ΘΕΜΑ

Η θαυμαστή οπτική μνήμη του γλύπτη Χαλεπά

Η θαυμαστή οπτική μνήμη του γλύπτη Χαλεπά, Δημήτρης Παυλόπουλος

Εκατό πενήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από το 1873, έτος κατά το οποίο έφυγε από τη ζωή η Σοφία Κων. Αφεντάκη (γ. 1856). Το ταφικό μνημείο της το 1878 από τον Γιαννούλη Χαλεπά (1851/3;-1938) στο Α΄ Κοιμητήριο Αθηνών παραμένει το γνωστότερο έργο της νεότερης ελληνικής γλυπτικής. Πρόσφατη έκδοση δίνει την ευκαιρία να προσεγγίσουμε εκ νέου τη ζωή και τα έργα του πάντα ελκυστικού γλύπτη, αξιολογώντας την κριτική σκέψη του στη γλυπτική.

Πρόκειται για το βιβλίο της ομότιμης καθηγήτριας στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ Μελίτας Εμμανουήλ “Γιαννούλης Χαλεπάς. Μία διαφορετική οπτική” (Κάπα Εκδοτική, Αθήνα 2022), που έχει την αφετηρία του στη βιβλιοκρισία από την ίδια της μυθιστορηματικής βιογραφίας του Χρήστου Σ. Σαμουηλίδη (1927-2022) για τον Χαλεπά (Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2005), δημοσιευμένη στο γερμανικό περιοδικό “Philia” (2006).

Δέκα κεφάλαια παρουσιάζουν τη φυσιογνωμία της νεοελληνικής γλυπτικής από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα έως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, στοιχεία για τη ζωή του Χαλεπά, την οικογένεια, τις σπουδές, την απομόνωση και την επανένταξή του, το έργο του…

Θέματα που τον ενέπνευσαν από την αρχαία ελληνική γραμματεία και από αλλού, τα παραμύθια και οι έρωτες, ο Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα, δίμορφες και αμφιπρόσωπες συνθέσεις του, οι μεμονωμένες μορφές του, οι επιτάφιες παραστάσεις, γνώμες σύγχρονων εικαστικών καλλιτεχνών και τεχνοκριτών για τον ίδιο και για την καλλιτεχνική δημιουργία του, η γενική θεώρηση της γλυπτικής του.

Από την ψυχαναλυτική στην εικονογραφική έρευνα

Συμβολή του βιβλίου είναι η αποδόμηση της ερμηνείας με ψυχαναλυτικά εργαλεία για τη ζωή και για την καλλιτεχνική δημιουργία του Χαλεπά που είχε επιχειρήσει η Danièle Calvo-Platero (γ. 1941) στη διδακτορική διατριβή της στο πανεπιστήμιο Paris-X-Nanterre υπό την επίβλεψη του καθηγητή Pierre Kaufmann (1916-1995) το 1978 και που με τίτλο “Ο Γλυπτικός Χώρος του Γιαννούλη Χαλεπά” μεταφράστηκε στην Ελλάδα (Εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα 1979).

Σε αυτή διατυπώνεται η άποψη ότι η γλυπτική του Χαλεπά αντανακλά τις ολέθριες σχέσεις του με τον αυταρχικό πατέρα και με την καταπιεστική μητέρα του, σαν ανάγκη του «να λυτρωθεί από την καταστροφική γονεϊκή σχέση». Η πρόταση της Platero συνέτεινε στη μυθοπλασία της εικόνας του Χαλεπά ως τραγικού γλύπτη, ενώ υποτίμησε την ευαίσθητη φύση, την πνευματική καλλιέργεια και την οξυμένη παρατηρητικότητά του.

Λογοτεχνικά και εικαστικά πρότυπα

Ο εντοπισμός λογοτεχνικών κειμένων και εικαστικών έργων, στα οποία βασίστηκε ο μορφολογικός προβληματισμός του Χαλεπά, συνιστά επιπλέον προτέρημα αυτού του βιβλίου. Στίχοι από τη Μήδεια του Ευριπίδη, σε συνδυασμό με ομόθεμα ζωγραφικά έργα του Eugène Delacroix (1798-1863) το 1838 (Μουσείο Καλών Τεχνών Λιλ), και του Νικηφόρου Λύτρα (1832-1904) πριν από το 1872 (Ίδρυμα Αναστάσιου Γ. Λεβέντη), ερμηνεύουν το έργο του Χαλεπά “Η Μήδεια φονεύουσα τα τέκνα της”.

Έργο, που δούλεψε σε γύψο στο μικρό εργαστήριό του, στην οδό Μητροπόλεως, στο δεύτερο κτήριο από την πλευρά της οδού Φιλελλήνων, το 1876, το κατέστρεψε το 1878, ενώ το ξαναδούλεψε σε γύψο πριν από το 1922 (Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού, Τήνος/Μουσείο Γιαννούλη Χαλεπά, Πύργος Τήνου), το 1931 (ιδιωτική συλλογή) και το 1933 (Εθνική Γλυπτοθήκη).

Εξάλλου το γοργόνειο στο στήθος της Μήδειας του 1931 και στο αριστερό πόδι της Μήδειας του 1933 αντιμετωπίζεται ως ποιοτική και πρωτότυπη σφραγίδα του γλύπτη, όπως χρησιμοποιούσαν τη βαυαρική ασπίδα σε εργαστήρια πορσελάνης, όπως εκείνο που λειτούργησε από το 1747 στο ανάκτορο του Νύμφενμπουργκ του Μονάχου και το οποίο το είχε μάλλον επισκεφθεί ο Χαλεπάς, όσο συνέχιζε τις σπουδές του στη Βαυαρική Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών τα χρόνια 1873-76.

Το γύψινο αγαλματίδιο της Ηρωδιάδος, έργο του Χαλεπά χρονολογημένο πριν από το 1922 (Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού), αντλεί τόσο από το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο όσο και από νουβέλα του Gustave Flaubert (1821-1880) το 1877, που έδωσε και το λιμπρέτο της ομότιτλης όπερας του Jules Massenet (1842-1912), η οποία ανεβάστηκε στις Βρυξέλλες το 1881. Ο Χαλεπάς ξαναθυμάται το θέμα του γλυπτού του σε σχέδιό του με μολύβι το 1930.

Το “Παραμύθι της Πεντάμορφης”

Το Παραμύθι της Πεντάμορφης το επεξεργάστηκε ο Χαλεπάς σε τέσσερα έργα του: το 1874 (πρώτο βραβείο με χρυσό μετάλλιο στους διαγωνισμούς της Ακαδημίας Καλών Τεχνών Μονάχου, στη Γλυπτοθήκη της οποίας έμεινε, ενώ λανθάνει), το 1918 σε γύψο (Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού), το 1918-24 σε πηλό (ιδιωτική συλλογή), το 1932 σε γύψο (ιδιωτική συλλογή) και μετά από το 1930 σε σχέδιό του με μολύβι (κατοχή Νικόλαου Δούκα).

Στηρίζεται σε γερμανικό παραμύθι, την “Τριανταφυλλένια” ή “Ωραία Κοιμωμένης του Δάσους” ή “Κοιμισμένη Πεντάμορφη”, που το περιέλαβαν σε συλλογή παραμυθιών τους οι αδελφοί Grimm, o Jacob Ludwig Carl (1785-1863) και ο Wilhelm Carl (1786-1859), αλλά και στο παραμύθι “Το Μαρούλι”, από την ίδια συλλογή, και σε επεισόδιο από τον θρύλο “Το δαχτυλίδι” των Νιμπελούνγκεν, που τον μετέφερε το 1876 στην τετραλογία της ομότιτλης όπεράς του ο Richard Wagner (1813-1883), έχοντας γράψει τα λιμπρέτα της ήδη το 1853 και επενδύοντάς τα μουσικά το 1874. Ορθά επισημαίνει η Εμμανουήλ ότι η κόμμωση της Πεντάμορφης παραπέμπει σε νομίσματα της θεάς Άρτεμης, από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., καθώς ο Χαλεπάς κατείχε γύψινο εκμαγείο γυναικείας κεφαλής με τον ίδιο τύπο μαλλιών, από το τέλος του 4ου αι. π.Χ.

Γιαννούλη Χαλεπά," Ερμής, Πήγασος και Αφροδίτη", 1933, γύψος, Εθνική Γλυπτοθήκη.

“Η Μεγάλη Αναπαυομένη”, από το 1931, σε γύψο (Εθνική Γλυπτοθήκη), το μοναδικό έργο της τελευταίας περιόδου του Χαλεπά (1930-38) σε φυσικό μέγεθος, ανακαλεί τη στάση του κοιμισμένου Άρη στον πίνακα του Sandro Botticelli (π. 1445-1510) Αφροδίτη και Άρης, από το 1476-85 (Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο).

Στο σύμπλεγμα “Ερμής, Πήγασος και Αφροδίτη”, από το 1933, σε γύψο (Εθνική Γλυπτοθήκη), υπόκεινται η Οδύσσεια, το ζωγραφικό έργο του Nicolas Poussin (1594-1665) “Θρίαμβος Ποσειδώνα και Αμφιτρίτης”, από το 1635-36 (Μουσείο Τέχνης Φιλαδέλφειας), και ομόθεμο πορσελάνινο έργο του Dominikus Auliczek (1734-1804), ο οποίος δούλευε από το 1764 στο εργαστήριο του Νύμφενμπουργκ.

Σάτυρος και Έρως

Η σύνθεση του Σατύρου και του Έρωτα είχε στοιχειώσει τον Χαλεπά. Τη φιλοτέχνησε δώδεκα φορές από το 1877 (χρυσό μετάλλιο στην καλλιτεχνική έκθεση του Μονάχου) έως το 1936, σε μάρμαρο και σε γύψο (Εθνική Γλυπτοθήκη, Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, ιδιωτικές συλλογές), και σε πληθώρα σχεδίων. Το πρώτο μαρμάρινο έργο το ολοκλήρωσε ο συμφοιτητής του Αλέξιος (Αλεξάκης) Λάβδας (1854-1944) και εκτέθηκε το 1878 στην Παγκόσμια Έκθεση Παρισιού.

Απεικονίσεις του Σατύρου απαντούν συχνά στην ελληνιστική περίοδο, ενώ μαζί με τον Έρωτα εμφανίζεται στη ρωμαϊκή εποχή. Ο Χαλεπάς είχε δει τον γηραιό Σιληνό, ρωμαϊκό αντίγραφο λυσίππειου έργου, θα γνώριζε όμως και τον ελληνιστικό Φαύνο Barberini, αφού και τα δύο έργα βρίσκονται στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου.

Το σώμα του Σατύρου υπενθυμίζει τον “Νικηφόρο Έρωτα” του Caravaggio (1571-1610), από το 1601-2 (Εθνική Πινακοθήκη Βερολίνου). Εμφατικότερη όμως είναι η σχέση του με το μικρών διαστάσεων πορσελάνινο έργο “Βάκχος και Δήμητρα” του Auliczek, από το 1770, στο Νύμφενμπουργκ, που έχει αναπαραχθεί σε πολλά αντίγραφα.

Δίμορφα και αμφιπρόσωπα έργα

Το Μυστικό (Εθνική Γλυπτοθήκη, δωρεά του διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου Μαρίνου Καλλιγά [1906-1985] το 1951) και η Γοργόνα είναι δύο έργα του Χαλεπά σε γύψο, χρονολογημένα πριν από το 1927 και το 1933 αντιστοίχως. Κύρια μορφή τους είναι άνδρας που τον συνοδεύουν ερωτιδεύς στο πρώτο έργο και γοργόνα στο δεύτερο.

Η συνύπαρξη δύο διαφορετικών κλιμάκων μορφών, του πνευματικού δημιουργού και της Μούσας που τον κινεί, παρατηρείται στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, όπως αποκαλύπτει η τοιχογραφία με θέμα της τη Μουσική το 50-40 π.Χ., από την έπαυλη του Φαννίου Συνίστορος στο Μποσκορεάλε, ενός από τους ιδιοκτήτες της κατά το πρώτο μισό του 1ου αι. μ.Χ., και στη βυζαντινή τέχνη από τον 11ον αιώνα, με τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο ως προσωποποίηση της σοφίας. Στη Γοργόνα μπορεί να αντιπαραβληθεί ελληνιστική σύνθεση με τον Σάτυρο που κρατάει στον ώμο του τον Διόνυσο (Walters Art Gallery Βαλτιμόρης) και μερικές ακόμα ομόθεμες παραστάσεις.

Φραγκίσκου Δεσίπρη, "Η εν Τήνω εικών της Ευαγγελιστρίας", 1858, χαλκογραφία, Μουσείο Μπενάκη.
Γιαννούλη Χαλεπά, Ευαγγελισμός, 1931, μολύβι, Μουσείο Γιαννούλη Χαλεπά, Πύργος Τήνου.

Στη σύνθεση του Ευαγγελισμού, χρονολογημένη το 1918-24 (Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού), που την επανέλαβε ο Χαλεπάς και σε σχέδιο το 1931 (δωρεά της ανιψιάς του Ειρήνης Β. Χαλεπά [1894-1987], Μουσείο Γιαννούλη Χαλεπά), ο γλύπτης θυμάται ομόθεμη χαλκογραφία του πατριώτη του ζωγράφου-χαράκτη Φραγκίσκου Δεσίπρη (1808-1888), έργο του 1858 (Μουσείο Μπενάκη).

Ο εικονογραφικός τύπος της γονατιστής Παναγίας ανακαλεί την Παναγία της Ταπεινότητας από τοιχογραφία του Giotto (π. 1270-1337), από το 1303-06, στο παρεκκλήσιο της Αρένας στην Πάδοβα, έργα της βορειοευρωπαϊκής Αναγέννησης και φλαμανδικές χαλκογραφίες.

Γιαννούλη Χαλεπά, Άγιος Χαράλαμπος, πριν από το 1925, πηλός, Εθνική Γλυπτοθήκη.

Αμφιπρόσωπα έργα είναι εκείνα που σε καθεμία όψη τους φέρουν άλλη μορφή. Τέτοια έργα του είναι τα Άγιος Χαράλαμπος [ως προστάτης των μαρμαράδων] και Μαρμαράς (Εθνική Γλυπτοθήκη), Αγία Βαρβάρα και Μέγας Αλέξανδρος (Εθνική Γλυπτοθήκη), Αγία Βαρβάρα και Ερμής (Εθνική Γλυπτοθήκη) και Μέγας Αλέξανδρος ζων και νεκρός (Εθνική Γλυπτοθήκη), σε πηλό, χρονολογημένα πριν από το 1925.

Τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των ανδρικών μορφών προσεγγίζουν τον θεωρούμενο Δημήτριο Πολιορκητή (Μουσείο Νάπολης), γύψινο αντίγραφο του οποίου ο Χαλεπάς είχε κάνει το 1870 ως σπουδαστής στο Μόναχο (Εθνική Γλυπτοθήκη).

Μεμονωμένα έργα και ταφικά μνημεία

Στις γύψινες προτομές του, όπως στην αδελφή του Αικατερίνη (γ. 1864) το 1876-77 (ιδιωτική συλλογή), στην Μερόπη Τούμπα (Εθνική Γλυπτοθήκη) και στον Νίκο Βέλμο (1890-1930) (από το ανάγλυφο του οποίου δουλεύτηκε η μαρμάρινη προτομή του για τον τάφο του στο Α΄ Κοιμητήριο Αθηνών) το 1931, ο Χαλεπάς μετακινείται από την ψυχογραφική στη συμβολική αποτύπωση. Η αδελφή του είχε αρραβωνιαστεί το 1878 τον ομότεχνο και συνεργάτη του Χαλεπά Λάβδα, με τον οποίο χώρισε το 1879 και πέθανε ψυχικά ασθενής.

Τη γύψινη” Όρθια κόρη”, από το 1875-76 (Μουσείο Γιαννούλη Χαλεπά), δωρεά του Κωνσταντίνου Γ. Καπαριά, την επανέλαβε ο Χαλεπάς το 1887 για το μαρμάρινο ταφικό μνημείο του εγκατεστημένου στον Πειραιά εμπόρου Λεωνίδα Οικονόμου, ο οποίος τότε έφυγε από τη ζωή. Στο μνημείο, το οποίο ανιδρύθηκε στο Κοιμητήριο Λεωνιδίου το 1891, ενδεχομένως δούλεψε, εκτός από τον Χαλεπά, και ο Λάβδας.

Ο εικονογραφικός τύπος της κόρης ακολουθεί εκείνον της μικρής και της μεγάλης Ηρακλειώτισσας, δύο ελληνιστικών αγαλμάτων που ήρθαν στο φως το 1709 στο Ηράκλειο της Ιταλίας. Τον τύπο τον έχουμε και στην Παναγία της Σταύρωσης, όπως προκύπτει από αμφιπρόσωπη εικόνα του 14ου αιώνα (Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο), ενώ ο χιασμός των σκελών της μας φέρνει κοντά στη μιχαηλαγγελική σιγμοειδή μορφή και σε μανιεριστικές αποδόσεις.

Τον χαιρετούσε η Μούσα του!

Για να κατανοηθεί η διάσταση του Χαλεπά από τα πρώιμα στα ύστερα χρόνια της καλλιτεχνικής δημιουργίας του, από το 1870 έως το 1938, θα πρέπει να τον δούμε μέσα από την τραγική ωρίμαση που του επιφύλαξε η ζωή του, απελευθερωμένον από τις ακαδημαϊκές σπουδές του. Ενήμερος για καλλιτεχνικές τάσεις του καιρού του, προικισμένος με εξαιρετικές ικανότητες σχεδιαστή και γλύπτη, κληρονομιά από τους Τηνιακούς μάστορες μαρμαροτεχνίτες-μαρμαρογλύπτες, χάρη και στην υπερβολικά ευαίσθητη ψυχή του, ο Χαλεπάς εξέφρασε την τρυφερότητα, τον ερωτισμό, την αξιοπρέπεια, την αυτοπεποίθηση, την περηφάνια, την ικανοποίηση, με εσωστρέφεια, θλίψη, πόνο, καρτερικότητα.

Ο εργολάβος στο Βουκουρέστι αδελφός του Γιαννούλη Νικόλαος (1855-1932) διασώζει το 1931 σε επιστολή προς τον γιο του Βασίλειο (1894-1955), την αφήγηση ονείρου του Γιαννούλη το 1878 στο χωριό του, στον Πύργο της Τήνου: είχε δει στον ύπνο του ότι κάθονταν και παρατηρούσαν στον ουρανό στεφάνι με λουλούδια που το κρατούσε κοπέλα, που, σε ερώτηση του αδελφού του για την ταυτότητά της, την ερμήνευσε σαν την Μούσα του που τον χαιρετούσε!

Υπενθυμίζεται η διατύπωση του συντοπίτη του Χαλεπά, φιλοσόφου της θρησκείας, καθηγητή στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νικόλαου Ι. Λούβαρι (1887-1961) στον πρώτο τόμο των “Νοσταλγικών περιπλανήσεών” του (Αθήνα 1937): η τέχνη ταυτίζεται με την ψυχή, οι δυνητικές εναλλαγές των πλαστικών μορφών είναι το απαύγασμα των μεταβολών που είχε υποστεί η βούληση του καλλιτέχνη.


Αφιερώνεται στη μνήμη του συντοπίτη και μελετητή του Χαλεπά Δημήτρη Ζ. Σοφιανού (1935-2008), ομότιμου καθηγητή στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, εγγονού του μαρμαρογλύπτη Δημήτριου Ζ. Σοφιανού (1878-1942). Ο Δ. Ζ. Σοφιανός έχει γράψει τα βιβλία “Το Σπίτι-Μουσείο Γιαννούλη Χαλεπά στον Πύργο της Τήνου και η Ζωή του Καλλιτέχνη” (Ιστορική Κοινότητα Πανορμιτών Τήνου, Αθήνα 2004) και “Η Ιστορική Κοινότητα Πανόρμου Τήνου. Σύντομη Αναδρομή στο Παρελθόν και στο Σήμερα” (Κοινότητα Πανόρμου Τήνου, Αθήνα 2005), ενώ υπήρξε γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της Αδελφότητος των εν Αθήναις Τηνίων και πρώτος πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Τηνιακού Πολιτισμού.

Απόσπασμα χειρόγραφης ομιλίας του Δημήτριου Ζ. Σοφιανού για τον Χαλεπά στην Αδελφότητα των εν Αθήναις Τηνίων, στις 24 Ιανουαρίου 1978.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι