ΑΦΗΓΗΜΑ

Η ιστορία μιας ιδανικής Dolores

Η ιστορία μιας ιδανικής Dolores, Πάνος Σαββόπουλος

«Όποιος δεν είναι μερακλής πρέπει για να πεθάνει,
γιατί σε τούτο τον ντουνιά μόνο τον τόπο πιάνει»
(Αντώνης Νταλγκάς (ΜΑΤΖΟΡΕ ΜΑΝΕΣ, 1928)

Η λέξη “μερακλής” προέρχεται από τη λέξη “μεράκι” (τουρκικά merak, στα αραβικά مراق maraq, πόθος, καημός, μεγάλη επιθυμία…) Ανεξάρτητα πώς ονομάζεται σε κάθε χώρα το μεράκι, αυτό υπάρχει, όπως υπάρχουν και οι μερακλήδες άνθρωποι, μόνο που οι τελευταίοι σπανίζουν πολύ! Δυστυχώς! Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι της επίδειξης κι όχι της εσωτερικής ή εξωτερικής ευχαρίστησης.

Την νεαρή μερακλού γυναίκα, για την οποία θα σας μιλήσω, τη λένε Dolores. “Dolores” σημαίνει “πόνοι-κόποι”, μάλιστα είναι και προσωνύμιο της Παναγίας (Maria de los Dolores). Τα χρόνια που πήγαινα στο σχολείο στην Πάτρα, επισκεπτόμουν τακτικά το Μεσολόγγι, στο οποίο έμενε η γιαγιά μου και κάποιοι θείοι μου, γιατί περνούσα καλά εκεί και είχα μεγάλη αγάπη για την πόλη, το Ηρώον, την Τουρλίδα, το υπέροχο σάλτσινο (ξεραμένο αλατόβαλτο, θα έλεγα), αλλά και κάποια συνομήλικα φιλαράκια μεταξύ αυτών και την γειτονοπούλα, εκεί, την Αθηνά.

Θυμήθηκα το Μεσολόγγι, γιατί στο σαλόνι του σπιτιού της γιαγιάς ήταν κρεμασμένη ψηλά στον τοίχο, σε πολύ βαριά κορνίζα, μία εικόνα (δυτικής τεχνοτροπίας) εκτυπωμένη σε χαρτί, η οποία παρίστανε την Παναγία θλιμμένη. Στο κάτω μέρος έγραφε με κεφαλαία γράμματα, στα λατινικά, “MATER DOLOROSA” (μητέρα πονεμένη).

Dolores με τρυγητά μεράκια

Άμα δει κανείς αυτή τη νεαρή (35άρα) γυναίκα, την Dolores, θα απορήσει γιατί την ονόμασαν έτσι, αφού από πάνω της ξεχειλίζει η χαρά και η ζωή. Όμως αν παρατηρήσει περισσότερο τα μάτια της, θα διακρίνει μία υποψία θλίψης σε μίξη με ανησυχία! Αυτό, φαίνεται, θα έβλεπαν οι γονείς της όταν ήταν μωρό κι έτσι την ονόμασαν Dolores. Κάτι, όμως, που όταν μεγάλωσε της πρόσθεσε γοητεία, αφού είναι μία χαρούμενη και ζωηρή γυναίκα, γεμάτη μεράκια! Μεράκια σε όλα της! Έχει πάθος με το συνδυασμό ρούχων και χρωμάτων που θα βάλει πάνω της.

Δεν την ενδιαφέρει να είναι ακριβά, αλλά να είναι ταιριαστά με το είναι της. Μάλιστα έχει βρει κι ένα συνδυασμό χρωμάτων, κυρίως, αλλά και υλικών και γύρω από αυτά περιστρέφονται οι παραλλαγές στις εμφανίσεις της. Της αρέσει να φοράει φούστα κροκί αγορασμένη στη Σεβίλλη. Το μπλουζάκι να είναι πορφυρό από τη Μαυριτανία. Είχε αποκτήσει, απ’ το γυμνάσιο με αλληλογραφία, μία φίλη από εκεί, στην οποία και παραγγέλνει τα γούστα της!

Η ζώνη να είναι σε χρώμα ταμπά ή κυπαρισσί, και την αγοράζει από το Τολέδο. Σε χρώμα ταμπά είναι και τα εσώρουχά της και τα προμηθεύεται από οπουδήποτε, ακόμα κι απ’ τη…λαϊκή! Τα παπούτσια και τα γάντια καθώς και η τσάντα έχουν χρώμα ραφ (μπλε της αεροπορίας) και τα αγοράζει στη αγαπημένη της Βαρκελώνη. Φοράει μόνο ένα κόσμημα, πάμφθηνο, αλλά σε “έξυπνα” χρώματα.

Θυγατέρα ιδανικών εραστών

Είναι παντρεμένη κι έχει ένα παιδί. Ο άντρας της δουλεύει στη βιοτεχνία του πατέρα της. Η ίδια δεν χρειάζεται να δουλεύει για ένα μισθό, αλλά απεχθάνεται να είναι άπραγη. Εκτός από ποιήτρια, εργάζεται εθελοντικά μία ημέρα την εβδομάδα σε κάποια βιβλιοθήκη της πόλης πού μένει, στην Καταλονία. Επίσης επισκέπτεται τακτικά τα γυμνάσια-λύκεια της πόλης της και μιλάει στους μαθητές για ποίηση, κάνοντας δώρα στη βιβλιοθήκη του σχολείου. Ακόμα, είναι επιμελήτρια εκδόσεων ποιητικών συλλογών, αλλά όχι με σταθερή σχέση εργασίας! Κοντολογίς κάνει πράγματα που την ευχαριστούν και τα κάνει με μεράκι!

Της αρέσει να ταξιδεύει, να είναι παντελώς ανεξάρτητη, να μη δίνει αναφορά πουθενά, αλλά ούτε και να ζητάει κάποια άδεια… Αυτά τα θεωρεί αυτονόητες κατακτήσεις της και δεν τα διαπραγματεύεται με τίποτε! Δεν έχει καλές σχέσεις με τη δημόσια προβολή και αποφεύγει, με συνέπεια, τέτοιες εμφανίσεις. Δε χάνει ευκαιρία να πει ότι «ο έρωτας δεν έχει ορισμό, γιατί αυτός ορίζει, άλλωστε δεν είναι παρά μία σύμπτωση…». Επίσης… ομολογεί ότι είναι «θυγατέρα ιδανικών εραστών»! Κάποια φορά, μικρή, έκοψε από μία γλάστρα του σπιτιού της ένα τριαντάφυλλο και το πέταξε! Η δικαιολογία της ήταν ότι δε …μύριζε!

 

Έφτασε στην Αθήνα, στο Ελευθέριος Βενιζέλος, με μια μικρή βαλίτσα, ενώ από την τσάντα της εξείχε μία toblerone (η γυναίκα είναι εναντίον των μισαλλόδοξων – για όσους… ξέρουν) και η “Γέρμα” του Λόρκα που διάβασε (για πολλοστή φορά) στο αεροπλάνο. Ζήτησε με επιμονή από έναν φίλο της που την περίμενε, να πάνε αμέσως στο Σούνιο για ν’ απολαύσει το ηλιοβασίλεμα, που μόνο σε φωτογραφίες είχε δει. Έκαναν τη διαδρομή Βενιζέλος-Μαρκόπουλο-Λαύριο-Σούνιο, την πιο σύντομη.

Κάποια στιγμή έβγαλε τη βέρα της και την έβαλε στην τσάντα της. Ο άλλος το είδε και τη ρώτησε γιατί… Η Dolores του είπε ότι το έκανε γιατί δεν θέλει να είναι “μαζί” με τον Antonio (ο σύζυγος). Πέτυχαν ηλιοβασίλεμα… βαλαντωμένο, με ελαφρώς κινούμενα κόκκινα “ξασμένα” σύννεφα. Της είπε ότι ο Οδυσσέας Ελύτης έχει ένα στίχο στο έργο του “Άξιον Εστί”: “Η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος” και εννοεί τον συγκεκριμένο ναό στο Σούνιο, αφιερωμένο στον Ποσειδώνα (444 π.Χ.).

Ποίηση στις καλαμιές 

Στη 1:00 τη νύχτα ήταν σ’ ένα ταβερνάκι με καλαμιές, σε κάποιο δήμο της Αθήνας. Είχε μεθύσει κανονικά η Dolores, αλλά δεν έκανε καθόλου χαζά. Ήταν γοητευτικά συγκρατημένη, μόνο που οι κινήσεις της είχαν γίνει πιο αργές και τελετουργικές, πιο συχνά τα γέλια, αλλά και τα αστεία. Στη μεγάλη βόλτα, μετά, μέσα στην ησυχία, ο φίλος της που τη συνόδευε έβαλε στο κινητό του το εξαίσιο “Pasion” με τους Rodrigo Leao και Lula Pena.

Όταν τελείωσε το κομμάτι, η Dolores έσκυψε το κεφάλι της και του είπε στο αυτί, παρόλο ότι δεν άκουγε κανένας: «Σε αγαπώ, τώρα». Ο άλλος δεν είπε τίποτα. «Δε θα κάνεις κάποιο σχόλιο;» τον ρώτησε. Κι ο άλλος της είπε ότι θα κάνει σχόλιο εάν του πει το ίδιο πράγμα όταν θα έχει ξεμεθύσει και δε θα ακούει το παθητικό τάνγκο. Η άλλη, όμως, η αφιλότιμη ποιήτρια, τον κατακεραύνωσε: «Φοβερό πράγμα η ανασφάλεια… Άλλωστε είπα τώρα». Αλλά κι ο άλλος ήταν ειλικρινής και της είπε: «Ο ουρανός απόψε δείχνει μεγαλύτερος και τ’ αστέρια περισσότερα, οπότε όλα τα βλέπω και κυρίως τα νιώθω αβέβαια, οπότε απορώ…».

Τον τράβηξε απ’ το μπράτσο και του είπε: «Πάμε προς τα ‘κει, ακούω τριζόνια και μιλάνε την ίδια γλώσσα με τα τριζόνια που ακούω στην Καταλονία, στον κήπο μας! Βάλε τους το παθητικό τάνγκο, να δούμε τι θα κάνουν…». Κι ο άλλος παρατήρησε: «Η επιλεκτική μνήμη σε φιλοδωρεί με ασφάλεια, αλλά καμιά φορά έχει γαμψά νύχια…». Και η Dolores: «Ξέρω πολύ καλά, ότι στην ευτυχία ρισκάρεις τη δυστυχία…».

Και συνέχισε: «Είχα πολύ καιρό να δω ηλιοβασίλεμα! Χωρίς έρωτα τα καταφέρνω, αλλά χωρίς ηλιοβασίλεμα, όχι! Θέλω να πηγαίνουμε για ηλιοβασίλεμα όλες τις ημέρες που θα ‘μαι εδώ και μάλιστα σε διαφορετικά μέρη… (και συνέχισε) Και γιατί νομίζεις ότι φοράω πορφυρό μπλουζάκι; Γιατί σ’ αυτό κλείνω τα ηλιοβασιλέματα που χάνω». Έτσι “κοκκίνισαν”, τις επόμενες μέρες για χάρη της, ο Λυκαβηττός, η Ακρόπολη, το όρος Αιγάλεω κι ένα ρετιρέ στον 7ο όροφο, μιας πολυκατοικίας στο Παλαιό Φάληρο!

Λαχτάρα για το μοιρατζή

Της άρεσε, από κορίτσι, να κάνει σκανταλιές και δεν μπορεί να ξεχάσει όταν κάποτε ήρθε στην πόλη τους ένα τσίρκο με διάφορα θεάματα, όπως το μαγικό χαλί, την ασώματο κεφαλή, το τρένο των βρυκολάκων και τον “μοιρατζή” δηλαδή αυτόν που έλεγε τη μοίρα. Για το αδιάβλητο του θεάματος, ο μοιρατζής, χρησιμοποιούσε ένα εκπαιδευμένο πουλάκι το οποίο τσίμπαγε με το ράμφος του μικρούς λαχνούς (χαρτάκια τυλιγμένα ρολό), από ένα καλαθάκι, οι οποίοι λαχνοί έλεγαν τη μοίρα του πελάτη, για δύο πεσέτες τη φορά.

Αυτή έπαιξε πολλές φορές και παρατήρησε ότι για την ηλικία ο λαχνός έλεγε 100 χρόνια, για την τεκνοποίηση 5-6 παιδιά, για πολλά κέρδη στο ΛΟΤΤΟ, για εξέλιξη των παιδιών σε γιατρούς, επιχειρηματίες, υπουργούς κ.λ.π.! Η Dolores γνωρίστηκε με τον μοιρατζή, τη συμπάθησε κι έτσι μπορούσε να παραμένει εκεί, ντεμέκ για μπούγιο, όταν αυτός τα μεσημέρια έπαιρνε κάνα υπνάκο. Κάποια φορά αντικατέστησε τα χαρτάκια-λαχνούς με άλλα που είχε φτιάξει η ίδια και που έγραφαν “θα πεθάνεις σε μισή ώρα”, “δεν πρόκειται να κάνεις παιδιά”, “θα σε διώξουν απ’ τη δουλειά”, “θα πάθεις ατύχημα και θα μείνεις ανάπηρος”, “θα σε κερατώσει το έτερον ήμισυ” κ.λ.π.

Όταν άνοιξε το απόγευμα το… μαγαζί, αυτή καθόταν κρυμμένη, έβλεπε και γελούσε, που τσακωνόταν ο κόσμος με τον μοιρατζή και ζητούσε πίσω τα χρήματά του! Το ευχαριστήθηκε αφάνταστα! Είπαμε, σκανταλιάρα αφού! Την άλλη μέρα, η Dolores έσπασε τον κουμπαρά της, πήρε όλα τα λεφτά που είχε μέσα και τα έδεσε σ’ ένα δικό της κόκκινο μαντήλι, μαζί με τους αρχικούς λαχνούς. Ορμήνεψε και χαρτζιλίκωσε ένα φιλαράκι της γειτονιάς κι αυτό πήγε κι έδωσε το μαντήλι στον μοιρατζή και αμίλητο το ‘βαλε στα πόδια. Αριστούργημα!

Αποχαιρετισμός με Λόρκα

Η τελευταία βραδιά πριν αναχωρήσει για την Καταλονία, ήταν γεμάτη με Λόρκα. Ο φίλος της, κάποια στιγμή, της έβαλε αποσπάσματα από τις μελοποιήσεις του Χατζιδάκι στο έργο “Ματωμένος γάμος” του Λόρκα, σε μετάφραση Γκάτσου. Το… γλυκό, θα έλεγα, έδεσε όταν της έβαλε το “Ήταν καμάρι της αυγής”. Ζήτησε να μάθει τι λέγανε τα στιχάκια, κατάλαβε ποιο κομμάτι ήταν (ένα από τα αγαπημένα της) και του έγραψε με sms τα αυθεντικά στιχάκια στα ισπανικά:

“Era hermoso jinete, y ahora montón de nieve.
Corrió ferias y montes y brazos de mujeres.
Ahora, musgo de noche le corona la frente” (Bodas de sangre, 1933)

Η ακριβής μετάφραση λέει: «Ήταν όμορφος καβαλάρης και τώρα σωρός από χιόνι. Γύρισε πανηγύρια και βουνά και αγκαλιές γυναικών. Τώρα, μούσκλι της νύχτας του στεφανώνει το μέτωπο».

Πριν εξαφανιστεί γρήγορα για την αίθουσα αναμονής, ακούμπησε τα μαλλιά του φίλου της και του είπε: «Γράψε μου, πού βρίσκεται τέλος πάντων το καλό του Θεού! Όπου κι αν κοιτάξεις, υπάρχει μόνο δυστυχία…». Ο άλλος, της έβαλε στο κινητό ένα άλλο ποίημα του Λόρκα για καβαλάρη, μελοποιημένο και τραγουδισμένο από τον Paco IBAÑIEZ.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι