Στις καλένδες η ενοποίηση της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα
02/12/2024Ρευστότητα του Κεντροαριστερού πολιτικού χώρου: Σε όλες τις δημοκρατικές χώρες, όπου υπάρχει πραγματικός πολιτικός πλουραλισμός, το φάσμα του Δημοκρατικού τόξου δέχεται συνεχείς τροποποιήσεις σε σχέση με τους πολιτικούς σχηματισμούς που περιλαμβάνει. Αυτό εξαρτάται τόσο από τις πολιτικές συνθήκες που βιώνει η ίδια η χώρα, όσο και από τα πολιτικά πρόσωπα και τις αποφάσεις τους.
Στη χώρα μας, τις δύο τουλάχιστον τελευταίες δεκαετίες έχει παρατηρηθεί μια μεγάλη κινητικότητα κυρίως στον Κεντροαριστερό χώρο είτε με την δημιουργία, είτε με την απενεργοποίηση νεοδημιούργητων πολιτικών σχηματισμών. Για παράδειγμα την 10ετία του 2000, ιδρύθηκαν πολιτικά κόμματα όπως η ΔΗΜΑΡ, το ΚΙΔΗΣΟ, το Ποτάμι, τα οποία όμως στη συνέχεια κατέληξαν ανενεργά.
Στη συνέχεια, τη 10ετία του 2010, ιδρύθηκαν και άλλα όπως το ΜΕΡΑ25, η Πλεύση Ελευθερίας, οι Δημοκράτες και τελευταία η Νέα Αριστερά, τα οποία συνεχίζουν να είναι ενεργά στο σημερινό πολιτικό πεδίο. Εκτιμούμε λοιπόν πως σήμερα στον Κεντροαριστερό χώρο όπου κυριαρχούν και τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει μια ρευστότητα αυξημένη σε σχέση με τα προηγούμενα δεδομένα της Μεταπολιτευτικής περιόδου.
Πριν από δύο χρόνια περίπου, σε σχετικό μας άρθρο, είχαμε αναφερθεί στο ότι για το μέλλον του Κεντροαριστερού πολιτικού χώρου υπήρχε η επιτακτική ανάγκη της ενοποίησης των πολιτικών σχηματισμών. Τότε, ο μεν ΣΥΡΙΖΑ διατηρούσε μια αξιοπρεπή παρουσία περίπου στο 28%, το δε ΠΑΣΟΚ ως το δεύτερο τότε υπολογίσιμο κόμμα διέθετε ένα ικανοποιητικό ποσοστό, της τάξης του 10% περίπου. Οι υπόλοιποι πολιτικοί σχηματισμοί του χώρου κατέγραφαν αρκετά μικρότερα ποσοστά. Εκτίμησή μας ήταν, όπως και με τη μορφή της έκκλησης αναφερθήκαμε και στο άρθρο, ότι μια πρωτοβουλία ενοποίησης του χώρου θα μπορούσε να φέρει ένα ιδιαίτερα θετικό αποτέλεσμα για το μέλλον του Ελληνικού λαού.
Όμως δυστυχώς τέτοια πρωτοβουλία, ποτέ δεν ανελήφθη από εκείνον που θεσμικά φύσει και θέσει θα μπορούσε να την αναλάβει, δηλαδή τον Αλέξη Τσίπρα αρχηγό τότε του ΣΥΡΙΖΑ. Η αλήθεια είναι ότι μια τέτοια πρωτοβουλία τότε, δύσκολα θα έβρισκε υποστηρικτές στον ΣΥΡΙΖΑ όπου επικρατούσε η εντύπωση ότι ακόμη και η απομάκρυνσή τους από την εξουσία θα αποτελούσε μια μικρή χρονική παρένθεση. Οπότε δηλαδή, δεν είχαν την ανάγκη των υπόλοιπων του Κεντροαριστερού χώρου, που πιθανώς να τους χαλούσαν και τα σχέδια τους για κυβερνησιμότητα!
Η χαμένη ευκαιρία της Κεντροαριστεράς
Εδώ, θέλουμε να σημειώσουμε ότι είμαστε υπέρμαχοι της ενότητας του Κεντροαριστερού χώρου στη πατρίδα μας και αυτό το έχουμε διατυπώσει σε τουλάχιστον επτά άρθρα μας από τον Μάϊο του 2021 ως και εκείνο που δημοσιεύτηκε πριν τις εκλογές του Ιουλίου του 2023, όπου είχαμε κάνει έκκληση έστω και τη τελευταία στιγμή και ενόψει της διαφαινόμενης νίκης της συντηρητικής παράταξης, για κάθοδο με κοινό ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ ως συνασπισμός κομμάτων .
Όμως, όπως έχουμε ισχυριστεί και στα άρθρα μας, η ενότητα του Κεντροαριστερού χώρου, θα πρέπει να προκύψει ως μια “διαλεκτική διαδικασία” από τις ηγετικές ομάδες των σχετιζόμενων πολιτικών σχηματισμών, η οποία θα διέπεται από τις αρχές τόσο της ειλικρινούς πολιτικής τοποθέτησης, όσο και από την αδιαμφισβήτητη έγνοια για το μέλλον του ελληνικού λαού. Δυστυχώς, σε ανάλογες πολιτικές διαδικασίες η “διαλεκτική” δεν μπορεί να προχωρήσει σε επίπεδο βάσης και πολιτών, καθότι οι θέσεις πρέπει να εκφράζονται συμπυκνωμένα και αντιπροσωπευτικά. Ειδάλως, η πολυφωνία που εκφράζεται σε ανάλογες διαδικασίες, οδηγεί σε αδιέξοδο.
Οι προσπάθειες βέβαια αυτές, για την ενότητα του Κεντροαριστερού χώρου, θα μπορούσαν να είχαν ξεκινήσει από τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ, ένιωθε αρκετά ασφαλής πολιτικά, με το σχετικά υψηλό εκλογικό ποσοστό που είχε εξασφαλίσει στις εκλογές του 2019. Σήμερα όμως πια, οι συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές. Το μεν ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση από πλευράς αποδοχής του από τους Έλληνες πολίτες, ευνοημένο αφ΄ενός από τις εσωτερικές εκλογικές του διαδικασίες για την ηγεσία του και αφ΄ ετέρου από τις διαλυτικές συνθήκες που συμβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε κατάσταση συναγερμού, αφού ήδη έχει υποστεί δύο διασπάσεις και η πολιτική του ασφάλεια, βρίσκεται στο ναδίρ!
Εκείνο βέβαια που είναι άξιο παρατήρησης και σχολιασμού είναι το ότι, λίγο καιρό μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2023 και το πολύ δυσμενές ποσοστό που συγκέντρωσε ο ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν περίπου 17%, εμφανίστηκαν ως υποστηρικτές της ενοποίησης της Κεντροαριστεράς πρώην υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο Χρήστος Σπίρτζης και ο Γιάννης Ραγκούσης, αλλά και κορυφαία στελέχη όπως η Έφη Αχτσιόγλου, ο Διονύσης Τεμπονέρας, ο Κώστας Ζαχαριάδης, ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος και άλλοι. Όμως το ενδιαφέρον τους αυτό δικαιολογημένα κρίθηκε ως όψιμο και ιδιοτελές και οι εκκλήσεις τους δεν έπεισαν καθόλου τους πολίτες στους οποίους απευθυνόταν.
Εάν πραγματικά ήταν στις προθέσεις τους η ενοποίηση του Κεντροαριστερού χώρου, θα έπρεπε τις θέσεις τους αυτές να τις είχαν δημοσιοποιήσει όταν ο πολιτικός τους σχηματισμός βρισκόταν σε θέση ισχύος έναντι των όμορων άλλων. Διαφορετικά η κίνησή τους αυτή εύλογα θα εκλαμβανόταν ως ευκαιριακή και ίσως και καιροσκοπική!
