H ευημερία των αριθμών και η πενία των βιβλίων
13/04/2018Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που αποτέλεσε βασικό συντελεστή στην δημιουργία ενός εκδοτικού οίκου στα χρόνια της χούντας, όχι μόνο για τον λόγο που εύλογα μπορεί να υποθέσει κανείς, αλλά γιατί επί πολλά-πολλά χρόνια συμμετείχα στην προσπάθεια για το ποια θα ήταν η καλύτερη ποιοτικά, και στην συνέχεια εμπορικά, εκδοτική επιλογή. Επιλογή βιβλίων που συνειδητά ήθελε να συνδέεται και σε κάποια μορφή να αποτυπώνει τα κοινωνικά και πολιτιστικά δρώμενα.
Αυτό δεν αποτελεί μιαν ωραιοποιημένη post festum εικόνα. Γιατί πράγματι στο ελληνικό βιβλίο της εικοσαετίας 1970-1990 άνθισε και η ευγενής φιλοδοξία και άμιλλα, διαμορφώνοντας τους όρους μιας ασταθούς, αλλά υπαρκτής ισορροπίας ανάμεσα στον Λόγιο και τον Κερδώο Ερμή. Δεν χρήζει εμπεριστατωμένης τεκμηρίωσης το γεγονός ότι η λογική -πάση θυσία- του μέγιστου δυνατού κέρδους αποτελεί κυρίαρχη πλέον πραγματικότητα και στον χώρο του βιβλίου. Μιαν ακριβή περιγραφή του φαινομένου δίνω στο βιβλίο μου “Εκδοτική δραστηριότητα και κίνηση των ιδεών στην Ελλάδα”. Εδώ, όμως, θέλω κυρίως να σταθώ στο φαινόμενο του εκδοτικού μεταμορφισμού, ή άλλως της ανατροπής της αξιακής κλίμακας, όσον αφορά τον ρόλο του εκδότη.
Κι αυτό γιατί η πραγματικότητα μας επιβεβαιώνει ότι ένα πολύ μεγάλο τμήμα του εκδοτικού κόσμου έχει προσχωρήσει στην λογική της απλής αριθμητικής. Συγκεκριμένα, μη μπορώντας πλέον να είναι υπερήφανο για το περιεχόμενο και την ποιότητα των εκδιδόμενων από πλευράς του βιβλίων, προστρέχει στην κατασκευασμένη -μέσω μιας εξαιρετικά αποτελεσματικής μηχανής «εμπορικής πειθούς» και αμπαλαρίσματος ανακυκλωμένων σκουπιδιών- προπαγάνδα για να καλύψει το ποιοτικό έλλειμμα με το κυκλοφοριακό αποτέλεσμα. Προσπαθεί, δηλαδή, μέσω της αριθμητικής να καλύψει το κενόν αέρος προϊόν της “βιομηχανικής” πλέον παραγωγής του.
Το ίδιο ισχύει και για τις μαζικές αλυσίδες βιβλίου, που κρατούν σε φυλακές υψίστης ασφαλείας (όπου η επίσκεψη γίνεται μόνον κατόπιν ακροάσεως-παραγγελίας) τα «ατίθασα βιβλία», προωθώντας το ασφαλώς μεταλλαγμένο προϊόν, με μοναδικό πλέον μέλημα την σε ευρώ αποτίμηση του κάθε τετραγωνικού μέτρου, αν όχι του κάθε τετραγωνικού εκατοστού.
Θα σταθώ σε ένα παράδειγμα προβολής βιβλίου ευρύτατης κυκλοφορίας (1η έκδοση 10.000 αντίτυπα). Στο βιογραφικό του συγγραφέα εκτός από τις τρεις (3) πρώτες σειρές όπου αναφέρονται το όνομα και ο τόπος γέννησης, οι υπόλοιπες είκοσι δύο περιγράφουν το γεγονός ότι το βιβλίο προτού καν εκδοθεί έγινε αντικείμενο διαπραγματεύσεων και πλειστηριασμών, ότι πουλήθηκε (πάντα πριν εκδοθεί) σε τριάντα χώρες και ότι το Χόλιγουντ εξετάζει την κινηματογραφική μεταφορά του.
Μηχανή μπεστσελερισμού
Για το περιεχόμενό του ούτε μια λέξη. Ίσως γιατί, δεδομένου ότι είναι αστυνομικό, ο εκδότης αφήνει στον αναγνώστη την έρευνα, εξαντλώντας τον ρόλο του στην εκθείαση της χρηματοφόρας απόδοσής του. Τα πάντα, λοιπόν, στον βωμό της νέας μηχανής μπεστσελερισμού. Χωρίς καμιά τύψη για το πώς η διαδικασία αυτή εξαντλεί μεσοπρόθεσμα τα “πρώτες ύλες” και θέτει στρατηγικά σε πλήρη δοκιμασία μια βασική κιβωτό μνήμης και πολιτισμού. Δεν τρέφω καμιάν αυταπάτη στο ότι το ποιοτικό βιβλίο έχει υποστεί συντριπτικό πλήγμα, ότι έχει χάσει την μάχη με τους σταυροφόρους της λογικής ότι το κέρδος και η κατανάλωση είναι πάνω από όλα.
Η προσπάθεια συνειδητής υποβάθμισης της παιδείας έχει ως αποτέλεσμα ο αναγνώστης που δημιουργείται να είναι όλο και λιγότερο σκεπτόμενος, χωρίς δυνατότητα κριτηρίων επιλογής. Η εξέλιξη αυτή δεν αφήνει στο απυρόβλητο κανέναν και πρώτιστα την πλειοψηφικά αγράμματη Αριστερά που αποτελεί το κατεξοχήν μεταπολιτευτικό εκπαιδευτικό κατεστημένο.
Δεν είναι, λοιπόν, μόνο υπεύθυνα τα ικανά αρπακτικά που μπορούν να υποδύονται τους εκδότες, ενώ αποτελούν απλά αποτελεσματικούς χαρτοτυπωτές. Υπεύθυνος σε ένα ορισμένο και συγκεκριμένο επίπεδο είναι όλος εκείνος ο κόσμος «της Αριστεράς και της Προόδου (γενικώς)», που αντιλαμβανόταν, υποτίθεται, το βιβλίο ως διαχρονικό πολιτισμικό αγαθό και όχι ως απλό εμπόρευμα.
Όλες και όλοι τώρα στα κρυφά και κατ’ ιδίαν ομολογούν, αναφερόμενοι στην δημιουργηθείσα κατάσταση, ότι με συμφωνικά έργα όπως “Η ωδή στην μεσοσταθμική βλακεία και διανοητική αδράνεια” δεν μπορεί να υπάρξει κίνηση ιδεών, καλλιτεχνική δημιουργία και αντίρροπο δέος στον πολιτιστικό ολοκληρωτισμό που επιβάλλουν η Νέα Τάξη Πραγμάτων και οι νεοφιλελεύθεροι ιππότες της. Ας πάψουν, λοιπόν, να κρύβονται και ας αναλάβουν -επιτέλους- τις ευθύνες τους.