Ποιο εκλογικό σύστημα χρειάζεται σήμερα η Ελλάδα

Ποιο εκλογικό σύστημα χρειάζεται σήμερα η Ελλάδα, Γιώργος Σωτηρέλης

Σύμφωνα με όσα λέχθηκαν στο προηγούμενο άρθρο, το εκλογικό σύστημα που προτείνει η κυβέρνηση είναι κραυγαλέα αντισυνταγματικό, βαθιά αντιδημοκρατικό και υποταγμένο στις σκοπιμότητες της μικροπολιτικής. Αυτό, δε, σημαίνει ότι χάνεται μια ακόμη ευκαιρία, για μια γενναία και μακράς πνοής εκλογική μεταρρύθμιση, ενταγμένη σε μια συνολική προσπάθεια αναβάθμισης του πολιτικού μας συστήματος.

Πυρήνας μιας τέτοιας μεταρρύθμισης, όπως υποστηρίζω εδώ και 25 χρόνια, θα μπορούσε να είναι η καθιέρωση ενός συστήματος που θα είναι κατ’ αρχήν απλή αναλογική (με διατήρηση του εκλογικού κατωφλίου του 3%) πλην όμως θα μπορεί να μεταπίπτει σε σύστημα περιορισμένης ενίσχυσης (μέχρι 30 έδρες) της πρώτης πολιτικής δύναμης αν συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις, οι οποίες πράγματι θα την δικαιολογούν:

Πρώτον, να προβλεφθεί ρητά ότι για να δοθεί το μπόνους απαιτείται αφ’ ενός μεν ένα υψηλό ποσοστό (42-45%), που θα είναι κοντά στην αυτοδυναμία, αφ’ ετέρου δε μια ποσοστιαία διαφορά του πρώτου από τον δεύτερο (1-2%), ώστε να έχει επαρκή δικαιολογητική βάση ως προς την σχετικοποίηση της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου, η εν λόγω ενίσχυση.

Δεύτερον, να καταστεί σαφές ότι στην έννοια της πρώτης πολιτικής δύναμης εντάσσονται, χωρίς καμία διαφοροποίηση, τόσο τα κόμματα όσο και οι συνασπισμοί. Όταν μιλούμε βέβαια για συνασπισμούς εννοούμε εκλογικές συμμαχίες με κοινούς υποψηφίους και κοινό πρόγραμμα και όχι για απλές δηλώσεις κομμάτων ότι θα συνεργασθούν μετά τις εκλογές, όπως είχε ακουσθεί παλαιότερα (με αφορμή μια σχετική μεθόδευση του πρώην πρωθυπουργού της Ιταλίας Σίλβιο Μπερλουσκόνι).

Τέτοιοι συνασπισμοί όχι μόνον επιβάλλεται να αντιμετωπισθούν ισότιμα με τα αυτοτελή κόμματα, αλλά πρέπει και να ενθαρρυνθούν θεσμικά, διότι συμβάλλουν πράγματι στην βελτίωση της ποιότητας και της λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος. Ιδίως, δε, πρέπει να τονισθεί το ότι παρέχουν τη δυνατότητα μακρόπνοων προγραμματικών συγκλίσεων μεταξύ όμορων πολιτικών κομμάτων, ώστε να διαμορφωθούν –ευκρινώς και με όρους αρχών και προγραμματικών συνθέσεων– ευρύτεροι πόλοι στην πολιτική μας ζωή, αντί των μετεκλογικών τυχάρπαστων συνεργασιών (όπως αυτή μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ), στις οποίες ωθεί το προτεινόμενο (όπως και το προϊσχύσαν) εκλογικό σύστημα.

Εκλογικό σύστημα και πολιτικές εξελίξεις

Το μεγάλο πλεονέκτημα αυτής της πρότασης, υπό την δική μας οπτική γωνία, είναι τα σημαντικά περιθώρια που αφήνει για μια ανοιχτή διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων, χωρίς τις ασφυκτικές προδιαγραφές της ενισχυμένης αναλογικής και των πλειοψηφικών συστημάτων, που υποτάσσουν την εκλογική βούληση στην προκρούστεια κλίνη της κυβερνητικής σταθερότητας. Επίσης, χωρίς εθελοτυφλία απέναντι στα αδιέξοδα και τις άλλου είδους μετεκλογικές αλλοιώσεις που μπορεί να προκαλέσει μια δογματική και άκαμπτη εφαρμογή της “απλής και άδολης αναλογικής”.

Με άλλα λόγια, με ένα τέτοιο εκλογικό σύστημα τίποτε δεν είναι ούτε δεδομένο ούτε προδιαγραμμένο και κανείς δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια. Η τελική διαμόρφωση των μετεκλογικών συσχετισμών επαφίεται, σε τελευταία ανάλυση, στις εκάστοτε επιλογές του εκλογικού σώματος και συναρτάται, εύλογα, με την πειθώ των πολιτικών σχηματισμών και την γενικότερη πολιτική συγκυρία.

Αν οι πολίτες προκρίνουν πράγματι την μονοκομματική κυβερνητική σταθερότητα, το εκλογικό αποτέλεσμα θα αποτυπώσει την τάση αυτήν, δίδοντας υψηλά ποσοστά στα κόμματα αυτά, ή τουλάχιστον σε ένα από αυτά, ώστε να σχηματίζουν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Αν όμως, αντίθετα, θεωρούν αυτήν την θέση πατερναλιστική και αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στην ισοδυναμία της ψήφου, η τάση του εκλογικού σώματος θα είναι η υπερψήφιση των μικρότερων κομμάτων –θα έχουν πλέον το βάρος της αποδείξεως των ισχυρισμών τους– με αντίστοιχο περιορισμό των μεγάλων κάτω από το απαιτούμενο, κατά τα ανωτέρω, όριο για την αυτοδυναμία.

Για να γίνει αυτό, βέβαια, οι πολίτες θα πρέπει να έχουν πεισθεί, επιπρόσθετα, ότι υπάρχουν στοιχειώδεις δυνατότητες για την διαμόρφωση συμμαχικών κυβερνήσεων. Αυτό σημαίνει, ειδικότερα, ακόμη μεγαλύτερες ευθύνες για τα μικρότερα κόμματα, που πρέπει να ξεφύγουν από ένα γενικό καταγγελτικό λόγο και να διαμορφώσουν εποικοδομητικά όρους κυβερνητικής συνεργασίας, αν θέλουν να επιβιώσουν στις δύσκολες συνθήκες του πολιτικού ανταγωνισμού.

Είναι ευνόητο, βέβαια, ότι ακόμη και αν επικρατήσει προς στιγμήν η μία ή η άλλη τάση τίποτε δεν θα αποκλείει, με βάση το εδώ προτεινόμενο σύστημα, να αλλάξουν άρδην τα δεδομένα σε επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Το εκλογικό σώμα να τιμωρήσει τυχόν φαινόμενα είτε αλαζονείας και πλειοψηφικού αυταρχισμού των μεγάλων κομμάτων είτε στείρας άρνησης και μικρομεγαλισμού των μικρότερων κομμάτων.

Η επανεξέταση του σταυρού προτίμησης

Τέλος, αν τα κόμματα ήθελαν να επιδείξουν μια συνολικά ρηξικέλευθη αντίληψη για την αλλαγή του πολιτικού συστήματος, θα μπορούσαν να επιφέρουν, ταυτόχρονα, και ένα καίριο κτύπημα στον πυρήνα –ή μάλλον στην μήτρα– της πελατειακής συναλλαγής. Αυτό θα μπορούσαν να το κάνουν, καταργώντας τον σταυρό προτίμησης και επιλέγοντας μία από τις δύο εκδοχές της λίστας.

Ή την καθαρή κομματική λίστα (σαν αυτήν που ισχύει σήμερα στις εκλογές που γίνονται εντός δεκαοκταμήνου από τις προηγούμενες) ή την –μάλλον προτιμητέα– ανατρεπόμενη λίστα. Πρόκειται για τη λίστα που αποτυπώνει μεν κατ’ αρχήν την επιλογή του κόμματος, αλλά η σειρά μπορεί να ανατραπεί, με συγκεκριμένο αριθμό σταυρών, από τους ψηφοφόρους (π.χ. το σύστημα της Σουηδίας).

Θα μπορούσε βέβαια να υιοθετηθεί και μια παραλλαγή του γερμανικού συστήματος (δηλαδή εν μέρει σταυρός σε μονοεδρικές και εν μέρει περιφερειακή λίστα). Αυτό το σύστημα είναι συμβατό όχι μόνον με την ενίσχυση του πρώτου κόμματος, όπως την περιγράψαμε προηγουμένως, αλλά και με την ψήφο των εκτός επικρατείας πολιτών (κάτι που δεν ισχύει με το σύστημα της “ενισχυμένης αναλογικής” με κατανομή των εδρών κατά εκλογικές περιφέρειες).

Κριτήριο πολιτικής και συνταγματικής αξιοπιστίας

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που θέλουμε να τονίσουμε, εν κατακλείδι, είναι ότι το εκλογικό σύστημα αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο τόσο ως προς την δημοκρατική συνέπεια όσο και ως προς την πολιτική και συνταγματική αξιοπιστία των κομμάτων. Κι αυτό, διότι επηρεάζει καθοριστικά την ελεύθερη και ανόθευτη έκφραση της λαϊκής βούλησης και κατ’επέκτασιν την αφαλκίδευτη διαμόρφωση του εκάστοτε συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων. Ως εκ τούτου, εντάσσεται, μαζί με άλλα θεσμικά ζητήματα (όπως π.χ. η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας ή η συνταγματική αναθεώρηση), στα μείζονα διακυβεύματα μιας σύγχρονης Δημοκρατίας.

Με αυτά δε τα δεδομένα, τόσο σε πολιτικό όσο και σε συνταγματικό επίπεδο, η επιλογή του εκλογικού συστήματος δεν είναι συμβατή με την λογική ενός ιδιότυπου θεσμικού πατερναλισμού των εκάστοτε “τεχνικών της εξουσίας”, οι οποίοι διεκδικούν κατ’ αποκλειστικότητα και εξ υποκαταστάσεως την γνώση περί του τι συμφέρει τους πολίτες (νομοθετώντας, κατά κανόνα, εις βάρος των δικαιωμάτων τους…). Πολλώ δε μάλλον, είναι αδιανόητο να αντιμετωπίζεται υπό το πρίσμα ενός αδίστακτου και κυνικού πολιτικού τακτικισμού, ευκαιριακά και εργαλειακά υποταγμένου στην προοπτική κατάκτησης ή διατήρησης της εξουσίας.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι