ΘΕΜΑ

40 χρόνια χωρίς τον Τσιτσάνη! Οι τρεις σταθμοί της δημιουργίας του

40 χρόνια χωρίς τον Τσιτσάνη! Οι τρεις σταθμοί της δημιουργίας του, Πάνος Σαββοπούλος

Συμπληρώθηκαν φέτος σαράντα χρόνια από τον θάνατο του Βασίλη Τσιτσάνη και το παρόν κείμενο έρχεται να τονώσει, με έναν ακόμα τρόπο, τη μνήμη του μεγάλου αυτού Έλληνα δημιουργού, ο οποίος με τα τραγούδια του έκανε πολλές καρδιές να συγκινηθούν και έτσι να “θεραπευτούν”. Αυτό, το λέει στο τραγούδι του «Κι αν πάθεις και καμιά ζημιά» (1950): «Απόψε με τον πόνο μου, καρδούλες θα ματώσω».

Έτσι, θα σας παρουσιάσω, σήμερα, μία συνοπτική αποτίμηση των τριών χαρακτηριστικών περιόδων της δημιουργίας του. Το «βασικό» έργο του Τσιτσάνη, το οποίο τον τοποθετεί στην κορυφή των Ελλήνων λαϊκών δημιουργών μαζί με τον άλλο “μεγιστάνα” τον Μάρκο Βαμβακάρη, το αποτελούν γύρω στα 350 τραγούδια, ηχογραφημένα σε δίσκους γραμμοφώνου, 78 στροφών, από το 1936 ως το 1955. Τα τραγούδια αυτά χωρίζονται σε τρεις χρονικές περιόδους: 101 “προπολεμικά”, 30 “κατοχικά” και 220 “μεταπολεμικά”. Από τα 101 “προπολεμικά”, κάποια τα συνέθεσε ο Τσιτσάνης στα Τρίκαλα (1933-1936), κάποια στην Αθήνα (1936-1938) και τα περισσότερα στη Θεσσαλονίκη όταν βρέθηκε εκεί φαντάρος (1938-1940). Αυτά τα ηχογράφησε μεταξύ 1936 και 1940.

Όλα τα “προπολεμικά” του Τσιτσάνη τα έχει συγκεντρώσει σε μία πενταπλή κασετίνα ο συλλέκτης και ερευνητής Charles Howard (JSP Records, JSP77111). Για να ηχογραφεί ο Τσιτσάνης, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, κατέβαινε στην Αθήνα με άδειες τις οποίες συχνά παραβίαζε με αποτέλεσμα τιμωρίες, ακόμα και πειθαρχείο. Έτσι κάποια φορά το 1938, συνέθεσε στο πειθαρχείο την περίφημη “Αρχόντισσα”, με αφορμή κάποιο προσωπικό του “μεράκι”. (Ντοκουμέντο το βίντεο)

Ο προπολεμικός Τσιτσάνης

Ο προπολεμικός Τσιτσάνης, παρουσιάζει χαρακτηριστικά μουσικά στοιχεία, που τον ξεχωρίζουν από τον κατοχικό και μεταπολεμικό. Οι μελωδίες του, στην περίοδο αυτή, είναι περισσότερο “ερευνητικές” και κινούνται στο γνωστό “ρεμπέτικο” μουσικό κλίμα του τέλους της δεκαετίας του ’30, φαίνεται δε να προετοιμάζουν το ύφος που θα τον χαρακτήριζε στη σημαντική δεκαετία τού ’40.

Ο μελετητής του ρεμπέτικου, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Λευτέρης Τσικουρίδης παρατηρεί, συνοπτικά, τα εξής για τον προπολεμικό Τσιτσάνη: «Προπολεμικά ο Τσιτσάνης γράφει σε όλα τα στυλ, ανάλογα με το τι “ακούει” και τι τον επηρεάζει.Έτσι το 1939 φαίνεται να έχει στοιχεία από τον Χατζηχρήστο (κυρίως στα “σέρβικα”) και από τον Παπαϊωάννου (κυρίως στα ζεϊμπέκικα) κι αυτό ακούγεται σαφώς, αφού οι Χατζηχρήστος και Παπαϊωάννου έχουν αναγνωρίσιμο ύφος. Ενδεικτικά αναφέρω ότι το “Φάνταζες σαν πριγκηπέσα” είναι στο ύφος του Μάρκου, ενώ τα “Για μια ξανθούλα” και “Ο ασυρματιστής” στο ύφος του Α. Δελιά και στο κλίμα της “Τετράδος”. Καθαρά αναγνωρίσιμο ύφος Τσιτσάνη αρχίζει με τα “κατοχικά” του τραγούδια και δισκογραφικά από το 1946».

Μέχρι το 1940, ο Τσιτσάνης, έχει τραγούδια μόνο σε κλίμακες ματζόρε και μινόρε, με ελάχιστες εξαιρέσεις σε μακάμ, όπως το «Σ’ ένα τεκέ σκαρώσανε» (“σαμπάχ”) ή «Ο ασυρματιστής» (“χουζάμ”). Τα στιχάκια, στα “προπολεμικά” του, είναι κι αυτά πιο κοντά στο “κλασικό” ρεμπέτικο κλίμα της δεκαετίας του ’30 και αυτό φαίνεται περισσότερο στα τραγούδια με βιωματικό περιεχόμενο, γιατί στη συνέχεια ο Τσιτσάνης έγινε “οικουμενικός”. Κάποιες παρατηρήσεις τώρα για το παίξιμο του μπουζουκιού από τον Τσιτσάνη. Ο Λ. Τσικουρίδης επισημαίνει, εδώ: «Το 1936-37 ο Τσιτσάνης παίζει πολύ σαν τον Δελιά, το 1937 αρχίζει ν’ “ακούει” κι άλλους, όπως για παράδειγμα τον Μπαγιαντέρα.

Άλλως τε ο Τσιτσάνης, τότε, παίζει ό,τι «ακούει», όπως και ο Χιώτης. Το 1938-39 οι Τσιτσάνης, Μπαγιαντέρας και Χιώτης παίζουν στο ίδιο ύφος και (σχεδόν) δεν τους ξεχωρίζεις. Αυτό, για παράδειγμα, είναι εμφανές στα τραγούδια:

  1. “Για μια Κουτσικαριώτισσα” (Δ. Γκόγκου, 1938) – Α΄ μπουζούκι Γκόγκος– Β΄ μπουζούκι Τσιτσάνης
  2. “Θα κλέψω μια μελαχρινή” (Δ. Γκόγκου, 1938) – Α΄ μπουζούκι Τσιτσάνης – Β΄ Χιώτης
  3. “Μ’ έχεις μαγεμένο” (Δ. Γκόγκου, 1940) – Α΄ Τσιτσάνης – Β΄ Χιώτης»

Το παίξιμο του μπουζουκιού

Είναι απαραίτητο να σημειωθεί ότι οι Δελιάς, Μπαγιαντέρας, Τσιτσάνης και Χιώτης φαίνεται να έχουν επηρεαστεί, στο παίξιμο του μπουζουκιού, τόσο από τα κιθαριστικά-μαντολινίστικα παιξίματα του Περιστέρη, όσο και από τις αρμονίες του. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, μου είπε ότι ο Τσιτσάνης είχε “τραυματιστεί” σε ένα δάχτυλo του αριστερού χεριού του, από το πολύωρο και επίμονο παίξιμο και μάλιστα υπάρχει περίπτωση για μια μικροχειρουργική (πλαστική;) επέμβαση. Ο Τσιτσάνης “μάτωνε” (ίσως και κυριολεκτικά…) όταν συνέθετε, μορφοποιούσε και τελειοποιούσε τα τραγούδια του. Κανένας άλλος δημιουργός, δεν ξέρουμε να εργαζόταν σ’ αυτόν τον βαθμό. Αφήνω πια το ατελείωτο παίξιμο στα πάλκα για τον …επιούσιο.

Εξ άλλου επειδή τότε δεν υπήρχαν μικρόφωνα και ενισχυτές, και προκειμένου οι οργανοπαίχτες του μπουζουκιού να ακούγονται καλά σε μεγάλες αίθουσες, άφηναν μεγαλύτερο κενό ανάμεσα στις χορδές και στο «μανίκι» του οργάνου. Το αποτέλεσμα ήταν να πιέζουν πιο δυνατά τις χορδές και να «κόβονται» έτσι τα δάχτυλά τους. Ο Θεσσαλονικιός οργανοποιός Δεκαβάλας είχε πει κάποια φορά πως, όταν του πήγε ο ίδιος ο Τσιτσάνης ένα μπουζούκι του για επισκευή, διαπίστωσε ότι μεταξύ χορδών και «μανικιού» χωρούσε ένα δάχτυλο χεριού, δηλαδή μιλάμε για απόσταση περίπου δύο πόντους… Κάποιοι έχουν υποστηρίξει ότι αυτός ο “τραυματισμός” και η επέμβαση στο δάχτυλο του Τσιτσάνη, επηρέασαν και άλλαξαν, μεταπολεμικά, το παίξιμό του.

Όσους ρώτησα, που παίζουν για χρόνια τραγούδια του Τσιτσάνη και τον κατέχουν καλά στα …δάχτυλά τους (αλλά και στα “τεφτέρια” τους), μού τόνισαν ότι δεν ακούνε καμία διαφορά. Ο Λ. Τσικουρίδης, για παράδειγμα, λέει σχετικά: «Δεν φαίνεται να έχει κανένα πρόβλημα στα δάχτυλα και στην πένα ο Τσιτσάνης, τόσο πριν όσο και μετά το 1940. Αυτό αποδεικνύεται περισσότερο από τις “τρίλιες”, τα “εξηκοστά τέταρτα” και τα “γλιστρήματα”. Μάλιστα, ακριβώς αυτά τα στοιχεία είναι που δείχνουν τις ομοιότητες του παιξίματός του, το 1936-37, με αυτό του Δελιά και του Μπαγιαντέρα» Σημειωτέον, πάντως, ότι ο Django Reinhardt (ο …θεός του Χιώτη), έπαιζε κιθάρα συνήθως με δύο δάχτυλα, αλλά αυτό δεν ακούγεται καθόλου…

 

Σε ό,τι αφορά τους ερμηνευτές, στην περίοδο πριν το 1941, κυριαρχεί αναμφίβολα ο Στράτος Παγιουμτζής (τραγούδησε τα 66 από τα 101 τραγούδια του), με ελάχιστη παρουσία των Δ. Περδικόπουλου (13 τραγούδια), του Σ. Περπινιάδη (δεύτερες φωνές) και κάποιων άλλων. Και κλείνοντας τα σχόλια για τον προπολεμικό Τσιτσάνη, θα προσέθετα και το εξής. Η ετήσια, κατά μέσον όρο, δισκογραφική παραγωγή του Τσιτσάνη, μεταξύ 1936 και 1940, ήταν 20 τραγούδια έναντι 15 του Μάρκου, 8 του Παπαϊωάννου, 5 του Μπαγιαντέρα και 5 του Χατζηχρήστου. Η υπερπαραγωγή αυτή του Τσιτσάνη (μάλιστα την τριετία 1938-1940 ηχογράφησε 87 κομμάτια) νομίζω ότι είχε κάποιες επιπτώσεις στην ποιότητα ορισμένων τραγουδιών του.

