Είδα στα μάτια σου…
19/10/2020Τα μάτια είναι οι πύλες της όρασης.
Όταν ανοίγουν βλέπουμε τον κόσμο τον πάνω
και την ετοιμόρροπη δομή της ζωής μας.
όταν κλείσουν βρισκόμαστε αναπόφευκτα
στον κόσμο τον κάτω, των σκιών.
Εκείνο το απόγευμα βγήκα να περπατήσω στο πάρκο, κάτω από το θόλο των δέντρων που εκτείνονταν σε μεγάλη απόσταση. Ήθελα να ξεχάσω, να ξεχαστώ, να παρατείνω το χρόνο σε ένα καινούριο οπτικό τοπίο, μακριά από την πολύβουη πόλη, τις εξάρσεις και τις εξαρτήσεις της. Μόνο έτσι μπορούσα να χωρέσω στο χρόνο που μου αναλογεί.
Τον είδα από μακριά να ακουμπάει την πλάτη του στον αιωνόβιο ευκάλυπτο που στεκόταν μεγαλοπρεπής, ανάμεσα στα πεύκα, δίπλα στο μικρό ποτάμι που κατέβαινε μόνο όταν προηγείτο έντονη βροχή. Είχε προηγηθεί, γιατί έτρεχε γρήγορο και παρήγορο για τους γύρω κήπους.
Στο μυαλό μου κύλισε αναπόφευκτα ο ρευστός χρόνος του Ηράκλειτου, άλλη μια παρηγοριά. Τα χέρια του έπαιζαν με κάτι που δεν μπορούσα να προσδιορίσω, μάλλον το κινητό του, σκέφτηκα, απαραίτητο επινόημα της σύγχρονης εποχής που χωρίς του νιώθουμε λειψοί. Σπονδυλωτές ανταύγειες σαν φτερά ανεμόμυλου, από αχτίδες ήλιου που έφταναν σπασμένες μέσα από την πυκνή φυλλωσιά των ευκαλύπτων, έπεφταν γύρω του ζωγραφίζοντας ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό. μια εκπνοή άνοιξης μέσα στο χειμώνα.
Περπάτησα προς το μέρος του. Γύρισε το κεφάλι και τα μάτια του με αγκάλιασαν. Ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρασε το σώμα μου, αισθάνθηκα να ζαλίζομαι, γύρισα αλλού το βλέμμα, να συνέλθω. Θυμήθηκα τη γιαγιά μου που μας έλεγε πως όταν κάποιος γεννηθεί σε ώρα καταιγίδας, μια αστραπή ξεφεύγει και, σαν μαγνήτης, εισχωρεί στα μάτια του, κι από εκείνη τη στιγμή το βλέμμα του ηλεκτρίζει. Αυτό άραγε συνέβη;
Αύρα
Προχώρησα και κάθισα σ’ ένα παγκάκι στραμμένο στη λίμνη, που ήταν σκεπασμένη από ένα κιτρινοπράσινο στρώμα απ’ όπου εξείχαν σκλήθρα και καλάμια νεκρά. Ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Ένιωσα την αύρα του να με κατακλύζει. Άπλωσε το χέρι και πήρε το δικό μου στη φούχτα του. Δε μιλήσαμε, μόνο κοιτάζαμε τα χέρια μας, συγκρίνοντας το χρώμα τους, το μέγεθος των νυχιών, το μάκρος των δαχτύλων.
Είχα την έντονη επιθυμία να τον ξανακοιτάξω, να εστιάσω στο γαλαζοπράσινο των ματιών του, να δω κατάματα τι ήταν αυτό που τα έκανε να ξεχωρίζουν, τι κουβαλούσαν μέσα τους; Γύρισα αποφασιστικά. Ένα καυτό ρεύμα διαπέρασε όλα μου τα κύτταρα, βυθίστηκε μέσα μου επιμένοντας, ώσπου μέρος του χειμώνα πέρασε ανάμεσά μας κι απάλυνε την ένταση.
Και τότε είδα ένα σμήνος λέξεων να βγαίνουν απ τα μάτια του. Αγωνιώδεις λέξεις, τολμηρές και ατίθασες. Μου θύμισαν τις σχολικές μας μέρες και τις επαναστάσεις της νιότης. Τον είδα, νεαρό στο ποδήλατο, να διασχίζει μονοπάτια και ποτάμια που οδηγούσαν σε νεανικούς κρυψώνες.
Είδα ένα χωριό, σε μια κοιλάδα ανάμεσα στα βουνά, μικρές εκκλησιές και δρόμους που μπλέκονταν μέσα σε περιβόλια με ελιές, πορτοκαλιές, μανταρινιές και περγαμόντα. Είδα μια μάνα σ’ έναν οίκο ευγηρίας. Οίκο της λήθης τον ονόμαζε. Όλοι εκεί ξεχνούσαν σιγά σιγά πού βρίσκονταν, γιατί βρίσκονταν εκεί, και ποιοι τους επισκέπτονταν. Μόνο η μάνα του είχε τα λογικά της. Τον περίμενε κάθε Σάββατο, μαζί της και κάποιες γριές που περίμεναν τις μπανάνες.
Αντικείμενα
Ανάμεσα στα άψυχα αντικείμενα, οι αναστατωμένες ανάσες των ενοίκων, τα ράθυμα γερασμένα σώματα, οι στεγνοί λυγμοί. Οι χώροι λειτουργικοί, μα γεμάτοι ένταση κι ανατροπές. Κάποιοι έπαιρναν εξιτήριο για πάντα, άλλοι έμεναν παρ’ όλο που το πνεύμα, τούς είχε ήδη εγκαταλείψει.
Κενά μνήμης που οι περισσότερες γυναικείες φιγούρες τα έμπλεκαν καθημερινά ανάμεσα στις βελονιές, φτιάχνοντας χαλάκια και κουβέρτες, χωρίς να ξέρουν για ποιους προορίζονταν. Η μάνα του δε δυσανασχετούσε με το χρόνο, μόνο με το θάνατο, που δεν ερχόταν να την πάρει. Επέμενε όμως να μαντάρει, με ιστορίες και ψαλμούς, τις τρύπιες μέρες της ζωής της και δεχόταν όλα τα παράξενα. Τα άσχημα και απάνθρωπα πράγματα γύρω της επειδή ζούσε ανάμεσά τους. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, δεν είχε κι άλλη επιλογή.
Είδα έναν πατέρα που η ζωή του έφτανε μέχρι το μεγάλο πόλεμο, γενναίο κι ομορφάντρα. Επέζησε στον πόλεμο, στην πείνα, στον εμφύλιο, μα τον έφαγε το σκάμμα του βουνού. Τα χρόνια ήταν σκληρά και άκαμπτα σαν σίδερο, το ίδιο και η ανάγκη. Η γη απομυζούσε τους ανθρώπους που υπάκουαν σ’ αυτή την ανάγκη δουλεύοντας μερόνυχτα, διαμελίζοντας τα σπλάχνα της.
Είδα τα χρόνια τα πριν, τα μετά, κι αυτά ανάμεσα τους, κι εγώ ήμουνα απ’ έξω. Η ζωή ιδωμένη απ’ έξω προκαλεί αγωνία και φόβο. Και τότε πρόσεξα στην κόγχη των ματιών του, δυο δάκρια σταματημένα, κάτι σαν προμήνυμα. Οι ίριδες έλαμπαν σαν τις βαθιές αποχρώσεις της θάλασσας την ώρα της ανατολής. «Όταν είμαστε μικροί» είπε, «ζούμε ανέμελα και διαδοχικά όπως ο χρόνος, μα μεγαλώνοντας, κάνουμε το λάθος να ζούμε σαν να μας περιβάλλει μια αιωνιότητα…»
Τα νυχτολούλουδα, στις όχθες του ρυακιού κρατούσαν ακόμη τα μάτια τους κλειστά. Καθώς το λυκόφως άρχισε ν’ απλώνεται πάνω από το πάρκο, ξύπνησαν και μύριζαν μελαγχολικά. Την επομένη άκουσα πως η μάνα του έφυγε αθόρυβα, όπως ένα ηλιοβασίλεμα.