόσδεση της οικονομίας της χώρας στις επιταγές των ευρωπαϊκών (βλ. γερμανικών) οικονομικών επιτελείων, με την πλήρη συνεργασία, μέχρι αφομοίωσης, της εγχώριας μεταπρατικής ελίτ.
Σε ποιες κοινωνικές δυνάμεις θα μπορούσε να στηριχθεί μια άλλη παραγωγική δομή; Αν δεν υπάρχουν τέτοιες κοινωνικές δυνάμεις, η όποια Αριστερά δεν έχει λόγο ύπαρξης. Αν υπάρχουν, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να έχει ρίζωμα σε αυτές. Το θέμα της οικονομικής εξάρτησης είναι συνυφασμένο με την μονομερή πρόσδεση της εξωτερικής πολιτικής και της εθνικής άμυνας με τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ, σε έναν κόσμο που γίνεται κάθε μέρα και περισσότερο πολυπολικός.
Ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνον δεν θέτει αυτά τα κρίσιμα για την ελληνική κοινωνία ζητήματα, αλλά έχει ο ίδιος συμβάλει πολύ δραστικά στην ενίσχυση των δεσμών οικονομικής και αμυντικής υποτέλειας της χώρας, με το μνημόνιο που υπέγραψε και με τις –εκτός κάθε διαπραγμάτευσης– στρατιωτικές διευκολύνσεις προς τους Αμερικανούς, με τη δημιουργία βάσεων που απειλούν χώρες, με τις οποίες η Ελλάδα, στη χειρότερη περίπτωση, δεν έχει λόγους να τους κάνει εχθρούς.
Ο “λαλίστατος” ριζοσπαστισμός
Εφόσον λοιπόν τα μεγάλα και καίρια ζητήματα αποσιωπώνται και δεν αποτελούν πεδίο άσκησης όχι ριζοσπαστισμού, αλλά ούτε καν μετριοπαθούς μεταρρυθμιστικής πολιτικής, δεν απομένουν για τη δικαιολόγηση του επιθετικού προσδιορισμού που κοσμεί τον τίτλο του κόμματος, παρά τρία πεδία, στα οποία όντως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι λαλίστατος: Αντιθρησκευτισμός, Αντιεθνικισμός και Δικαιωματισμός.
Και τα τρία αυτά πεδία, ωστόσο, δεν έχουν τίποτα το ριζοσπαστικό, εφόσον τίθενται έξω από ένα συνολικό σχέδιο σοσιαλιστικής δημοκρατίας, τίποτα που να μην είναι εγγεγραμμένο στο εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα του παγκοσμιοποιημένου ορντο-φιλελευθερισμού. Αντίθετα, αποτελούν συστατικά της ιδεολογίας του. Θα τα βρούμε όλα στο σχέδιο του Klaus Schwab (“Η Μεγάλη Επανεκκίνηση”). Τι τα κάνει να φαντάζουν “ριζοσπαστικά”; Μόνο η ροπή αδράνειας μέρους των συντηρητικών δυνάμεων που δεν είναι έτοιμες ή πρόθυμες, ή δεν έχουν ακόμα πειστεί να προσαρμοστούν και να απογαλακτιστούν από απαρχαιωμένες, αλλά εμπεδωμένες ιστορικά, ιδεολογικές μορφές.
H επανάκαμψη, ωστόσο, αυτών των παλαιών μορφών τροφοδοτείται από το ιστορικό παρόν, καθώς δίνει μια πρόχειρη “λύση” στο κατεξοχήν σύγχρονο πρόβλημα του ατομικού κατακερματισμού και της ματαίωσης του αισθήματος του συνανήκειν και της κοινότητας νοήματος. Αυτό τους δίνει τη δυνατότητα να αυτοσυστήνονται ως αυτό που οι ίδιες ονομάζουν “αντισυστημικές”. Στην δε Αριστερά, δίνει ένα άλλοθι να διατηρεί την αυτο-εικόνα της ριζοσπαστικότητας, χωρίς να έρχεται σε σύγκρουση με τον σκληρό πυρήνα του συστήματος. Όλα αυτά θα τα εξετάσουμε πιο αναλυτικά στο επόμενο άρθρο.