ΑΦΗΓΗΜΑ

Όταν τα δάκρυα της θλίψης συναντούν αυτά της χαράς…

Όταν τα δάκρυα της θλίψης συναντούν αυτά της χαράς...

Μην κλαις επειδή τελείωσε κάτι, χαμογέλα επειδή υπήρξε

(Theodor Seuss Geisel, 1904-1991, Αμερικανός συγγραφέας κ.ά. πολλά)

Η σκηνή θύμιζε ταινία των αδελφών Ταβιάνι! Σαν σκηνοθετημένη ήταν! Μία ομάδα, από 15 περίπου άτομα, που περπατούσαν ένας-ένας, με σχετικά αργό βήμα, σ’ ένα μονοπάτι μέσα στο δάσος, αμίλητοι αλλά κι εντελώς ανέκφραστοι! Σαν να τους ρουφούσε σιγά-σιγά το δάσος, το οποίο όμως προσέφερε στην ομάδα τις ποικίλες καλοκαιριάτικες μυρωδιές του, τα πουλιά που κατοικούσαν σ’ αυτό, τα ζωηρά ζουζούνια του, τα χάδια του αέρα του, όπως και τους μικρούς θορύβους από τα χαλίκια και τα ξυλαράκια που έσπαζαν από τα πατημασιές.

Το κονσέρτο των πράσινων χρωμάτων του δάσους ταίριαζε αντιστικτικά με τη σονάτα που δημιουργούσαν τα μπλε χρώματα της θάλασσας εκεί απέναντι, στα 500 μέτρα, όπως και το γαλάζιο σκέρτσο του ουρανού που αγκάλιαζε και προστάτευε τα πάντα! Κι ο αλιγενής ήλιος, δυόμισι μπόγια ύψος απ’ τη δύση, εννοώντας σαφώς το σκοπό της παράξενης αυτής πομπής, άλλαξε λίγο το χρώμα του φωτός με το οποίο τη φώτιζε, ενισχύοντας ελαφρά το μωβ! (Θα εκτιμούσα αύξηση περίπου 3%, της ακτινοβολίας του μωβ…).

Τα βήματα συνεχίζονταν, μάλιστα τώρα ακούγονταν και οι αναπνοές. Μπροστά πήγαινε σοβαρή και με το κεφάλι προς τα πάνω, η ψηλόκορμη νύφη, ντυμένη στα ολόασπρα, κρατώντας από το ένα χέρι το τρίχρονο κοριτσάκι της και από το άλλο ένα μπουκέτο χαρούμενα λουλούδια. Ακολουθούσε ο γαμπρός, μετά οι κουμπάροι, ύστερα οι τρεις γονείς (γιατί η μία μητέρα “έλειπε”) και στη συνέχεια δύο χούφτες αγαπημένοι στενοί φίλοι.

Σπονδή για την απούσα

Κάποια στιγμή, η νύφη επιβράδυνε το βήμα της, κοίταξε ανιχνευτικά ολόγυρά της, προχώρησε λίγο διστακτικά και πήγε και στάθηκε μπροστά σε μία στενόμακρη άσπρη οριζόντια πέτρα, κάτι σα φυσικό πεζούλι. Κρατώντας συνεχώς την κόρη της από το χέρι, άφησε τα νυφικά λουλούδια πάνω στην άσπρη πέτρα, τη χάιδεψε μακρόσυρτα και δύο δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα της. Το κοριτσάκι της τα είδε, δεν είπε τίποτε, απλώς κοίταζε τη μαμά του με υψωμένο το κεφαλάκι. Η μαμά το πήρε στην αγκαλιά της και κάθισαν για μερικά λεπτά δίπλα στα λουλούδια.

Ο άντρας της, οι τρεις γονείς και οι φίλοι, άφησαν ένα λουλουδάκι στην πέτρα και τη χάιδεψαν. Αμέσως μετά, ανοίχτηκαν μερικά μπουκάλια κρασί, κόκκινο γλυκό πορτογαλέζικο (“RAMOS PINTO, PORTO”, αν σας τύχει), το οποίο άρεσε πολύ στην “απούσα” μητέρα. Ποτηράκια γέμισαν για όλους, ακόμα και για το κοριτσάκι, στο οποίο είπαν να χύσει σιγά-σιγά το κρασί του πάνω στην πέτρα, γιατί αυτό θα άρεσε πολύ στη γιαγιά του, που τώρα είναι μακριά, αλλά που αγαπούσε πολύ αυτή την πέτρα! Το κοριτσάκι έκανε τη σπονδή αμίλητο και αμήχανο και μετά πήγε κι έπιασε τα χέρια της μαμάς του και του μπαμπά του που ήταν δίπλα της… Η κίνηση αυτή έδωσε το σήμα για ν’ ανοίξουν κι οι καρδιές!

