Η παιδοκτόνος
07/06/2024Καθισμένη κατάχαμα ξυπόλητη δίχως την παραμικρή αίσθηση του κρύου, χτυπούσε ρυθμικά το κεφάλι της στον τοίχο, τα μάτια στεγνά, κατακόκκινα την έκοβαν σαν να είχαν μέσα χαλίκια, δεν έφτανε το δάκρυ της να τρέξει, να τα νοτίσει, παρά εξατμίζονταν στη φωτιά των σωθικών που άναψε η αδικία.
Ο νόμος σωστά εφαρμόστηκε… Η παιδοκτόνος βρισκόταν τώρα στο κελί, μα ούτε ο εγκλεισμός την τρομάζει, η κόλαση βρίσκεται στο μυαλό της και στην ψυχή της βαθιά η αίσθηση πως αδικήθηκε απ’ το θεό. Το λέει, το φωνάζει σε κάθε ευκαιρία. Αυτός θεωρεί ότι την έφτυσε από τότε, εκείνον το Γενάρη που γεννήθηκε στη στάνη, τις ίδιες μέρες που γεννούσαν τα ζωντανά, εκεί μεγάλωσε μαζί τους, αν και νωρίς κατάλαβε πως εκείνα είχαν μεγαλύτερη αξία απ’ τη γέννα ενός κοριτσιού.
Όμως αυτή ήταν η ζωή της, να προσφέρει τον εαυτό της θυσία στη στάνη της οικογένειας, δεν γνώριζε τίποτα πέρα από εκεί. Τώρα βρίσκεται προφυλακισμένη για παιδοκτονία από πρόθεση. Είχε ακούσει ότι στη φυλακή μπαίνουν οι κακοί άνθρωποι, όμως εκείνη δεν θα έβλαπτε ποτέ ζωντανό πλάσμα. Ήταν πεπεισμένη, ο θεός έφταιγε για όλα. Αν σε προδίδει κι ο ίδιος ο θεός, δεν αξίζει να ζεις σκεφτόταν και παραμιλούσε.
-Να προσέλθει η κυρία Αριστέα Δήμου
-Μάλιστα κύριε πρόεδρε, εδώ είμαι
Η Αριστέα σηκώθηκε αργά με απλανές βλέμμα βαδίζοντας δειλά προς το εδώλιο που της υπέδειξαν, ίσα που την κρατούσαν τα πόδια της, τα ρούχα που φορούσε έπλεαν πάνω της, αφού τις μέρες της κράτησή της, έχασε κιλά, ζούσε μόνο με νερό και λίγο ψωμί. Αντρογυναίκα ψηλή, με τραχιά χαρακτηριστικά και μαλλιά κοντά ψαλιδισμένα όπως όπως.
-Το δικαστήριο σας όρισε δικηγόρο κυρία Δήμου, τον οποίο τελικά δεν αποδεχτήκατε.
-Δεν χρειάζομαι δικηγόρο κυρ πρόεδρε. Θα σας τα πω όλα, τι να τον κάνω τον δικηγόρο, δεν έχω τίποτα να κρύψω.
-Κατηγορείστε για την αρπαγή και τη δολοφονία βρέφους, αποδέχεστε την κατηγορία.
-Έτσι που το λες κυρ πρόεδρε ναι το δέχομαι, αγράμματη κτηνοτρόφος είμαι, όμως εγώ το θεό άκουσα, αυτός με ορίζει κι ας με πρόδωσε, θεός είναι ό,τι θέλει κάνει. Θα σας τα πω όλα απ’ την αρχή μέχρι τα τώρα.
-Τι εννοείτε ότι ακούσατε το θεό;
-Ένσταση κύριε πρόεδρε, η κατηγορουμένη προσπαθεί να ισχυριστεί ότι δεν έχει σώας τας φρένας για ν’ αντιμετωπιστεί από το δικαστήριο επιεικώς.
-Απορρίπτεται κύριε συνήγορε, αφήστε ν’ ακούσουμε τι έχει να μας πει. Συνεχίστε κατηγορουμένη.
-Εγώ κύριε πρόεδρε, είμαι σαραντατριών χρονών, έζησα όλα τα χρόνια στη στάνη, δούλευα με τον πατέρα και τον αδερφό μου στα κοπάδια μας. Αγαπώ πολύ τα ζώα, τα ξεγεννούσα, τα φρόντιζα στις αρρώστιες τους, με καταλαβαίνουν καλύτερα απ’ τους ανθρώπους, μέχρι που, πριν από έξι χρόνια μου προξένεψαν ένα κτηνοτρόφο απ’ το διπλανό χωρίο, για να κάνω κι εγώ την οικογένειά μου και ας ήμουν μεγαλοκοπέλα. Δεν είχε τίποτα κακό να πει κανείς για μένα, δεν έδωσα ποτέ δικαίωμα να με πιάσει ο κόσμος στο στόμα του, την τιμή μου την κρατούσα για το στεφάνι μου. Ρωτήστε σ’ όλα τα χωριά μέχρι τον κάμπο.
-Τον θέλατε εσείς αυτόν τον γάμο ή σας τον έδωσαν οι δικοί σας με το ζόρι;
-Ήθελα πώς δεν ήθελα, ήθελα να κάνω παιδιά και οικογένεια, ποτέ δεν είχα άλλο προξενιό, έτσι αφού είπε το ναι ο πατέρας μου το δέχτηκα κι εγώ, καλός άνθρωπος φαινόταν ο άνδρας μου, σ’ ένα μήνα στεφανωθήκαμε, πήγα στο σπίτι του στο διπλανό χωρίο που έμενε με τη μάνα του, είχε και τα ζώα του, μια χαρά ήμασταν, δεν έχω παράπονο. Δεν έμενα πολύ στο σπίτι με την πεθερά μου, ήμουν μαθημένη να ζω στη στάνη, έτσι ακολουθούσα τον άντρα μου στη δουλειά, προσπαθούσα να γνωριστώ με τα καινούρια ζώα, τα φώναζα με τα ονόματά τους, τα κανάκευα, τα βοηθούσα στις γέννες τους. Απ’ τον πρώτο μήνα της παντρειάς περίμενα να μείνω έγκυος. Όμως πέρναγε ο καιρός και τίποτα. Με πήρε ο Μήτσος, ο άντρας μου και με πήγε σε γιατρό. Είπε πως είμαι μια χαρά και πως θα έρθει στην ώρα του. Έσκαγε κι εκείνος, δυο γυναίκες πήρε και καμιά να του κάνει ένα παιδί, ο Μήτσος ήταν χήρος κι άκληρος. Με τα πολλά κυρ πρόεδρε καταλήξαμε πως ο Μήτσος δεν κάνει παιδιά, τσάμπα πέθανε απ’ τον καημό η μακαρίτισσα, πως δεν ήταν άξια να του δώσει απογόνους.
Η παιδοκτόνος απολογείται…
-Σας παρακαλώ, μπείτε στο θέμα μας. Αρπάξατε ή όχι το βρέφος από την οικογένεια;
-Ναι κυρ πρόεδρε κοντεύω να φτάσω κι εκεί. Σας είπα, ο θεός τα φταίει όλα, αυτός με γέλασε, έπεφτα στα γόνατα μπροστά στα εικονίσματα και παρακαλούσα να γίνει το θαύμα, μέχρι που τον παρακάλεσα να βρεθεί κάποιος να με γκαστρώσει, όμως ούτε αυτό έγινε. Έμαθα τότε πως η Χρύσω από τη Λαγκαδιά, γέννησε το εντέκατο παιδί χωρίς να το θέλει, έμαθα πως βαρυγκομούσε και σκεφτόταν να το δώσει. Πάλι έπεσα στα γόνατα και τον παρακάλεσα να τη φωτίσει να μου το δώσει, καθώς σκόπευα να πάω να της το ζητήσω. Το ήθελε κι ο άντρας μου, θα της δίναμε το μισό βιός μας και το άλλο μισό στο παιδί, θα μπορούσε να το βλέπει όποτε ήθελε κι όλη η οικογένεια να ερχότανε κυρ πρόεδρε δεν με πείραζε.
Πήρα λοιπόν τα πεσκέσια μου, τυριά, βούτυρα, πήρα και σοκολάτες απ’ το μπακάλη και πήγα. Είπα στη Χρύσω το και το, δώσε μου το παιδί να το μεγαλώσω, να πάρει κι όλο το βιός μας και να το βλέπετε όποτε θέλετε, μακριά δεν είμαστε, να γεμίσει κι εμένα η αγκαλιά μου, αφού η τύχη μου ήταν στραβή.
Εκείνη μου απάντησε σκληρά κυρ πρόεδρε.
-Δεν το δίνω σε σένα το παιδί μου, είπε, αν ήσουν άξια θα σου έδινε ο θεός δικό σου, δεν λωβιάζω εγώ την οικογένειά μου, όπως μεγαλώνουν τ’ άλλα θα μεγαλώσει κι αυτό.
-Μα εγώ έμαθα ότι θέλεις να το δώσεις της είπα, γι αυτό και πρόκαμα να έρθω.
-Να το δώσω αν βρεθεί ένα άνθρωπος, ένας γιατρός, ένας δικηγόρος να το δώσω να περάσει καλά, όχι να το έχεις εσύ μέσα στα γιδοπρόβατα, φύγε τώρα απ’ το σπίτι μου.
Έφυγα σαν δαρμένο σκυλί, μ’ ένα μαχαίρι στην καρδιά και με τη φωνή κομμένη για μέρες. Έπεσα να πεθάνω, δεν την ήθελα τη ζωή.
-Και τότε πήγατε και αρπάξατε το παιδί;
-Όχι, ακόμα, πέρασαν μήνες και γιατρειά δεν έβρισκα. Μια μέρα πήγα για ξύλα εκεί κοντά στη λαγκαδιά που ήταν το σπίτι τους, όχι επί τούτου, μάρτυς μου ο θεός, ν’ ακούω παιδικές φωνούλες ήθελα μόνο. Αυτή έπλενε στο ρέμα, είχε μαζί της τα μικρά, τα μεγαλύτερα ήταν στο σχολείο και το μωρό σπάραζε στο κλάμα μόνο του στο σπίτι. Παράτησα τα ξύλα, γονάτισα στις φτέρες, κοίταξα τον ουρανό και είπα. Αν είναι θέλημά σου να το πάρω μη φέρεις κανένα εμπόδιο. Κοίταξα γύρω δεν υπήρχε κανείς. Το μωρό συνέχιζε να κλαίει. Μ’ ένα σάλτο πήδηξα το φράχτη, άμποξα την μισάνοιχτη πόρτα, το τύλιξα με την κουβερτούλα του, το έχωσα στην αγκαλιά μου κι έφυγα γρήγορα για τη στάνη. Εκείνο μόλις ένοιωσε το κορμί μου σταμάτησε αμέσως το κλάμα, ήμουνα τώρα σίγουρη πως ήταν θέλημα θεού αυτό που έκανα, εξάλλου ούτε φύλλο από το δέντρο δεν πέφτει χωρίς το θέλημά του, έτσι δεν λένε;
-Και πού το πήγατε το μωρό, κατηγορουμένη;
-Έτρεξα με όση δύναμη είχα και το πήγα στη στάνη. Εκεί δεν θ’ ακουγόταν το κλάμα του κι είχα φρέσκο γάλα από τα ζώα να του δώσω.
-Ο σύζυγός σας το είδε, τι έκανε γι’ αυτό.
-Το είδε αργότερα, μου φώναζε, εγώ δεν μιλούσα καθόλου, πήρε ένα στυλιάρι και με χτύπησε κύριε πρόεδρε, είπε πως θα τον βάλω σε μπελάδες κι έφυγε, πήγε στο σπίτι στο χωριό μέχρι αργά το βράδυ έπινε στο καφενείο, δεν ήθελε να τον κατηγορήσουν κι αυτόν.
-Γιατί σκοτώσατε το παιδί και δεν το παραδώσατε πάλι στους γονείς του, αφού ξέρατε ότι θα έχετε συνέπειες με αυτό που κάνατε.
-Εγώ να σκοτώσω το παιδί κυρ πρόεδρε, εγώ που το λαχταρούσα περισσότερο κι από αναπνοή; Η οικογένεια πήγε στην αστυνομία και με το δίκιο τους, εγώ δεν είχα σκοπό να παραδεχτώ πως πήρα το παιδί, θα το έκρυβα και θα το μεγάλωνα με αγάπη κυρ πρόεδρε, όλα τα σημάδια του θεού αυτό μου έδειχναν. Εκείνοι είχαν τόσα παιδιά…
-Τι έγινε λοιπόν, θα μας πείτε πώς πέθανε το παιδί;
-Είδα από μακριά το αυτοκίνητο της αστυνομίας ν’ ανηφορίζει τον αγροτικό δρόμο, μ’ έπιασε πανικός. Κοίταξα τον ουρανό με το παιδί να κοιμάται ήσυχο στην αγκαλιά μου, τον παρακάλεσα για μια φορά ακόμα, να με φωτίσει να μου δείξει πού να το βάλω, μην το βρουν και μου το πάρουν. Μου ήρθε η φώτιση να το πάω στον αχυρώνα που έχουμε τις μπάλες με τις τροφές για τα ζώα και τ’ αμπάρια με τους καρπούς. Μόλις είδα ότι πλησίαζαν το έβαλα μέσα στο αμπάρι που είχε μέχρι τη μέση καλαμπόκι μπρούμυτα μην κάνει εμετό γιατί ότι το είχα ταΐσει , έκλεισα το καπάκι, έτρεξα στη στάνη κι έκανα πως άρμεγα.
Ήρθαν αυτοί αγριεμένοι και με ρωτούσαν που έχω το παιδί. Εγώ τους έλεγα πως δεν ξέρω τι μου λένε, δεν έχω κανένα παιδί. Ο Μήτσος με είχε προδώσει. Ο θεός όμως πίστευα πως θα μου το χάριζε και δεν θα το έβρισκαν. Έψαξαν παντού, αλλά τίποτα.
Μετά από κάμποση ώρα έφυγαν με το πόδια για να φτάσουν στο αυτοκίνητο που δεν έβγαινε μέχρι τη στάνη. Έτρεξα στον αχυρώνα, άνοιξα το αμπάρι, το άρπαξα στην αγκαλιά μου αλλά αυτό ήταν μελανιασμένο. Το πέταξα ψηλά, το φύσηξα στην μύτη, στο στόμα, για να του δώσω πνοή απ’ την πνοή μου, μάταιο. Τότε, έβγαλα μια κραυγή που ακούστηκε στα πέρατα. Έτρεξαν πίσω οι αστυνόμοι και είδαν το παιδί πεθαμένο. Εγώ, ξανασυνήλθα στα κάγκελα. Καταλάβατε τώρα γιατί δεν ήθελα δικηγόρο; Στείλε με στην κόλαση, να λυτρωθώ κυρ πρόεδρε.