Η απώλεια της εμπιστοσύνης στον ΣΥΡΙΖΑ
Σήμερα πια, οι πολιτικές συνθήκες στον Κεντροαριστερό χώρο στην χώρα μας, έχουν αλλάξει δραματικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά από την πρώτη του διάσπαση τον περασμένο Νοέμβριο, ήδη βρέθηκε και σε μια δεύτερη, με αποτέλεσμα να έχει απωλέσει εντελώς την εμπιστοσύνη των πολιτών που τον είχαν ακολουθήσει. Ήδη λοιπόν μετά την τελευταία τριχοτόμησή του, τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων μόλις που εξασφαλίζουν ποσοστά της τάξης έως του 2% έως 5,8 % σε κάθε ένα από τα τρία τιμάριά του!
Δηλαδή πράγματι συνετελέσθηκε η απόλυτη απαξίωση ενός πολιτικού σχηματισμού, που βρέθηκε στο πολιτικό προσκήνιο για μια 7ετία περίπου, και μάλιστα σε διάστημα λιγότερο του ενός χρόνου. Το σημαντικό βέβαια σε αυτή τη διαδικασία που επιχειρούσε ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή της ταυτοποίησης των πολιτικών του, ήταν το ότι αυτή κατέληξε σε μια κατάσταση διάλυσης, που δημιούργησε μια απίστευτη πολιτική ανασφάλεια στους υποστηρικτές του. Η ανασφάλεια μάλιστα αυτή έφτασε σε τέτοιο σημείο, που χάθηκε και η ελάχιστη εμπιστοσύνη τους απέναντί του. Αυτό λοιπόν μεταφραζόμενο σε πολιτικούς όρους, σημαίνει ότι έχει χαθεί η οποιαδήποτε ευκαιρία επανεπιβεβαίωσης της εμπιστοσύνης των πρώην υποστηρικτών στις πολιτικές του.
Η περίοδος που διανύθηκε μετά τις ευρωεκλογές όπου το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε στη διαδικασία επιλογής νέας ηγεσίας, αποδείχτηκε πολύ ωφέλιμη γι’ αυτό. Η αφορμή αυτής της επιλογής, έδωσε την ευκαιρία σε κινητοποίηση και άλλων δυνάμεων πέραν εκείνων που είχαν εκφραστεί θετικά υπέρ του στην πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση των ευρωεκλογών.
Μάλιστα παρ΄ ότι ο επιλεγμένος αρχηγός, ο Νίκος Ανδρουλάκης, είναι ο ίδιος που ηγούνταν του κινήματος ήδη από το 2021 οπότε η διαδικασία τελικά επανεπιβεβαίωσε την εμπιστοσύνη του κόσμου του ΠΑΣΟΚ στο πρόσωπο του, οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν μια σημαντική αύξηση των ποσοστών του κόμματος, από το 12,8 % τον Ιούνιο στο 20,4 % τον Νοέμβριο. Συγχρόνως στο πολιτικό σκηνικό παρατηρείται μια έντονη αμφισβήτηση των πολιτικών της ΝΔ καθώς και μια ιδιαίτερα διχαστική και ίσως και διαλυτική τάση στον ΣΥΡΙΖΑ. Εκτιμούμε ότι και οι δύο αυτές συνθήκες ευνοούν την αναζωπύρωση της εμπιστοσύνης των Ελλήνων πολιτών υπέρ του ΠΑΣΟΚ.
Η ενοποίηση και οι προϋποθέσεις
Ως γενική αρχή, θεωρούμε πως χρειάζονται δύο τουλάχιστον προϋποθέσεις για να ξεκινήσει μια διαδικασία ενοποίησης του Κεντροαριστερού χώρου, που βέβαια να δημιουργεί και πιθανότητες για επιτυχή έκβαση.
Α. Η πρώτη είναι η κατάσταση όπου τουλάχιστον ένας πολιτικός σχηματισμός του χώρου να έχει πάρει “κεφάλι” και να έχει καταφέρει να αποκτήσει ένα σοβαρό αίσθημα ασφάλειας.
Β. Το δεύτερο είναι ο πολιτικός αυτός σχηματισμός να επιδείξει “πολιτική λεβεντιά”, που αυτό θα εκφραστεί με το ότι θα προχωρήσει στο να προσκαλέσει τους υπόλοιπους, μεταγγίζοντάς τους το αίσθημα ασφάλειας που ήδη αυτός διαθέτει. Χωρίς να πληρούνται αυτές τις δύο θεμελιώδεις προϋποθέσεις, όποια πρωτοβουλία και αν εκδηλωθεί, δεν γνωρίζουμε αν θα έχει κάποια θετική κατάληξη.
Υπάρχουν σήμερα ελπίδες για ανάληψη μιας ανάλογης πρωτοβουλίας; Στην συγκεκριμένη χρονική συγκυρία που βρισκόμαστε σήμερα, στα τέλη του 2024 και με τις ήδη υπάρχουσες πολιτικές συνθήκες, εκτιμούμε πως δεν πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις για δύο κυρίως λόγους:
A. Ο πρώτος λόγος είναι το ότι, ο τωρινός πρωταγωνιστής στον πολιτικό χώρο της Κεντροαριστεράς που είναι το ΠΑΣΟΚ, μόλις που φαίνεται να κατοχυρώνει ένα υψηλό πράγματι ποσοστό της τάξης του 20 % περίπου, σύμφωνα με πρόσφατες δημοσκοπήσεις. Εκτιμούμε ότι θα χρειαστεί αρκετό χρονικό διάστημα ώστε να εξασφαλιστεί και να παγιωθεί η αυξητική αυτή τάση στα ποσοστά αποδοχής του από τους Έλληνες πολίτες. Επομένως, το ΠΑΣΟΚ έχει να διανύσει ακόμη ικανό χρονικό διάστημα έως ότου βρεθεί στην θέση “ασφάλειας”, που θα του επιτρέψει να σκεφθεί αν θα πρέπει να προχωρήσει σε μια ανάλογη πρωτοβουλία.
Β. Ο δεύτερος λόγος είναι το ότι, ο πολιτικός χώρος τον οποίο έως πρόσφατα καταλάμβανε ο ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκεται τώρα και μερικούς μήνες σε μεγάλο αναβρασμό με πολύ αρνητικές επιπτώσεις στην συνείδηση των υποστηρικτών του. Ήδη εξελίσσεται ένας ιδιότυπος πολιτικός εμφύλιος μεταξύ της ηγεσίας και των ανώτερων στελεχών του, που μέχρι τώρα έχει οδηγήσει στην τριχοτόμηση του χώρου τους. Εκτίμησή μας είναι ότι θα χρειαστεί αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα για να υπάρξει μια σχετική ηρεμία και μια πολιτική κατάληξη στον χώρο. Εάν αυτή η ηρεμία δεν αποκατασταθεί, πιστεύουμε πως δεν θα υπάρξουν οι ευνοϊκές συνθήκες για να καρποφορήσει ένα εγχείρημα ενοποίησης της Κεντροαριστεράς. Κατά συνέπεια, όλα τα παραπάνω συνηγορούν στην εκδοχή που εκφράζεται και στον τίτλο του άρθρου μας.
Επίμετρον: Κατ΄αρχήν θεωρούμε ότι οι ανακατατάξεις σε όλο το πολιτικό φάσμα του συνταγματικού τόξου είναι μια αναπόφευκτη δημοκρατική διαλεκτική διαδικασία και η οποία συνήθως φανερώνει μια ανάλογη ανακατάταξη στον αντίστοιχο κοινωνικό χώρο. Εάν βέβαια αυτή η διαλεκτική διαδικασία συντελείται μέσα στα πλαίσια των συνταγματικών διατάξεων και φυσικά με τους όρους της δημοκρατίας, κρίνεται ως μια αυτενέργεια της κοινωνίας. Με άλλα λόγια και με όρους της εξελικτικής δυναμικής, αυτό εντάσσεται στις ενορατικές αποφάσεις της κοινωνίας να μεριμνά και με αυτό τον τρόπο για το μέλλον των πολιτών της.