Θεσμικά ελλείμματα και “επιτελικό κράτος”
20/08/2023Διάβασα με ιδιαίτερη προσοχή το άρθρο του Σπύρου Γκουτζάνη «πως ο Κυριάκος μετέτρεψε τους υπουργούς σε γενικούς διευθυντές» και συμφωνώ με το πνεύμα του. Όμως, είναι απαραίτητο να ανασκευάσω κάποια σημεία, τα οποία ουδόλως αναιρούν την αξία του άρθρου, αλλά το θεωρώ απολύτως απαραίτητο στο πλαίσιο της συζητήσεως που έχει ανοίξει -σε ανύποπτο χρόνο- ο Σταύρος Λυγερός, και στην οποία ασμένως συμμετέχω.
Αποδείχθηκε απολύτως ακριβής και προφητική η επισήμανση, τότε, του Σταύρου Λυγερού: Με όχημα το λεγόμενο επιτελικό κράτος, ο Μητσοτάκης έχει μετατοπίσει περαιτέρω το κέντρο βάρους της εξουσίας από τα υπουργεία στον μηχανισμό που ο ίδιος έχει δημιουργήσει γύρω από τον πρωθυπουργό. Με άλλα λόγια, κατέστησε το σύστημα πολύ πιο συγκεντρωτικό, ακόμα πιο πρωθυπουργοκεντρικό, σε βαθμό που να θυμίζει προεδρική εξουσία. Αυτό δεν θα ήταν αρνητικό εάν απέναντι υπήρχε ως λειτουργικό αντίβαρο μία πραγματικά ανεξάρτητη νομοθετική εξουσία, που ασκεί και κοινοβουλευτικό έλεγχο, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ. Η θεμελιώδης αρχή της εξισορρόπησης, όμως, είναι ασήμαντη λεπτομέρεια για τους εγχώριους φιλελεύθερους… Κι εγώ, με τη σειρά μου, επισήμανα ότι «το -δήθεν- κοινοβουλευτικό σύστημα, εν τη αδυναμία του, παράγει τις πλέον αντιδημοκρατικές κυβερνήσεις».
Ήδη από της συγκροτήσεως της κυβερνήσεως Μητσοτάκη, τον Ιούλιο του 2019, οι “παροικούντες την Ιερουσαλήμ” γνωρίζαμε ότι επρόκειτο για μια κυβέρνηση που αποκλειστικό στόχο είχε να εξυπηρετήσει την προσωπική ατζέντα του πρωθυπουργού, μια κυβέρνηση “σάντουϊτς”, όπως ευφυώς αποκάλεσε πρόσωπο με άριστη γνώση των εσωκομματικών της Ν.Δ. Τον ρόλο του ζαμπόν έπαιζαν οι -δήθεν- υπουργοί, συμπιεζόμενοι μεταξύ του -δήθεν επιτελικού- μηχανισμού του Μεγάρου Μαξίμου και των υφυπουργών και γενικών γραμματέων, προσώπων αποκλειστικής επιλογής και εμπιστοσύνης του Κυριάκου Μητσοτάκη, στους οποίους είχαν εκχωρηθεί όλες οι σημαντικές αρμοδιότητες των υπουργείων. Ταυτοχρόνως, οι γενικοί γραμματείς έχουν αφαιρέσει κάθε πρωτοβουλία από τους γενικούς διευθυντές και ασκούν οι ίδιοι την Διοίκηση καταπατώντας βάναυσα νόμους και Σύνταγμα.
Δυστυχώς, παρ’ ότι οι επισημάνσεις μας αποδείχθηκαν αληθινές (πυρκαϊές, υποκλοπές, Τέμπη κλπ.) τις εκλογές έκρινε η θηριώδης κατασπατάληση κρατικού χρήματος, το οποίο μοιράσθηκε με κάθε μορφής επιδότηση και επιχορήγηση. Το τραγικό δεν είναι όσα διέπραξε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, της εγκληματικής διαχειρίσεως του κορονοϊού συμπεριλαμβανομένης. Το τραγικό είναι ότι το πολίτευμα βρέθηκε εντελώς ανίσχυρο έναντι της βουλήσεως του πρωθυπουργού και των ανόμων συμφερόντων που εκπροσωπεί. Δεν υπήρξε ούτε ένας ανεξάρτητος πολιτειακός θεσμός (Δικαιοσύνη, Βουλή, Γερουσία) που να ελέγξει και να εμποδίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην εφαρμογή της αυταρχικής πολιτικής του με πλήρη περιγραφή, αν όχι περιφρόνηση, του Συντάγματος.
Κακώς νοούμενο προεδρικό
Εδώ ακριβώς έγκειται το λάθος του Σπύρου Γκουτζάνη, που παρομοιάζει την διακυβέρνηση Μητσοτάκη με προεδρικό σύστημα. Βεβαίως, έχει απόλυτο δίκιο αν ως προεδρικό σύστημα εκλαμβάνουμε αυταρχικά -αν όχι δικτατορικά- καθεστώτα όπως της Ρωσίας και της Τουρκίας, αλλά και της Αιγύπτου και πολλών άλλων τριτοκοσμικών χωρών, που ακολουθούν προεδρικό μοντέλο διακυβερνήσεως. Όμως, αληθώς προεδρικό σύστημα είναι μόνον αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κύπρου, ίσως και μερικών ακόμη χωρών, στις οποίες έχει διασφαλισθεί ο πλήρης διαχωρισμός -και όχι απλή διάκριση όπως παρ’ ημίν!- των εξουσιών κατά τρόπον ώστε η μία εξουσία να ελέγχει την άλλη, όπως ακριβώς επισημαίνει και ο Σταύρος Λυγερός στην τελευταία παράγραφο του άρθρου του, όπως αναλυτικώς έχω περιγράψει και εγώ.
Επίσης, ο αγαπητός Σπύρος Γκουτζάνης κάνει λάθος γράφοντας ο εκάστοτε υπουργός «ήταν ο απόλυτος άρχοντας στον τομέα του, τον οποίο διαχειριζόταν σαν τσιφλίκι ενώ πολλές φορές επέλεγε τους υφυπουργούς, τους γενικούς γραμματείς και τους συνεργάτες του και χάραζε την υλοποίηση της πολιτικής και έδινε λόγο μόνο στον πρωθυπουργό για τα μείζονα ζητήματα».
Όντως, υπήρχε ελλειμματικός συντονισμός της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά αυτό συνέβαινε λόγω της ανεπάρκειας ή/και αδιαφορίας του εκάστοτε πρωθυπουργού, αλλά και του κακοστελεχωμένου πολιτικού του γραφείου. Δυστυχώς, από το 1981 και εντεύθεν, τις αρμοδιότητες μεταξύ υπουργών και υφυπουργών κατένειμε ο πρωθυπουργός. Ουσιαστικώς, οι υπουργοί δεν διέθεταν -πολλώ δε μάλλον σήμερα- την συνολική ευθύνη και εποπτεία του χαρτοφυλακίου των, αλλά μόνον τη νομοθετική πρωτοβουλία. Κάθε υφυπουργός ή αναπληρωτής υπουργός ασκούσε -και συνεχίζει να ασκεί- την δική του πολιτική χωρίς να λογοδοτεί στον προϊστάμενό του υπουργό.
Αυτό το φαινόμενο δεν είναι τυχαίο. Η τιμαριοποίηση της πολιτικής και, κατ’ επέκτασιν, του συστήματος διακυβερνήσεως είναι ευθέως παράγωγη του κοινοβουλευτικού συστήματος, το οποίον -ως μετεξέλιξη της βασιλείας- δεν χαρακτηρίζεται από πλήρη διαχωρισμό των εξουσιών και είναι φύσει ανεπαρκές και άοπλο έναντι της διαπλοκής, της διαφθοράς και του σύμφυτου αυταρχισμού. Την θεσμική μας ανεπάρκεια θα την πληρώσουμε ακριβά στο εγγύς μέλλον, όπως και προ 100 ετών…