Ο Αγάθων Ιακωβίδης, λάτρης και βαθύς γνώστης του Τσιτσάνη που επιπρόσθετα τον ερμήνευε πάνω από 30 χρόνια, δήλωσε σχετικά τα εξής: «Θεωρώ ότι τα “προπολεμικά” τραγούδια του Τσιτσάνη υστερούν, κάπως, μουσικά και στιχουργικά σε σχέση με τα “κατοχικά” και τα “μεταπολεμικά” του μέχρι το 1955. Να τονίσω όμως ότι αφ’ ενός μεν όλα τα “προπολεμικά” είναι άψογα εκτελεσμένα, αφ’ ετέρου δε ότι ανάμεσα σ’ αυτά υπάρχουν κάποια κομμάτια εξαιρετικά ή και αριστουργήματα».

Ο συλλέκτης δίσκων γραμμοφώνου και ερευνητής, Ηλίας Μπαρούνης, υποστηρίζει: «Το πρώτο τραγούδι του Τσιτσάνη σε δίσκο, το “Σ’ έναν τεκέ σκαρώσανε” (1936), με το “μανεδάκι” στο τέλος, παραπέμπει στις πρώιμες ηχογραφήσεις της ανώνυμης δημιουργίας. Κατά τα άλλα τα προπολεμικά τραγούδια του Τσιτσάνη, θεωρώ ότι είναι πιο “ρεμπέτικα” και πιο ελκυστικά για τους εραστές του Πειραιώτικου ύφους απ’ ότι τα μετέπειτα. Αυτό οφείλεται τόσο στο παίξιμο του Τσιτσάνη, όσο και στην ερμηνεία του Στράτου Παγιουμτζή».

Ο κατοχικός Τσιτσάνης

Ο «κατοχικός» Τσιτσάνης, είναι ανεπανάληπτος και ασύγκριτος. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1941-1945), στη Θεσσαλονίκη, συνέθεσε περίπου τριάντα τραγούδια (τα ονομαζόμενα “κατοχικά”), τα οποία ηχογράφησε από το 1946 και μετά, όταν άνοιξε το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων το οποίο είχαν κλείσει για τρία χρόνια οι Γερμανοί! Τα 30 “κατοχικά” τραγούδια του Τσιτσάνη θεωρούνται τα μεγάλα αριστουργήματά του και αποτελούν το απόγειο της δημιουργίας του, όπως για παράδειγμα: “Χατζή Μπαξές” (1942), “Αθηναίισσα” (1942), “Της Μαστούρας ο σκοπός” (1942), “Αραπίνες” (1942), “Αχάριστη” (1942), “Δε με στεφανώνεσαι” (1942-45), “Όλα για σένα κούκλα μου” (1942-45), “Συννεφιασμένη Κυριακή” (άρχισε να “διαμορφώνεται” στην κατοχή…), “Η ντερμπεντέρισσα” (1942-45), “Το πρωί με τη δροσούλα” (1944), “Τρελή που θέλεις να με στεφανώσεις” (1944;), “Για τα μάτια π’ αγαπώ” (1942-45)…

Αξιοπρόσεκτο, και πολύ σπάνιο, είναι ότι αυτά τα συνέθεσε όταν ήταν μόλις 26-29 ετών, ενώ γνωρίζουμε ότι το απόγειο της δημιουργίας των συνθετών (και παγκοσμίως…) είναι περίπου τα 40-45 χρόνια. Επίσης αξιοπρόσεκτο είναι ότι από τα 30 “κατοχικά” του Τσιτσάνη τουλάχιστον τα 18 (που προανέφερα μόλις) συγκαταλέγονται στα “αριστουργήματα” του έργου του, δηλαδή ποσοστό 60%, κάτι που δε συμβαίνει ούτε στα “προπολεμικά” ούτε και στα “μεταπολεμικά” του. Η εξήγηση δεν είναι δύσκολη. Στην Κατοχή δεν είχε υπερπαραγωγή ο Τσιτσάνης αφού το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων ήταν κλειστό και δεν υπήρχε “πίεση” (…πανταχόθεν) να κάνει όσο το δυνατόν περισσότερα καινούρια τραγούδια και να τα ηχογραφεί!

Ο μεταπολεμικός Τσιτσάνης

Από το 1946, ο Τσιτσάνης, μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ως το 1955 συνέθεσε και ηχογράφησε περίπου 220 τραγούδια, τα λεγόμενα “μεταπολεμικά” και είναι το διάστημα στο οποίο κυριαρχεί τόσο στη σύνθεση και στη δισκογραφία, όσο και στα πάλκα. Ο Η. Μπαρούνης λέει για τον μεταπολεμικό Τσιτσάνη: «Μετά τον πόλεμο ο Τσιτσάνης είναι υπεράνω όλων, με μόνο “ανταγωνιστή” τον Μητσάκη, σε αντίθεση με τη δεκαετία του ’30 όταν υπήρχαν αρκετοί ισάξιοί του». Στις ηχογραφήσεις μετά το 1946 δεν υπάρχει ένα όνομα ερμηνευτή που να κυριαρχεί (όπως ήταν του Στράτου προπολεμικά), αλλά μια πλειάδα ονομάτων όπως: Τσαουσάκης, Μπέλλου, Χασκήλ, Στράτος, Γεωργακοπούλου, Νίνου κ.ά.».

Τα “μεταπολεμικά” τραγούδια του Τσιτσάνη χαρακτηρίζονται από το ερωτικό στοιχείο στα στιχάκια, τις πολυφωνικές ερμηνείες, τις πολυπληθέστερες ορχήστρες και συχνά το γλεντζέδικο και …σουξεδιάρικο ύφος π.χ. “Αραμπάς περνά” (1948), “Για τα μάτια π’ αγαπώ” (1949), “Γεια σου καΐκι μου Αη-Νικόλα” (1950), “Απόψε κάνεις μπαμ” (1953) κ.ά., χωρίς να σημαίνει ότι αυτά δεν ανήκουν επίσης στα αριστουργήματά του!

Τελειώνοντας, να σημειώσω ότι ο Τσιτσάνης δεν έγραψε ούτε για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο ούτε και για τη γερμανική κατοχή. Έγραψε όμως για τον εμφύλιο πόλεμο και μάλιστα με καταλλήλως καμουφλαρισμένα στιχάκια ώστε να μην τα “κόψει” η λογοκρισία της εποχής. Ένα απ’ αυτά είναι το σπάνιο αριστούργημα “Κάποια μάνα αναστενάζει”, στα στιχάκια του οποίου είχε συμμετοχή ο Μπάμπης Μπακάλης.

Υ.Γ.-1 Έχουν κατά καιρούς ειπωθεί και γραφτεί διάφορα για τις πολιτικές πεποιθήσεις ή και τις «επιλογές» του Τσιτσάνη. Ουδέν γελοιωδέστερον! Ο Βασίλης Τσιτσάνης συμπεριφερόταν πάντα ως ένας πανέλλην και ακριβώς αυτό αποπνέουν τα “ακριβά” του τραγούδια.

Υ.Γ.-2 Παραμένει αναπάντητο το ερώτημα γιατί ο Τσιτσάνης δε συνεργάστηκε με τον κορυφαίο τραγουδιστή Γιώργο Κάβουρα, αφού πάμπολλα προπολεμικά τραγούδια του, τού ταίριαζαν “γάντι” δερμάτινο, πολυτελείας…

Υ.Γ.-3 «Τα τραγούδια του Τσιτσάνη έχουν τη θρησκευτικότητα ενός διασωσμένου βυζαντινού μέλους. Ο Τσιτσάνης υπήρξε μεγάλος, τον καιρό που δεν υποπτευόταν πως ήταν μεγάλος». (Μ. Χατζιδάκις)

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx