Το εκλογικό σύστημα στη δίνη της μικροπολιτικής
08/04/2018Γράφει ο Γιώργος Σωτηρέλης –
Αν αναρωτιέται κανείς για την ποιότητα του πολιτικού μας συστήματος δεν έχει παρά να παρακολουθήσει τον τρόπο που αντιμετώπισε διαχρονικά το εκλογικό σύστημα. Ένα μείζονος σημασίας θεσμικό ζήτημα, το οποίο έχει σημαντική επίδραση στο πώς θα κυβερνηθεί η χώρα στα επόμενα κρίσιμα χρόνια, αντιμετωπίζεται από όλα τα κόμματα με απίστευτη ελαφρότητα και με καταφανή την πρόταξη μικροκομματικών σκοπιμοτήτων.
Το ισχύον εκλογικό σύστημα, με βάση τα σημερινά πολιτικά δεδομένα, αφενός μεν παραβιάζει πολλαπλά και κατάφωρα την συνταγματική αρχή της πολιτικής ισότητας, υπό όλες τις εκδοχές της, αφετέρου δε αποτελεί έναν μηχανισμό αλλοίωσης του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων και φαλκίδευσης της λαϊκής βούλησης. Ο μηχανισμός αυτός αξιοποιήθηκε πλήρως τόσο από τον εμπνευστή του, τη ΝΔ, -την οποία κυριολεκτικά διέσωσε το 2012- όσο και από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ποια είναι όμως η στάση των πολιτικών δυνάμεων απέναντι στο κρίσιμο αυτό πολιτικό πρόβλημα; Αρχίζουμε από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος πολύ νωρίς είχε εξαγγείλει μια συνολική θεσμική τομή, που θα καταλάμβανε όλες τις προβληματικές παραμέτρους του ισχύοντος εκλογικού συστήματος. Δεδηλωμένο κριτήριό του ήταν αφενός μεν η άρση των πολιτικών ανισοτήτων (τόσο μεταξύ της ψήφου των πολιτών όσο και μεταξύ κομμάτων και συνασπισμών), αφετέρου δε η καταπολέμηση της εκλογικής συναλλαγής και του μαύρου πολιτικού χρήματος.
Δεν επέμεινε, όμως, σε αυτήν την εκλογική μεταρρύθμιση (κατάτμηση εκλογικών περιφερειών, απλή αναλογική με ασφαλιστική δικλείδα ένα μικρό μπόνους για αποτροπή της ακυβερνησίας και αντικατάσταση του σταυρού προτίμησης με το σύστημα της ανατρεπόμενης λίστας), που κινείτο στην σωστή κατεύθυνση και έδινε μια ολοκληρωμένη, καθαρή και βιώσιμη θεσμική λύση. Τελικά, αποφάσισε να προτείνει την απλή αναλογική.
Δυστυχώς όμως φαίνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί πολύ επιλεκτικά το «ζήτημα αρχής», το οποίο, ως γνωστόν, υπήρχε και στην πρώτη κυβερνητική του θητεία. Αρέσκεται στα ψευδεπίγραφα, πίσω από τα οποία επιχειρεί ανεπιτυχώς να κρύψει μια εξόφθαλμα μικροκομματική στόχευση.
Το μπόνους και η ισοτιμία της ψήφου
Κατ’ αρχάς να επισημάνουμε ότι η απλή αναλογική πρωτοεφαρμόσθηκε το 1989, από την πραγματική πρώτη φορά Αριστερά, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, με την ίδια δυστυχώς μικροκομματική λογική και με εξαιρετικά αρνητικά αποτελέσματα (χρειάσθηκαν τρεις εκλογές για να πάρει τότε η ΝΔ, με δικαστικές αλχημείες και με πολιτική αποστασία, 152 έδρες).
Επιπλέον, ούτε με την κατάργηση του μπόνους εξασφαλίζεται η ισοτιμία της ψήφου των πολιτών. Αυτή εξακολουθεί να σχετικοποιείται έντονα (αν όχι εντονότερα σε σχέση με ένα μπόνους 15-20 εδρών) αφενός μεν με την διατήρηση του εκλογικού κατωφλίου του 3% (που είναι πάντως σωστή, προκειμένου να αποτρέπεται ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων), αφετέρου δε με την διατήρηση της τεράστιας διαφοροποίησης του μεγέθους των σημερινών εκλογικών περιφερειών.