Ξαφνικά, σχεδόν, η ατμόσφαιρα εκτονώθηκε, τα δάκρυα σκουπίστηκαν, οι ψυχές αλάφρωσαν γιατί ένα βάρος-χρέος έφυγε (που ο γάμος και η βάπτιση έγιναν χωρίς “εκείνη”), οι καρδιές χτύπησαν εορταστικά και τα στόματα άνοιξαν, όπως και οι αγκαλιές. Κύλησαν δύο ακόμα δάκρυα στα μάγουλά της νύφης τα οποία όμως ήταν γεμάτα χαρά και πήγαν και συνάντησαν τα δύο άλλα δάκρυα της θλίψης, πάνω στην πέτρα!

Ο ήλιος βρισκόταν κοντά στη Δύση και με τις τελευταίες αχτίδες του χάιδεψε την πέτρα και την παρέα γύρω της. Χαμογέλασε κι αυτός, παρά το κουραστικό ωράριό του… Σημαδιακό ήταν, ότι τότε κάποιο πουλί άρχισε να κελαηδάει. Η “απούσα” μαμά αγαπούσε πολύ τα πουλιά και διηγιόταν στα παιδιά της ιστορίες και τους μιλούσε για τα χαρακτηριστικά τους. Τους μιλούσε για τα πουλιά που κελαηδάνε την αυγή και ύστερα το σούρουπο. Συνήθως έτσι προσελκύουν τους συντρόφους τους, αλλά υπερασπίζονται, τους έλεγε, και τα εδάφη τους.

Μάλιστα, παρατηρούσε με λύπη ότι, τα καημένα κελαηδώντας, κινδυνεύουν καμιά φορά, γιατί το γλυκό κελάηδημά τους μπορεί να τραβήξει την προσοχή κάποιων αρπακτικών νυκτόβιων πτηνών, όπως ας πούμε της κουκουβάγιας. Αφού εξαφανίστηκε και η τελευταία αχτίδα του ήλιου, η παρέα, πάντα με τη νύφη μπροστά, ξεκίνησε για το χώρο που είχαν κανονίσει ότι θα γίνει το γλέντι για τη βάπτιση και το γάμο. (Αυτά είχαν γίνει τρεις ώρες πριν!) Μάλιστα όταν έφτασαν, ήταν ήδη εκεί τα παιδιά της ορχήστρας και αυτά φίλοι τους.

Μην κλαις, χαμογέλα

Υ.Γ. – 1 Οι λεπτομέρειες. Η απούσα μητέρα, ένα κομμάτι μάλαμα και άτομο με προχωρημένες αντιλήψεις, πέθανε στα 55 χρόνια της και ζήτησε να αποτεφρωθεί, η δε στάχτη να σκορπιστεί σ’ αυτή την πέτρα και γύρω από αυτήν, στην οποία συνήθιζε ως νέα να πηγαίνει να κάθεται και να διαβάζει, αλλά αργότερα να παίρνει εκεί και τα παιδιά της! Έτσι και έγινε. Μετά από δυο χρόνια γεννήθηκε η εγγονή, από ανύπαντρους γονείς (αφού δεν είναι καθόλου των κενών “τύπων”), όμως όταν έγινε τριών ετών, τότε οι γονείς πήραν απόφαση (για πρακτικούς λόγους) να κάνουν βάπτιση και γάμο την ίδια μέρα. Κι ακριβώς μετά τις δύο ακολουθίες, ξεκίνησε η πομπή για το δάσος και την ιερή υποχρέωση. (Ιστορία πραγματική και φετινή!)

Υ.Γ. – 2 Το δάκρυ και το κλάμα. Άλλο πράγμα είναι τα δακρυσμένα μάτια κι άλλο τα μάτια που κλαίνε. Ανακουφιστικές είναι και οι δύο αντιδράσεις, αλλά ξεκινούν από διαφορετικές καταστάσεις. Γι’ αυτές τις δύο τόσο ανθρώπινες, τόσο συνήθεις, τόσο απαραίτητες στη ζωή, λειτουργίες, οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω έχουν εμπνεύσει πολλούς δημιουργούς, δεν μας μίλησε ποτέ κανείς στα σχολεία! Αλλά, ταυτόχρονα σκέπτομαι, μήπως ήξεραν κι αυτοί οι ημιμαθείς; Και μάλιστα μέσα σε σκληρά “τείχη” πολιτικού, θρησκευτικού και κοινωνικού ταλιμπανισμού;

Θυμάμαι ένα ντροπιαστικό περιστατικό που συνέβη στην πέμπτη τάξη του Δημοτικού Σχολείου που πήγαινα, με αφορμή ένα κείμενο ή ποίημα σ’ ένα βιβλίο μας, με θέμα τα δάκρυα της Παναγίας την Μεγάλη Εβδομάδα. Ένα έξυπνο και μοντέρνο, θυμάμαι, κορίτσι που λεγόταν Αθηνά και που ήρθε στη μέση της χρονιάς από την Αθήνα, λόγω μετάθεσης του μπαμπά της, ρώτησε το δάσκαλό μας και διευθυντή του σχολείου (οινόφλυγα δε ως ελέγετο ευρέως), ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στα δάκρυα και στο κλάμα! Και ο οινόφλυξ, με γέλια, την κορόιδεψε μπροστά στην τάξη…

Το κλάμα, είναι συνήθως μία ξαφνική εκτόνωση για ένα δυσάρεστο και στις περισσότερες περιπτώσεις πρόσφατο γεγονός (συνήθως “απώλεια” -με τη γενικότερη έννοια), για το οποίο μάλιστα δεν έχει γίνει το ονομαζόμενο “πένθος”, το “καταχώνιασμα” ας πούμε απλά, στη μεγάλη “τράπεζα” της μνήμης. Όταν θα έχει γίνει το πένθος και κάποια στιγμή έρθει στη μνήμη το δυσάρεστο γεγονός, τότε η πιο πιθανή αντίδραση του ατόμου θα είναι να κυλήσουν κάποια δάκρυα. Φυσικά υπάρχουν τα δάκρυα, ακόμα και το κλάμα, λόγω μιας μεγάλης ευτυχίας σε συγκεκριμένη στιγμή. Οι ειδικοί, πάντως, ξεχωρίζουν τα “ψυχογενή δάκρυα” και το “ψυχογενές κλάμα”, τα οποία δυστυχώς δεν ανακουφίζουν όταν προέρχονται από κατάθλιψη!

Ιστορίες κλαφτές

Υ.Γ. – 3 Και κλάααμα η κυρία, ρε παιδάκι μου…Σε ό,τι αφορά τώρα τη λαϊκή τέχνη και τα έργα με δάκρυα και κλάματα, τουλάχιστον για τη δική μου αισθητική, ομολογώ ότι το πλείστον αυτών, μου προκαλούν αβάσταχτα γέλια και χαχανητά. Κι ακριβώς για το λόγο αυτό στα χρόνια των σπουδών μου στη Θεσσαλονίκη, κυνηγούσαμε στους λαϊκούς κινηματογράφους, κυρίως της Άνω Πόλης (μάλιστα σε δεύτερη προβολή για να έχει και το ανάλογο κοινό), έργα σπαραξικάρδια και με πολύ κλάμα, κλάμα που έτρεχε στους διαδρόμους και μπορούσες να γλιστρήσεις και να φας τα μούτρα σου, αν δεν πρόσεχες…

Από τα πρόσωπα-μετρ του είδους, η Μάρθα Βούρτση (πολύ υψηλών προδιαγραφών ηθοποιός, κατά τα άλλα), η Άντζελα Ζήλια (ομοίως πολύ καλή ηθοποιός, αλλά και εξαιρετική τραγουδίστρια) κ.ά. Για μας, τότε, το πολύ γέλιο έπεφτε με το “Παιδί του λαού”, όπως τον έλεγαν! Κάποια φορά που έφτασε έξω από τα “Ιλίσια” της Θεσσαλονίκης, όπου θα παιζόταν κάποια ταινία του, είπε σε έναν δημοσιογράφο που τον ρώτησε γιατί ήρθε με τα πόδια και όχι με κούρσα: «Αυτά τα ποδάρια που πάτησαν ξυπόλυτα πάνω στην άσφαλτο, πώς να μπουν τώρα σε κούρσα;» Και πρόσθεσε, κοιτάζοντας το άπειρο με χέρια απλωμένα: «Αχ, πού ‘ναι τώρα η πλύστρα η μάνα μου, να με δει;»

Αγαπημένη μου παράσταση (από παιδάκι και είναι ακόμα) το έργο “Ο Καραγκιόζης γραμματικός”, στο οποίο μπάρμπα-Γιώργος απαιτεί από τον γραμματικό που τον έκανε ο Καραγκιόζης, να στείλει ένα γράμμα “κλαυτό”: «Θιέλου του γράμμα μ’ να πάει κλαφτό… Γράψι κι κλάψι κι ‘γω θα ζδώκου μνια πινταρούλα… Κλαίγι γιατί θα σι λυσσάξου στου ξύλου»

Επίτηδες, χαλάρωσα τον αρχικό σοβαρό και βαρύ τόνο του κειμένου, γιατί ήθελα να το τελειώσετε όχι λυπημένοι!

Τα δακρυσμένα μάτια του Μίκη

Υ.Γ. – 4 Τα “Δακρυσμένα μάτια”, του Μίκη και οι άξεστοι. Σας αφήνω με τα “Δακρυσμένα μάτια”, ένα τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους του αδελφού του Γιάννη Θεοδωράκη. Το τραγούδι ανήκει στον κύκλο “Λιποτάκτες” που αποτελείται από τέσσερα τραγούδια (με …προχωρημένα στιχάκια) και εκδόθηκε σε (δυσεύρετο) δίσκο 45 στροφών, το 1960, από την HMV (7EGG2565). Ο Μίκης ήταν 35 ετών και παρουσίασε μία επαναστατική, για την εποχή, ενορχήστρωση με τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι, τον Δημήτρη Φάμπα στην κιθάρα και τον Καζάνα στα μαγικά του λάτιν-κρουστά. Μάλιστα ερμήνευσε ο ίδιος ο Μίκης κι αυτό ήταν άλλη επανάσταση!

Όμως στην αρχή, πολλοί “κουφοί” αμφισβήτησαν τη φωνή του Μίκη. Πρώτος απ’ όλους ο Αναστάσιος Πεπονής, ο οποίος τότε ήταν διευθυντής του ΕΙΡ (Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας). (Ο Πεπονής τότε ήταν 36 ετών!). Αλλά ας αφήσω τον ίδιον τον Μίκη να θυμηθεί τους “Λιποτάκτες” του και να διηγηθεί: «Ήθελα πολύ τη μουσική μου (σ.σ. από τους “Λιποτάκτες”), να τη χορεύουν τα νεαρά ζευγάρια στα πολύ ρομαντικά κέντρα της εποχής. Θυμάμαι ένα στη Γλυφάδα, ανάμεσα στα πεύκα, δίπλα στη θάλασσα. Εκείνο το κέντρο φανταζόμουν, όταν προσπαθούσα να βγάλω στην επιφάνεια της ενορχήστρωσης τα κρουστά, δίνοντας όσο γίνεται περισσότερο χορευτικό ρυθμό στο έργο. Τραγούδησα ο ίδιος για πρώτη φορά. Αυτό άρεσε σε πολλούς, ενώ άλλοι βρήκαν τη φωνή μου απαίσια. Ένας απ’ αυτούς κι ο Σάκης Πεπονής, που, ήταν διευθυντής του ΕΙΡ, μου δήλωσε ότι διέταξε να μη μπαίνουν οι ΛΙΠΟΤΑΚΤΕΣ γιατί ήμουν φάλτσος…»

Σχόλιο, δικό μου και ιοβόλο, με 78 mg χολής, από τις “οχιές” της Βουλής: «Πολύ θα βασανιστείτε για να βρείτε στην Ελλάδα, ΕΝΑΝ (1) επαγγελματία μεγαλοπολιτικό, με παιδεία γενικότερη! Γιατί αν είχε παιδεία, δε θα γινόταν επαγγελματίας πολιτικός, σκέφτομαι εγώ! Το σπαρταριστό είναι ότι εκτός από έλλειψη παιδείας, οι μεγαλοτέτοιοι, δεν έχουν αναπτυγμένες και κάποιες αισθήσεις… Δηλαδή, θα μου πει κανείς ότι ο Ανδρέας (άσε την παιδεία του) άκουγε και έβλεπε καλά; Αν δεν ήταν έτσι, τότε γιατί δεν τον είδαμε ποτέ σε συναυλία ή σε κάποια έκθεση τέχνης;. Το πολιτιστικό του μπόι έφθανε (με δυσκολία) μέχρι τον ώμο της Ρίτας Σακελλαρίου»! Όπως βλέπετε, ακολούθησα κι εγώ τον κανόνα που λέει ότι οι σταγόνες του δηλητήριου, βγαίνουν πάντα στο τέλος.

 

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι