Παραβιάζει το Σύνταγμα η κυβέρνηση με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια;
14/02/2024Μετά τις βουλευτικές εκλογές του Μαϊου-Ιουνίου 2023, τρεις κυβερνητικές πρωτοβουλίες έχουν προκαλέσει μαζικές αντιδράσεις. Κατά χρονολογική σειρά, το φορολογικό για τους ελεύθερους επαγγελματίες, ο γάμος ομόφυλων ζευγαριών και ό,τι συνεπάγεται, η τριτοβάθμια εκπαίδευση και ιδίως τα λεγόμενα “μη κρατικά”.
Και οι τρεις κυβερνητικές πρωτοβουλίες έχουν τα εξής κοινά σημεία: Μολονότι δεν υπάρχει κάποια εξωτερική πιεστική ανάγκη ή έκτακτη συνθήκη που να επιβάλει μια εσπευσμένη αντιμετώπιση, λαμβάνονται αμέσως μετά τις εκλογές κατά προτεραιότητα, χωρίς να έχουν αποτελέσει ούτε μέρος του προεκλογικού προγράμματος του κυβερνώντος κόμματος ρητά, ούτε του προεκλογικού διαλόγου των κομμάτων. Κατά πρώτον λοιπόν υπάρχει σοβαρό ζήτημα πολιτικής νομιμοποίησης.
Επόμενο θέμα είναι γιατί η κυβέρνηση επιλέγει να διχάσει την κοινωνία στα ανωτέρω ζητήματα, αποπροσανατολίζοντας πλήρως από τα βασικά υπαρξιακού χαρακτήρα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει το “σύστημα χώρα”, κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, όπως το εθνικό, το παραγωγικό, το δημογραφικό, το κοινωνικό ζήτημα. Για το θέμα του τρόπου φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών, η απάντηση είναι πιο εύκολη. Αποτελεί πάγια “μνημονιακή κρατική πολιτική” η προσπάθεια συρρίκνωσης της αυτοαπασχόλησης και του υλικού όρου διευρυμένης αναπαραγωγής της που είναι η εκτεταμένη μικροϊδιοκτητική κοινωνική δομή της χώρας. Πολλά είναι τα επεισόδια αυτού του έργου από το 2010 και μετά. Δεν θα μείνουμε σ’ αυτό.
Ερωτήματα για τα μη κρατικά πανεπιστήμια
Στα άλλα ζητήματα η απάντηση είναι πιο σύνθετη. Δεν θα την επιχειρήσουμε καθώς δεν είναι αυτή η κύρια θεματική που μας απασχολεί στην προκειμένη περίπτωση. Απλά τα θέτουμε με τη μορφή ερωτημάτων. Γιατί η κυβέρνηση δεν επέλεξε για το ζήτημα των ομόφυλων ζευγαριών την τροποποίηση-επέκταση του νόμου για το σύμφωνο συμβίωσης (ν. 4356/2015) για να καλύψει ανάγκες υπαρκτές δικαιωμάτων αστικού χαρακτήρα και επιλέγει να πλήξει τον πυρήνα του οικογενειακού δικαίου, όπως είχε διαμορφωθεί με τη μεταρρύθμιση του ν. 1329/1983 και αφορά τον παιδοκεντρικό χαρακτήρα, χωρίς επαρκή επιστημονικά-ερευνητικά δεδομένα. Πλήττει δηλαδή το δικαίωμα του παιδιού στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του σε σχέση με τα διακριτά πρότυπα της πατρότητας και της μητρότητας, στο πλαίσιο της ισότητας των δύο φύλων, τα οποία έχουν τόσο βιολογική-έμφυλη διάσταση, όσο και κοινωνική. Δεν θα επεκταθούμε περαιτέρω σ’ αυτό το ζήτημα.
Για το ζήτημα των λεγόμενων “μη κρατικών”. Γιατί η κυβέρνηση επιλέγει να αλλάξει την πάγια γραμμή της ΝΔ – του νυν Πρωθυπουργού συμπεριλαμβανομένου – από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μέχρι το α΄ εξάμηνο του 2023, ότι για να επιτραπεί η ίδρυση-λειτουργία ιδιωτικών-μη κρατικών πανεπιστημίων, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η προηγούμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, που ρητώς απαγορεύει ένα τέτοιο ενδεχόμενο;
Γι’ αυτό άλλωστε η ΝΔ τόσο την περίοδο 2004-2007-2009, όσο και την περίοδο 2019-2023, μολονότι στις κυβερνητικές της θητείες ψήφισε νομοσχέδια για την τριτοβάθμια εκπαίδευση (ν. 3549/2007 και ν. 4957/2022 αντίστοιχα), δεν ψήφισε νόμο για την ίδρυση-λειτουργία ιδιωτικών/μη κρατικών, ενώ ήταν υπέρ, επειδή ακριβώς κατά τις διαδικασίες συνταγματικής αναθεώρησης 2001, 2008, 2019, δεν είχε αναθεωρηθεί το άρθρο 16, μολονότι η ΝΔ και τις τρεις φορές το είχε προτείνει.
Πολλώ δε μάλλον που δεν υφίσταται κανένα νέο νομοθετικό ή νομολογιακό δεδομένο που να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση και να ανατρέπει την πάγια αυτή πολιτική θέση, δηλαδή την αναγκαία προηγούμενη αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, προκειμένου να ψηφιστεί νόμος για τα ιδιωτικά – “μη κρατικά”.
Κυβερνητική ευθύνη
Αυτή η θέση – η οποία σημειωτέον ήταν θέση όχι μόνον της ΝΔ, αλλά και των κομμάτων που τίθενται υπέρ της ίδρυσης-λειτουργίας “μη κρατικών”, όπως το ΠΑΣΟΚ από το 2005 και μετά, αλλά και των έγκριτων καθηγητών συνταγματικού δικαίου οι οποίοι στην τωρινή συγκυρία άλλαξαν τη θέση τους – απορρέει αφενός από την αυτονόητη υποχρέωση σεβασμού και τήρησης του Συντάγματος, αφετέρου από την ισορροπία μεταξύ Ευρωενωσιακού και Συνταγματικού Δικαίου, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από τη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας, του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ελληνική νομοθεσία, και εφαρμόζεται με τη διάκριση μεταξύ ακαδημαϊκών και επαγγελματικών δικαιωμάτων.
Όλα αυτά έχουν ήδη καταδειχθεί με μεγάλη σαφήνεια στο δημόσιο διάλογο και στην τωρινή συγκυρία (βλ ενδεικτικά το άρθρο του Αν. Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου του Α.Π.Θ. Ακρίτα Καϊδατζή: “Ψευδοερμηνευτική κατάργηση του άρθρου 16”. Είναι η κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος δια της “ερμηνευτικής παράκαμψής του” και η πρόδηλα αντιθεσμική στάση της Κυβέρνησης που πυροδοτεί το κύμα των καταλήψεων στα Πανεπιστήμια. Είναι από τις λίγες φορές που η κατάληψη ως μέσο πάλης, αποτελεί εκδήλωση συνταγματικού πατριωτισμού στο πλαίσιο του άρθρου 120 παρ. 4 του Συντάγματος – είναι ενισχυμένο το περίφημο 1-1-4 του Συντάγματος του 1952 – και δημοκρατικού προτάγματος. Και την ευθύνη την φέρει ακέραια η κυβέρνηση.
Δεν θα θίξουμε ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία ιδιωτικού πανεπιστημίου, όπως λχ την αντίθεση μεταξύ διευθυντικού δικαιώματος και ακαδημαϊκής ελευθερίας ή την αντίθεση μισθωτής εργασίας ιδιωτικού δικαίου και δημόσιου λειτουργού ή την αντίθεση μεταξύ κοινωνικού δικαιώματος/δημοσίου αγαθού και υπηρεσίας που πωλείται και αγοράζεται. Ούτε επιμέρους θέματα του ν/σ για τη λειτουργία των “μη κρατικών”. Δεν θα θίξουμε ακόμα τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζει το Δημόσιο Πανεπιστήμιο και που το ν/σ ουδόλως τα επιλύει, αλλά κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Άρθρου 16 και ιδιωτικά πανεπιστήμια
Θα μείνουμε σε μια άλλη διάσταση του ζητήματος, που επαναλαμβάνεται στο δημόσιο διάλογο, τόσο από τους έγκριτους καθηγητές συνταγματικού δικαίου – που τάσσονται πλέον υπέρ της δυνατότητας ψήφισης νόμου για την ίδρυση λειτουργία ιδωτικών/ μη κρατικών, χωρίς προηγούμενη αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλάζοντας την άποψή τους – όσο και από τα πλέον επίσημα κυβερνητικά χείλη. Ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος είναι χουντικό, επειδή ορίζει ως αποκλειστική μορφή πανεπιστημιακού ιδρύματος εκείνη του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ).
Αυτό το επιχείρημα, που έχει τη σημασία του, δεν είναι καθόλου αθώο. Λεγόταν και την περίοδο 2006-2007 από τους υποστηρικτές τότε της αναθεώρησης του άρθρου 16. Πρόκειται για έναν ισχυρισμό που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όπως προκύπτει τόσο από την γραμματική, όσο και από την ιστορική ερμηνεία της επίμαχης διάταξης, όσο και από το συγκριτικό διάβασμα μεταξύ των αντίστοιχων διατάξεων των “Συνταγμάτων” της Χούντας, 1968 και 1973 (άρθρο 17) και του ισχύοντος Συντάγματος (άρθρο 16 Σ. 75/86/01/08/19) της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Τα Συντάγματα της Ελληνικής Επανάστασης, περιλαμβάνουν μερικές εξαιρετικής σημασίας διατάξεις, όπως ο ορισμός του Έλληνα μεταξύ άλλων «όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Ελλάδας πιστεύουσι εις Χριστόν» που δείχνει τον κυρίαρχα εθνο-θρησκευτικό απελευθερωτικό χαρακτήρα της Επανάστασης. Πλήρη πολιτικά δικαιώματα και θέσπιση καθολικού εκλογικού δικαίωμα (των ανδρών), αποτυπώνοντας την κυρίαρχη πολιτική κουλτούρα του δημοκρατισμού-εξισωτισμού, πρωτοπόρα στην Ευρώπη θέσπιση και εφαρμογή με την εκλογική ανάδειξη των αντιπροσώπων για την Β΄, Γ΄ και Δ’ Εθνοσυνέλευση, καθώς η αντίστοιχη διάταξη του Συντάγματος του 1793 στη β΄ φάση της Γαλλικής Επανάσταση ή το πρωτοποριακό Ισπανικό Σύνταγμα του Cadiz (1812), δεν ίσχυσαν στην πράξη. Ακόμα η μη αναγνώριση τίτλων ευγενείας κ.α.
Κληρονομιά και βιωμένη παράδοση
Επίσης εξαιρετικής σημασίας διάταξη, υψηλής συναισθηματικής-συγκινησιακής φόρτισης, που καταδεικνύει τον αγώνα για την Ελευθερία, τον μαχόμενο ανθρωπισμό της Επανάστασης, το πνεύμα αλληλεγγύης, είναι η ακόλουθη : «Εις την Ελληνικήν Επικράτειαν ούτε πωλείται, ούτε αγοράζεται άνθρωπος. Αργυρώνητος δε παντός γένους και πάσης θρησκείας, άμα πατήσας το Ελληνικόν έδαφος, είναι ελεύθερος, και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος».
Για την Παιδεία, η σημασία της είχε συνειδητοποιηθεί από τους υπόδουλους Έλληνες. Η συνειδητοποίηση αυτή που ερχόταν από τους αιώνες, συνδέθηκε και συναντήθηκε στην πορεία με το πνεύμα του Διαφωτισμού. Ο Ρήγας Βελεστινλής στο σχέδιο του Συντάγματός του (1797) θα το διατυπώσει περίφημα στο άρθρο 22 : « Όλοι χωρίς εξαίρεσιν έχουν χρέος να ηξεύρουν γράμματα, η πατρίς έχει να καταστήση σχολεία εις όλα τα χωρία δια τα αρσενικά και τα θηλυκά παιδία. Εκ των γραμμάτων γεννάται η προκοπή με την οποίαν λάμπουν τα ελεύθερα έθνη. Να εξηγούνται οι παλαιοί ιστορικοί συγγραφείς. Εις δε τα μεγάλας πόλεις να παραδίδεται η Γαλλική και η Ιταλική γλώσσα, η δε Ελληνική να είναι απαραίτητος».
Έχοντας αυτή την κληρονομιά και βιωμένη παράδοση, οι Επαναστάτες θα θεσπίσουν, στο πνεύμα της δημοκρατικής αρχής και της ισότητας, την υποχρέωση της πολιτείας να οργανώσει την εκπαίδευση (Σύνταγμα 1823, κεφ. Ι΄ παρ. πζ΄). Ακολούθως πέραν της υποχρέωσης του κράτους, θα προβλέψουν στο πνεύμα της φιλελεύθερης αρχής και τη δυνατότητα των Ελλήνων να ιδρύουν «καταστήματα…παιδείας» (Σύνταγμα 1827, άρθρο 20).
Η διαλεκτική ένταση της δημοκρατικής και φιλελεύθερης αρχής και η οποία στην εκπαίδευση έχει τη μορφή της δημόσιας-κρατικής και της ιδιωτικής εκπαίδευσης- που επαναλαμβάνεται και στο λεγόμενο “Ηγεμονικό” Σύνταγμα του 1832 (άρθρο 28) που ποτέ δεν εφαρμόστηκε στην πράξη – ουσιαστικά διαπνέει όλα τα Συντάγματα στο ζήτημα της εκπαίδευσης και σε όλες τις βαθμίδες. Εξαίρεση αποτελεί το Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 16) ειδικώς για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
Σε επόμενο άρθρο θα εξετάσουμε την πορεία αυτής της σχέσης μεταξύ δημόσιας-κρατικής και ιδιωτικής εκπαίδευσης, όπως καταγράφεται στα συνταγματικά κείμενα, επιχειρώντας να απαντήσουμε στο ερώτημα αν είναι χουντικής προέλευσης το άρθρο 16 του Συντάγματος, όπως υποστηρίζουν έγκριτοι καθηγητές συνταγματικού δικαίου και υπεύθυνοι κυβερνητικοί παράγοντες, ή δεν είναι, όπως θα δείξουμε.