Ένα τραγούδι για το Αϊβαλί
16/01/2024Πέρασαν ήδη πάνω από 100 χρόνια, από την φοβερή μέρα της 29ης Αυγούστου 1922, όταν μπήκαν στην πόλη των Κυδωνιών (Αϊβαλί) τα πρώτα τουρκικά στρατιωτικά τμήματα, που ενισχύθηκαν στις 6 Σεπτεμβρίου. Οι Κυδωνίες, μια απόλυτα ελληνική πόλη, κατοικούνταν το 1922 από 35.000 Έλληνες.
Αμέσως ξεκίνησε το ξεκλήρισμα. Οι άνδρες στάλθηκαν σε Τάγματα Εργασίας, σε στρατόπεδα του εσωτερικού της Ανατολίας, όπου δολοφονήθηκαν οι περισσότεροι. Ελάχιστοι μόνο σώθηκαν, που με τα γυναικόπαιδα κατέφυγαν στη Λέσβο και από εκεί σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Την εμπειρία του στα Τάγματα Εργασίας περιέγραψε, στο βιβλίο του “Το Νούμερο 31328”, ο Ηλίας Βενέζης, ο οποίος μαζί με άλλους 3.000 Αϊβαλιώτες υποχρεώθηκε να υπηρετήσει σε αυτά για 14 μήνες από το 1922, σε ηλικία 18 ετών. Ο Βενέζης ήταν ένας από τους μόλις 23 συμπατριώτες του που επιβίωσαν.
Θύμα υπήρξε και ο Μητροπολίτης Κυδωνιών Γρηγόριος, που είχε αρνηθεί να εγκαταλείψει την πόλη, ώστε να σώσει όσους συμπολίτες του μπορέσει. Πράγματι, έσωσε πολλούς φυλακισμένους και μελλοθανάτους, φυγαδεύοντας το μεγαλύτερο μέρος του ποιμνίου του σε τόπους ασφαλείς. Συνελήφθη, τελικά, από τον κεμαλικό στρατό στις 30 Σεπτεμβρίου 1922. Μετά από βασανισμούς, εκτελέστηκε μαζί με δεκάδες ιερείς, προκρίτους και πλήθος συμπολιτών του, στις 3 Οκτωβρίου 1922.
Είχε προηγηθεί το μαρτύριο του Μητροπολίτη Μοσχονησίων Αμβροσίου, που μεταφέρθηκε από τους Τούρκους μαζί με άλλους ιερείς της Μητροπόλεώς του στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, όπου τάφηκαν ζωντανοί σε λάκκο, στις 15 Σεπτεμβρίου 1922. Οι Έλληνες πρόσφυγες των Κυδωνιών κατέφυγαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την Ανταλλαγή Πληθυσμών σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Ειδικότερα στη Λέσβο, όπου και δημιούργησαν τις Νέες Κυδωνιές, ενώ και στο Αιγάλεω Αττικής πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν και ονόμασαν τον συνοικισμό τους Νέες Κυδωνίες.
“Το πέρασμα του Αϊβαλιού”
Το φευγιό από τις Κυδωνίες, μέσα από το θαλάσσιο πέρασμα (μπογάζι), ανάμεσα στο Μοσχονήσι και τη στεριά, πού οι Αϊβαλιώτες ονομάζουν Ταλιάνι, προσπάθησα να μνημονεύσω με το παρακάτω τραγούδι, το οποίο “έντυσε” μουσικά ο μουσικοσυνθέτης Θεόφιλος Μετασίδης:
«Το πέρασμα του Αϊβαλιού,
Ταλιάνι τ’ ονομάζουν.
Κάθε που το στοχάζομαι,
πικρά τα δάκρυα στάζουν.
Στερνή φορά το πέρασα
μ’ ένα σκαρί ρημάδι,
που είχε για φορτίο του
ψυχές, κρυφά ένα βράδυ.
Μπογάζι των Κυδωνιών,
του Αϊβαλιού μπογάζι,
στη σκέψη μου σ’ ανακαλώ
και η καρδιά στενάζει.
Φεύγοντας απ’ τον χαλασμό,
σαν έφταναν οι τσέτες,
στο πέλαο ανοιχτήκαμε,
φελούκες και γολέτες.
Κι αφήνοντας ξοπίσω μας
τα έρμα Μοσχονήσια,
βάλαμε ρότα δυτικά
και για τη Λέσβο ίσια».
Κυδωνίες: Ένας χαμένος Παράδεισος
Οι Κυδωνίες, σύμφωνα με οικονομικά στοιχεία, είχαν 1.000 καταστήματα και εργαστήρια, 22 ατμοκίνητα ελαιουργεία, 22 ιπποκίνητα και τρία εργοστάσια ελαιοπυρήνων, 15 εργοστάσια σαπωνοποιίας, 30 μικρά σαπωνοποιεία και 80 ατμοκίνητα βυρσοδεψεία. Οι ελαιώνες τους ανέρχονταν σε 6.000 στρέμματα.
Οι εξαγωγές τους αναφέρονταν κυρίως στο ελαιόλαδο, στα σαπούνια, στα δέρματα, στο ούζο και ήσαν ύψους 800.000 χρυσών λιρών, ενώ οι εισαγωγές ήσαν αξίας 700.000 χρυσών λιρών και το εμπορικό ισοζύγιό τους θετικό, ύψους 100.000 χρυσών λιρών. Στο λιμάνι των Κυδωνιών κατέπλεαν ετησίως περίπου 600 πλοία και 2.000 ιστιοφόρα.