Η διαφοροποίηση αυτή γεννά κραυγαλέες ανισότητες της ψήφου και επιτρέπει την ανάδειξη ενός βουλευτή ακόμη και με τις ψήφους που αντιστοιχούν σε έναν δημοτικό σύμβουλο μικρού δήμου. Κι όλα αυτά, βέβαια, προκειμένου να ικανοποιηθεί το ΚΚΕ και ο Λεβέντης, που εξαρτούν την ισοδυναμία της ψήφου από τα δικά τους μικροκομματικά συμφέροντα.
Αλλά και η στάση της ΝΔ, η οποία μάλιστα δια του νέου τότε αρχηγού της είχε διακηρύξει σε όλους τους τόνους τον θεσμικό εκσυγχρονισμό της χώρας και την απεμπλοκή από την μικροπολιτική, ήταν άκρως απογοητευτική. Η θέση της, όπως επαναλαμβάνεται σε όλους τους τόνους, είναι ο ορισμός του πολιτικού κυνισμού: δεν συζητάω επ’ ουδενί για το εκλογικό σύστημα, διότι μόνο αυτό που ισχύει, παρά τα πανθομολογούμενα προβλήματά του, μπορεί να με επαναφέρει στην εξουσία, μέσω της εκβιασμένης πόλωσης και της αποτροπής ευρύτερων προεκλογικών συνεργασιών. Η πολιτική αρχών, σε όλο της το μεγαλείο…
Από αντίφαση σε αντίφαση
Τέλος, και τα κόμματα της κεντροαριστεράς έπεφταν τότε από αντίφαση σε αντίφαση. Το μεν ΠΑΣΟΚ διότι ενώ είχε καταθέσει πρόταση νόμου που απέβλεπε, κατά βάση, στην κατάργηση του μπόνους, το καλοκαίρι 2016 διαφοροποιήθηκε με ποικίλα προσχήματα, κινούμενο πάντως, κατά βάση, στην σωστή κατεύθυνση.
Το δε Ποτάμι, ενώ προσπαθούσε να μας πείσει ότι η ιδανική λύση για τη χώρα θα ήταν μια κυβέρνηση «των αρίστων», που θα υποστηριζόταν από ευρύτατο φάσμα πολιτικών δυνάμεων, το καλοκαίρι του 2016 αρνήθηκε -ελάχιστα πειστικά- εκείνη ακριβώς την αλλαγή του εκλογικού συστήματος που θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να οδηγήσει σε μια τέτοια κυβέρνηση. Οι γενικότερες προτάσεις του για το εκλογικό σύστημα, μάλιστα, ήταν εν πολλοίς απρόσφορες και δυσεφάρμοστες.
Συμπερασματικά, η στάση των πολιτικών δυνάμεων τότε οδήγησε σε ναυάγιο μια ευκαιρία για την επιβολή καθαρών και διαφανών κανόνων ως προς τις εκλογικές αναμετρήσεις. Το εκλογικό σύστημα θυσιάστηκε ξανά στον βωμό της μικροπολιτικής και η χώρα καταδικάστηκε σε ένα δίλημμα: ή να ξαναπάει σε εκλογές με τον ισχύοντα, τραυματικό για τη δημοκρατία, εκλογικό νόμο, ή να εκτεθεί στον κίνδυνο της ακυβερνησίας, και των εκβιασμένων εκ των υστέρων συναινέσεων, με μια κολοβή, ανερμάτιστη και καιροσκοπικά καθιερωμένη «απλή αναλογική».
Όπως είναι γνωστό, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ δεν συγκέντρωσε την ενισχυμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 200 εδρών και έτσι η απλή αναλογική θα ισχύσει στις μεθεπόμενες εκλογές. Με τη ΝΔ, η οποία προηγείται δημοσκοπικά, να δηλώσει σε όλους τους τόνους πως εάν σχηματίσει κυβέρνηση θα επαναφέρει την ενισχυμένη αναλογική. Με άλλα λόγια, δύο σχεδόν χρόνια μετά, δεν έχει αλλάξει τίποτα στον μικροκομματικό τρόπο που οι πολιτικές δυνάμεις αντιμετωπίζουν το εκλογικό σύστημα. Το ενδεχόμενο να συμφωνήσουν σε ένα σταθερό κανόνα φαντάζει λιγότερο πιθανό και από όσο ήταν το καλοκαίρι του 2016.