“Adolescence”: Η σειρά φαινόμενο για την εφηβική βία
12/04/2025
Μια βρετανική τηλεοπτική δραματική σειρά τεσσάρων τεσσάρων επεισοδίων έχει ταράξει τα νερά στον κοινωνικό ιστό για τα καλά, ώστε μέχρι και πολιτικές παρεμβάσεις να διακυβεύονται για χάρη της σε υψηλό επίπεδο στη βρετανική πολιτική σκηνή (πρώην πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον vs νυν πρωθυπουργού Κιρ Στάρμερ).
Το “Adolescence” (Εφηβεία) είναι μία σειρά δύο δημιουργών, του Jack Thorne (που γράφει το σενάριο) και του Stephen Graham (που κρατάει και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του πατέρα) και που σκηνοθέτησε ο Philip Barantini. Το θέμα της είναι κάπως σκληρό: Ο δεκατριάχρονος Τζέιμι (Owen Cooper) συλλαμβάνεται ως ένοχος φόνου μίας συμμαθήτριάς του.
Η αφήγηση παρακολουθεί όλη τη διαδικασία: Σύλληψη, ανάκριση, έρευνα πληροφοριών από συμμαθητές και το σχολείο του νεαρού, τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρείο και την ψυχολογική ανάλυσή του, και τέλος, τις συνέπειες στην οικογένεια, ένα βήμα πριν τη δίκη. Οι τηλεοπτικές σειρές έχουν εκατομμύρια θεατές στον κόσμο, κι έχουν εξελιχθεί ένα ανταγωνιστικό πεδίο ψυχαγωγίας για το σινεμά, συχνά όμως συμπληρωματικό.
Πολλοί είναι πλέον οι αστέρες του σινεμά που εμφανίζονται ή εμφανίστηκαν σε σειρές (συνήθως λίγων επεισοδίων) ως πρωταγωνιστές, κάτι που παλαιότερα δε γινόταν εύκολα αποδεκτό. Ένας λόγος είναι ότι το επίπεδο των σειρών έχει ανέβει πολύ σε αφηγηματικά ευφάνταστες και εντελώς κινηματογραφικούς τρόπους αντιμετώπισης και γυρισμάτων. Γι’ αυτό και πολλοί σημαντικοί σκηνοθέτες που έρχονται αυστηρά από το χώρο του σινεμά μπήκαν ενεργά στον κόπο να σκηνοθετήσουν σειρές, συχνά με ιδιαίτερο τρόπο (όπως ο Πάολο Σορεντίνο στο “The young Pope”).
“Adolescence”, μία σειρά φαινόμενο
Στην περίπτωση του “Adolescence” έχουμε μία σειρά φαινόμενο. Σε ελάχιστες μέρες έχει γίνει το Νο1 σειρά της πλατφόρμας του Netflix και προκάλεσε και προκαλεί συνεχείς συζητήσεις και αναλύσεις όλων των επιπέδων – όχι όμως άδικα. Η σειρά διαπραγματεύεται τον σκληρό και συχνά άδικο κόσμο της εφηβείας, της οικογένειας και τελικά της σύγχρονης κοινωνίας με την (απίστευτη) επιρροή των κοινωνικών ψηφιακών δικτύων.
Η κοινωνία έχει αλλάξει, η εφηβεία ζει σε ένα κόσμο πολύ μακριά από αυτό που ξέραμε ή φανταζόμασταν πριν τις ψηφιακές πλατφόρμες. Η σειρά δε δίνει απαντήσεις, μόνο εμπεριστατωμένα προκαλεί διαπιστώσεις. Ίσως με έναν πεσιμιστικό τρόπο αναλώνεται σε πληροφορίες και παραδοχές πολύ θλιβερές, και ίσως αυτό είναι και το μειονέκτημα της σειράς: Δεν υπάρχουν διέξοδοι, απαντήσεις, ενώ η ιδέα ενός θεσμού όπως το σχολείο απαξιώνεται πανηγυρικά. Αυτό είναι ένα πρόβλημα.
Η σειρά, όμως, κατέχει ένα μοναδικό τρόπο να κινηματογραφήσει το θέμα της. Επιλέγεται το μονοπλάνο ως ο τρόπος που δείχνονται τα πράγματα, ώστε να επιτυγχάνεται ένα άμεσος ρεαλισμός. Η ιδέα αυτή είναι σημαντική και απαιτεί έναν τρομερό όγκο προεργασίας πριν ο σκηνοθέτης πει το “Πάμε!”. Μία ώρα συνεχούς λήψης περίπου το κάθε επεισόδιο μπορεί κάποιος να καταλάβει πόσο δύσκολο εγχείρημα είναι. Ένα λάθος, έστω μικρό, κι όλα ξεκινούν από την αρχή.
Σε αυτές τις περιπτώσεις οι πρόβες πριν το γύρισμα είναι σημαντικές, όλοι ξέρουν από πριν τι θα κάνουν, που θα σταθούν, ώστε να αποφευχθούν ανούσια λάθη. Οι ηθοποιοί, επίσης, πρέπει να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους ώστε, και λάθος να μην κάνουν, και να αποδώσουν στο έπακρο το σενάριο και τους χαρακτήρες τους. Εντυπωσιακός ο νεαρός πρωταγωνιστής που υποδύεται τον έφηβο δολοφόνο Τζέιμι, παραδίδει μαθήματα ύφους και εναλλαγής ψυχικής διάθεσης, ειδικά στο τρίτο επεισόδιο, το οποίο είναι και το καλύτερο της σειράς (και ίσως το πιο ουσιαστικό).
Τα δύο πρώτα επεισόδια
Τα τέσσερα επεισόδια της σειράς λειτουργούν και αυτόνομα σε σχέση με τα υπόλοιπα, εστιάζουν σε διαφορετικά σημεία του θέματος. Το πρώτο επεισόδιο ξεκινά εντυπωσιακά με την αναπάντεχη, πολύ πρωινή, είσοδο ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας για να συλλάβουν έναν.. 13χρονο… Η συνέχεια είναι εξαιρετική. Ο μικρός κατηγορείται για δολοφονία. Η οικογένεια σοκάρεται.
Ο μικρός Τζέιμι αρνείται τα πάντα (χωρίς να πείθει). Ακόμα και όταν του δείχνουν το ενοχοποιητικό αποδεικτικό βίντεο που φαίνεται ξεκάθαρα η πράξη του. Ο πατέρας συγκλονίζεται. Ο Τζέιμι κλαίει συνεχώς. Παρόλα αυτά διαχέεται μία υπερβολή στη συναισθηματική έξαρση των εμπλεκομένων, πλην του νεαρού που κρατά εξαιρετικά τις ισορροπίες.
Το πιο αδύναμο επεισόδιο είναι το δεύτερο, η επίσκεψη των δύο αστυνομικών στο σχολείο του Τζέιμι, που ίσως ήταν και το πιο δύσκολο να γυριστεί (η συνεχής κίνηση της κάμερας μοιάζει νευρική, κουράζει), και που μάλλον τροφοδοτεί ιδεολογικές αγκυλώσεις εκ μέρους των δημιουργών. Η ιδέα του σχολείου, ή ο τρόπος που λειτουργεί πλέον, παρουσιάζεται απαξιωτικά και αρνητικά. Τα παιδιά ανυπότακτα, χωρίς όρια και φραγμούς, μοιάζουν βασιλιάδες σε μια ζούγκλα, και οι καθηγητές τους, πιόνια τους, με μία επίπλαστη ευγένεια και μία αποστασιοποιημένη εγγύτητα, που δε βοηθά, δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερη απόσταση.
Η επιθετικότητα και η αδιαφορία των παιδιών απέναντι στους δύο αστυνομικούς οριακά μοιάζει ανεξήγητη. Μόνο ο γιος του ενός από τους αστυνομικούς θέλει να βοηθήσει, ο οποίος τυχαία πηγαίνει στο ίδιο σχολείο με το δράστη. Για πρώτη φορά γίνεται αναφορά στην έννοια των incel και τη σημασία των emoticons στις συνομιλίες των εφήβων. Ο κόσμος των εφήβων είναι φανερά ερμητικός. Και χωρισμένος σε κλειστές ομάδες. Η μία ομάδα μπορεί να μισεί την άλλη.
Επικρατεί σκληρότητα και βία, οι ψυχές των παιδιών δηλητηριασμένες με τον ερωτικο-σεξουαλικό προσανατολισμό της εποχής να μοιάζει επίσης αχαλίνωτος. Στην ουσία το έγκλημα κρύβει και την σεξουαλική βία ενός λανθασμένου εφηβικού ερωτισμού, που αλλοιώνεται από τις συνεχείς προκλήσεις της εύκολης πρόσβασης στο διαδίκτυο σε κάθε τι που μπορεί να εξιτάρει τη φαντασία ενός εφήβου.
Το συγκλονιστικότερο επεισόδιο
Το τρίτο επεισόδιο είναι το πιο συγκλονιστικό. Σε όλα τα επίπεδα. Εδώ η επιλογή του μονοπλάνου για την κινηματογράφηση και η υπέροχη ερμηνεία του μικρού, αλλά και της ψυχολόγου Έριν (Briony Ariston) λειτουργούν άψογα με το θέμα. Η κάμερα εστιάζει συχνά στα πρόσωπα των δύο “αντιπάλων”, του μικρού και της ψυχολόγου, κινείται κυκλικά όταν πρέπει και η ένταση μεταξύ τους είναι εκπληκτική.
Στην ουσία η σειρά απογειώνεται ακριβώς εδώ, επειδή εδώ ξεκαθαρίζεται η κρυφή ψυχοσύνθεση του μικρού παραβάτη. Ο Τζέιμι λειτουργεί σαν ένας μικρός δαίμονας, ένας ήρωας βγαλμένος από την πένα του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον και τις σελίδες του ευφάνταστου βιβλίου του “Δόκτορ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ”. Αλλάζει εντελώς πρόσωπο και από σκοτεινό, ειρωνικό, επιθετικό, σαρκαστικό, παμπόνηρο και καυστικό, γίνεται μαλακό, χαμένο, ανεπιτήδευτα ειλικρινές.
Ο μικρός σου κόβει κυριολεκτικά την ανάσα, είναι απολαυστικός στο ρόλο. Το ίδιο και η ψυχολόγος Έριν, που μεταφέρει τόσο άψογα την πίεση που αισθάνεται από τη βιαιότητα του μικρού, και ξεσπά σε ένα βουβό κλάμα μόλις ο μικρός απομακρύνεται, το πιο φυσικό από όλα όσα είδαμε στη σειρά.
Το τέταρτο επεισόδιο μεταφέρει με έξυπνο τρόπο τις κοινωνικές συνθήκες και τη σχετική απήχηση του εγκλήματος του παιδιού στην οικογένεια. Οι προσπάθειες της οικογένειας να ευθυμήσει, να βγει, να ξεχαστεί, να περάσει κάπως ξέγνοιαστα μοιάζουν χαμένα όνειρα – η κοινωνία στέκεται σκληρή, κατηγορεί την οικογένεια για το φονιά γιο, ακόμα και αν δεν το λένε ευθέως.
Οι γονείς σε έξαρση συναισθηματικότητας θυμούνται εκείνα τα στοιχεία που μπορεί να τους ενοχοποιούν: «Εμείς τον αναθρέψαμε» ακούγεται να λένε, εσωτερικοποιούν την ενοχή, η ενοχή του υιού βαραίνει τους ίδιους. Δεν αργεί η έκρηξη: Ταραχή, σύγχυση, θυμός, έντονη θλίψη, θολούρα, ντροπή. Όλα περνούν και αφήνουν ισχυρά αποτυπώματα στους γονείς και την αδελφή του νεαρού Τζέιμι. Τίποτα δεν μπορεί να είναι απλό πλέον, ούτε μία βόλτα. Είναι άμεσα αναγνωρίσιμοι. Θα προτιμήσουν να μείνουν στο σπίτι τους, το κλάμα θα λειτουργήσει ως ξέσπασμα, ειδικά του πατέρα, όμως με έναν υπερβολικό συναισθηματισμό, χωρίς τη λύτρωση. Επιπλέει η θλίψη και το αδιέξοδο.
Δεν δίνονται απαντήσεις…
Το τρίτο και το τέταρτο επεισόδιο αφήνει την υπόνοια για τον σεξουαλικό προσανατολισμό του νεαρού Τζέιμι, ή τη λάθος εικόνα που μπορεί να εκπέμπει, ή πρέπει να εκπέμπει, η αρρενωπότητα. Χωρίς να επιτίθεται άμεσα στην αρρενωπότητα η αφήγηση, εστιάζει έμμεσα στα σημεία που τα στερεότυπα μπορεί να εκφράζουν. Η λανθάνουσα αρρενωπότητα, όμως, δε σημαίνει ότι οδηγεί στο έγκλημα, όπως σε καμία περίπτωση και όσοι έφηβοι προτιμούν τη ζωγραφική αντί του ποδοσφαίρου, όπως κάνει ο Τζέιμι.
Η σειρά δε δίνει απαραίτητα απαντήσεις, δεν πείθει τόσο με το περίπλοκο ψυχισμό ενός εφήβου που οδηγείται στο έγκλημα, μάλλον περιγράφει ένα πραγματικό βρετανικό (μάλλον και δυτικό ως ένα βαθμό) πρόβλημα της εφηβείας, και γενικότερα των ανθρωπίνων σχέσεων (και οι ενήλικες μοιάζουν χαμένοι, ο χωρισμένος αστυνομικός που δεν έχει καλή σχέση με το γιο του, ο αστυνομικός που δεν του αρέσει η δουλειά του, κ.ά.) όπου η αποξένωση βασιλεύει, οι οικογένειες μοιάζουν καράβια ακυβέρνητα, τα κοινωνικά δίκτυα φέρετρα και πεδία εγωιστικών και ανερμάτιστων μαχών. Σε αυτό το πλαίσιο, η σειρά έχει πολλά πλεονεκτήματα και αξίζει κανείς και να προσέξει και να δει.