Ένας Αιθίοπας-μοντέλο στην Αθήνα του 19ου αιώνα
29/07/2024Τον Ιούλιο του 1886 έφυγε από τη ζωή στα εξήντα του χρόνια ο συμπαθής στους Αθηναίους του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα Χρήστος Αράπης ή Μοναστηριώτης. Μολονότι καταγόμενος από την Αιθιοπία, βρέθηκε και έζησε στην Ελλάδα, που την αγάπησε μανιωδώς.
Τον ζωγράφισαν ο Νικηφόρος Λύτρας (1832-1904), ο Νικόλας Γύζης (1842-1901), ο Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932), ενώ πόζαρε για μαθητές του Σχολείου των Τεχνών της Αθήνας. Τον απέδωσε και ο γλύπτης Ιωάννης Βιτσάρης (1843-1892). Όπως γράφει στις 13 Ιουλίου 1886 ο ψευδώνυμος “Το Χέρι”, σε ποίημά του δημοσιευμένο στην εβδομαδιαία αθηναϊκή εφημερίδα “Το Άστυ”, που την εξέδιδε ο γελοιογράφος Θέμος Άννινος (1845-1916), πρόβαλλε σαν φάντασμα νυχτερινό μπροστά στα μάτια των κατοίκων της ελληνικής πρωτεύουσας – πολύ περισσότερο, εξαιτίας της ατημέλητης εμφάνισής του, στην οποία στοιχείο ιδιαίτερο ήταν η απεριποίητη οδοντοστοιχία του, στην οποίαν έλειπε το ένα πρόσθιο δόντι… Από το ίδιο ποίημα μαθαίνουμε ότι του άρεσε το γυναικείο φύλο, το κρασί («ημέραν δεν παρήρχετο τον βίον αμεθύστως»), οι παράξενες γλώσσες…
Από το ίδιο φύλλο στο οποίο δημοσιεύεται και προσωπογραφία του από τον ζωγράφο-χαράκτη Ιωάννη Οικονόμου (1860-1931), η οποία επαναλαμβάνει τη στάση και την έκφραση που είχε επιλέξει ο Γύζης στο δικό του έργο (πρέπει να χρονολογηθεί το 1872, κατά το πρώτο ταξίδι του στην Ελλάδα), μαθαίνουμε ότι μισούσε θανάσιμα τους Άγγλους. Αιτία του μίσους του στάθηκε το ότι συνελήφθη επ’ αυτοφώρω και τιμωρήθηκε με μαστίγωση, επειδή πουλούσε κατά την αγγλογαλλική κατοχή στην Ελλάδα το 1854-57 σε Άγγλους στρατιώτες οινοπνευματώδη ποτά, μολονότι απαγορευόταν με στρατιωτικό νόμο.
Σε στιγμές ευθυμίας, όταν τον παρακινούσαν, δεν δίσταζε να τραγουδάει αγγλικά τραγούδια, αλλοιώνοντας κωμικότατα τις λέξεις τους και να χορεύει την “εγγλεζίνα”, παραφράζοντας ίσως και τη ρετσίνα. Με την ευκαιρία κάποιου ευτυχούς γεγονότος (γάμου, γέννησης, ονομαστικής γιορτής ή γενεθλίων), εξέφραζε πρώτος ευχές με συνοδεία ανθοδέσμης. Δεν ορρωδούσε να συγχαίρει σε ακατάληπτη γλώσσα και σε γιορτές αλλοδαπών ηγεμόνων.
Επαιτούσε πλανόδιος, φωνάζοντας ενίοτε ότι είναι «ελεύθερο Έλληνος» και ότι είχε δικαίωμα ψήφου. Διατεινόταν έξω φρενών «πως η ελευθερία εν γένει στο Ρωμαίικο σημαίνει… κλεφτερία!», προχωρώντας σε καίριο πικρό λογοπαίγνιο. Στη “Νέα Εφημερίδα” (5 Ιουλίου 1886) διαβάζουμε ότι είχε δουλέψει ως “φύλαξ των καθάρσεων”, δύο φορές, λέγοντας ότι του χρωστούσαν και έναν μισθό. Ήταν άφιλος και πέθανε στο θεμελιωμένο το 1836 στην οδό Ακαδημίας, όπου σήμερα το Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, Δημοτικό Νοσοκομείο, χωρίς να έχει κοντά του συγγενείς. Θα έσβησε στον δρόμο, αν δεν τον φρόντιζε τις τελευταίες μέρες της ζωής του ο Π. Λαμπίκης, ο οποίος τον φιλοξενούσε και τον περιέθαλπε όσο ασθενούσε. Η εξόδιος τελετή του έγινε από το Δημοτικό Νοσοκομείο.
Ο Χρήστος Αράπης στην τέχνη
Ο Λύτρας και ο Γύζης αποδίδουν τη μορφή του άνδρα εκ του φυσικού, επιλέγοντας θερμές τονικότητες. Ο Λύτρας ζωγραφίζει το νεαρό άνδρα κάπως μελαγχολικό με τη χρωματική ένταση του κίτρινου στον οιονεί χιτώνα, ενώ ο Γύζης τον απεικονίζει να γελά χάσκοντας αφελώς, όπως το συνήθιζε, με πανωφόρι ψυχρού χρώματος. Ο πίνακας του Λύτρα, που ανήκε στη Συλλογή του ομότιμου καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαου Μακκά (1847-1935), εκτέθηκε στην οργανωμένη από τη Σχολή Καλών Τεχνών και από την Εταιρεία των Φιλοτέχνων αναδρομική έκθεση του Λύτρα τον Απρίλιο του 1933 στην αίθουσα της Σχολής, στην οδό Πατησίων, και ανήκει σε συλλέκτη, όπως σε άλλον συλλέκτη και το έργο του Γύζη.
Ο Βιτσάρης φιλοτέχνησε το 1873 τον Χρήστο Αράπη ολόσωμο με αλυσίδα στο πόδι, σαν δούλο, καθισμένο χάμω και εξέθεσε το γύψινο πρόπλασμά του το 1873 στην τρίτη έκθεση των Ολυμπίων, στο Ζάππειο, και σε έκθεση στο Πράτερ, στο μεγάλο πάρκο της Βιέννης. Το έργο το πρόσεξαν στις εκθέσεις – απέσπασε χάλκινο βραβείο (νομισματόσημο) στην έκθεση των Ολυμπίων. Το 1876 εκτέθηκε στο Γυάλινο Παλάτι του Μονάχου. Η τολμηρή απόδοση της μορφής προξένησε εντύπωση αλγεινή στην Ελλάδα, όπως φαίνεται από τις αθηναϊκές εφημερίδες “Στοά” (5 Μαΐου 1873) και “Μέλλον” (20 Σεπτεμβρίου 1873), καθώς η ελληνική κοινωνία δεν ήταν ακόμα έτοιμη να δεχθεί έργα που κινούνταν πέρα από το αποδεκτό κλασικιστικό κλίμα και που έθιγαν πολιτισμικά ζητήματα.
Διαφορετική άποψη κατέθεσε ο γλύπτης Θωμάς Θωμόπουλος (1873/5-1937), ο οποίος περιέσωσε τα γλυπτά του Βιτσάρη, μετά από τον πρόωρο θάνατό του, σε διάλεξή του στο Τμήμα Καλών Τεχνών του Φιλολογικού Συλλόγου “Παρνασσός” κατά τα χρόνια 1924-27. Η διάλεξη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Τουριστική Ελλάς” τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο του 1932: Παρατηρούσε ότι ο Αράπης του Βιτσάρη είναι το αιώνιο σύμβολο των μεγαλοφυών. Το έργο με τη μορφή έως το στήθος είναι δωρεά της κυρίας Έφης Δαρδούφα εις μνήμην Κωνσταντίνου Οικονόμου το 2017 στην Εθνική Γλυπτοθήκη, όπου και εκτίθεται.