ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ

Με αποσκευές καλοκαιριού τους πειρασμούς της νοσταλγίας…

Με αποσκευές καλοκαιριού τους πειρασμούς της νοσταλγίας... Κρινιώ Καλογερίδου

Δεν υπάρχει τίποτα σ’ αυτήν τη ζωή, που να μην μπορεί να του δώσει υπόσταση λυρική η δημιουργική φαντασία, ειδικά με σκεύος την ποίηση, τις εικόνες που κυοφορεί αυτή και συνδέουν συνειρμικά το ”χθες” με το ”σήμερα” μέσα απ’ την ειδική σχέση των λέξεων (βιωματική ή φανταστική, μιμητική και συμβολική), η οποία δίνει διπλό ή πολυμεταφορικό νόημα συχνά στον στίχο.

Απόδειξη, η στοχαστική, λιτή και απρόσωπη ποίηση του Τάκη Βαρβιτσιώτη στο ”Άρωμα ενός κομήτη”: ”[…] Για να ξανάρθω ένα πρωί/Ένα πρωί καλοκαιριάτικο /Σε κάποιο σπίτι/Όπου θα κατοικούν μονάχα σκιές/Ανάλαφρες/Φωνές τόσο απαλές/Όπως το χιόνι/Με πόρτες πάντα ορθάνοιχτες/Και μ’ ανθισμένες κλειδαριές”

Ποίηση που προσιδιάζει με ποιητικό ημερολόγιο και επενεργεί εντός μου, κάθε φορά που τη διαβάζω, σαν αγγελιοφόρος του πειρασμού. Του πειρασμού της νοσταλγίας, που είναι φορτισμένος συγκινησιακά και ξεσηκώνει μια λυρική χαρά απίστευτη μέσα μου. Χαρά άμεσα συνδεδεμένη με τα ανέμελα φοιτητικά χρόνια στο θρυλικό δεύτερο ”σπίτι” μας, το παλιό κτίριο της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Το καινούργιο που το είχε αντικαταστήσει, σημειωτέον, μάς απωθούσε ψυχικά και αισθητικά – παρά την προσεγμένη, μαρμάρινη διακόσμησή του – και γι’ αυτό ”αναγκάσαμε” τους καθηγητές μας να μας κάνουν μαθήματα στο ιστορικό νεοκλασικό κτίριο.

Σ’ αυτό που έχει προμετωπίδα πάνω απ’ την είσοδό του τη ρήση ”Μούσαις χάρισι θύε” (μ.τ.φ: Θυσίαζε στις Μούσες και τις Χάριτες). Ρήση ταυτισμένη απόλυτα με το ακαδημαϊκό πνεύμα της Σχολής, εμπνευσμένη από τον Χαρίτωνα Χαριτωνίδη, έναν από τους καθηγητές της στο πρώτο και πιο εμβληματικό κτίριο του ΑΠΘ (”έτος ιδρύσεως 1927, επί κυβερνήσεως Αλεξάνδρου Ζαῒμη”). Ρήση που είχε ταυτιστεί τότε από μας με τα νιάτα και τη γνώση, αφού την ερμηνεύαμε ατομικά και συλλογικά σαν φράση-μήνυμα που μας προέτρεπε να προσφέρουμε τον εαυτό μας στον βωμό της επιστήμης και της γνώσης, αλλά και σ’ εκείνον της τέχνης και της ομορφιάς (”της ομορφιάς και της αρετής”, όπως μας έλεγε ο καθηγητής μας Δ. Λυπουρλής), που εγκιβωτίζονταν στην επιλογή της ειδικότητάς μας (ΒΝΕΣ), όπου την πρωτοκαθεδρία (εκ παραλλήλου με τη Βυζαντινή Ιστορία) είχε η Λογοτεχνία.

Μάθημα που το είχαν αποθεώσει τότε με τη διδασκαλία τους τρεις ”διάσημοι” (εντός και εκτός των συνόρων μας) πανεπιστημιακοί δάσκαλοι: Ο Γεώργιος Σαββίδης (Πτωχοπροδρομική Ποίηση=Καβάφης), ο Απόστολος Σαχίνης (Ελληνική πεζογραφία και Κριτική) και ο Δημήτρης Μαρωνίτης, καθηγητής των Ομηρικών Επών και της Σεφερικής ”Κίχλης”. Της ”Κίχλης” (ποιητικής σύνθεσης του Γιώργου Σεφέρη, που ολοκληρώθηκε στις 31-10-1946 στη γραφομηχανή του στον Πόρο), η οποία μας βασάνισε διπλά και τριπλά στην ανάλυσή της. Γι’ αυτό και θα μου μείνει αξέχαστη η ακουστική και οπτική ανάμνηση του Μαρωνίτη τη μέρα που αποτάθηκε σε μένα περιπαιχτικά βλέποντάς με να μειδιώ ασυγχώρητα: «Η δεσποινίς Η… χαμογελά από ερωτική ευφορία», διαπίστωσε, ενώ εγώ χαμογελούσα από αμηχανία λόγω της δυσνόητης ορολογίας…

Μυημένος στην σεφερική ιδεολογία…

Λόγω του ειδικού λεξιλογίου που χρησιμοποιούσε (και το κατακτούσε κανείς μόνο ως μυημένος στη σεφερική ιδεολογία (”πανάρχαιο δράμα”, κατά τον M. Vitti το θέμα του Σεφέρη στην ”Κίχλη”, όπου ”ο άνθρωπος μηδενίζει την ύπαρξή του ανάμεσα στη σύγχρονη θλίψη και το χαμένο παρελθόν και αυτομηδενίζεται, ως άβουλο θύμα της τραγικότητας του εαυτού του και των καιρών…”).

Ως μυημένος και στον υψηλού επιπέδου ερμηνευτικό σχολιασμού του Δ. Μαρωνίτη αναφορικά με το θέμα του ιδιότυπου ”ανθρωπομορφισμού τού φωτός” και της νεκυομαντείας της ”Κίχλης” (σ.σ: ”Κίχλη”= πουλί – τσίχλα, αλλά στην ποιητική συλλογή του Σεφέρη συμβολικό όνομα ενός καραβιού, το ναυάγιο του οποίου τον ενέπνευσε στον Πόρο, με αποτέλεσμα να το μετουσιώσει ποιητικά στο ταξίδι που πρέπει να κάνει (ως αδύναμο πουλί) ο άνθρωπος στην ψυχή και το βάθος της γνώσης του. Της γνώσης του εαυτού του, η οποία θα τον βοηθήσει να βρει την ταυτότητά του ως Άνθρωπος, τον πολιτισμό του.

Και όλα αυτά με άξονα διδασκαλίας τον Όμηρο και τον Σεφέρη, γιατί ο δεύτερος ενσωμάτωνε ιδανικά τα μυθικά-ομηρικά στοιχεία των ραψωδιών της Οδύσσειας στον ποιητικό οίστρο του, με αποτέλεσμα τη γέφυρα παρελθόντος-παρόντος δια της αχρονίας του ποιητικού λόγου και των συνειρμικών παρομοιώσεών του. Πράγμα που έδινε την ευκαιρία στον Μαρωνίτη να αξιοποιεί συνδυαστικά τις δύο έδρες του στη Σχολή. Αυτήν των Αρχαίων Ελληνικών και την άλλη των Νεοελληνικών Σπουδών. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να έχουμε την αίσθηση της παράλληλης πνευματικής διαδρομής με τον Οδυσσέα και τον ”ηδονικό Ελπήνορα”…

Στους πειρασμούς της νοσταλγίας

Αυτή ήταν η πολύχρωμη ουσία της ζωής μας τότε. Ουσία που έδινε νόημα στον πολιτισμό της καθημερινότητας και της φοιτητικής μας ζωής με σήμα κατατεθέν τη Λογοτεχνία, η προέκταση της οποίας άγγιζε και την ελληνική κοινωνία. Έτσι ”χτίσαμε” μέρα την μέρα τις βιωματικές εμπειρίες μας, πολλές από τις οποίες τις σάρωσαν τα κύματα των καιρών, αλλά καθώς ήμασταν όλοι – λίγο πολύ- νέοι με πάθος, δεν παραδοθήκαμε στους προσωπικούς μας δαίμονες. Αντιταχθήκαμε γενναία με πρότυπα τους δασκάλους μας και κρατήσαμε μέσα μας τις αλησμόνητες αναμνήσεις που δέσμευαν και δεσμεύουν τις μνήμες του μέλλοντός μας.

Την ανάμνηση του Σαββίδη που ”έτρωγε” το ”ρ” αξιολάτρευτα διδάσκοντάς μας τα ”Πτωχοπροδρομικά” (σατιρικά ποιήματα της Βυζαντινής Γραμματείας του 12ου-13ου αι μ Χ) και τα ”Αποκηρυγμένα” του Καβάφη (έκδ. 1974 και 1983), που περιελάμβαναν το Επίμετρο με τις εκτενείς σημειώσεις του Γ.Π. Σαββίδη και τα ανέκδοτα Ποιήματα και Μεταφράσεις του Καβάφη της περιόδου 1886 – 1898, τα οποία επιμελήθηκε ο καθηγητής μας υποδειγματικά!

Την ανάμνηση του δασκάλου μας Απόστολου Σαχίνη (κριτικού της Λογοτεχνίας, Ακαδημαϊκού και φίλου του μυθιστοριογράφου Κοσμά Πολίτη), που αποθέωνε την λογοτεχνική ανάλυση κυριολεκτικά κάνοντάς μας να ταυτιζόμαστε με τους ήρωες και τις ηρωίδες των έργων διδασκαλίας του σε τέτοιο βαθμό, ώστε να υιοθετούμε την αισθητική και εν μέρει την ενδυματολογία τους. Μια τέτοια… γλυκιά αποκοτιά είχαμε κάνει, θυμάμαι, στα ”Ψάθινα καπέλα” της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, όπου παρακολουθήσαμε το μάθημα (εμείς τα κορίτσια) με ψάθινα καπέλα εποχής στο κεφάλι.

Ήταν καλοκαίρι, θυμάμαι, και στον πυκνόφυτο κήπο της Σχολής το ελαφρύ αεράκι, που κουνούσε πέρα δώθε τα φοινικόδεντρα, μάς έδινε την αίσθηση ότι ζούσαμε σε εξοχική έπαυλη της Θεσσαλονίκης και βλέπαμε – σαν σε ταινία – να ξετυλίγεται η συναρπαστική πλοκή του έργου, το οποίο χαρακτήρισε ο Σαχίνης ως ”ένα από τα ωραιότερα της νέας γενιάς και ίσως το καλύτερο γυναικείο μυθιστόρημα στη γλώσσα μας” ! (Απ. Σαχίνη: Νέοι Πεζογράφοι).

Μεστώναμε και αποκτούσαμε συνείδηση της ζωής μέσα από την ανάλυση του καθηγητή μας, όπου έσμιγαν τα μικροθέματα της καθημερινότητας με την ποιητικότητα της ελεύθερης αφήγησης και ο πλούσιος εσωτερικός κόσμος των ηρωίδων (Μαρίας, Ινφάντας και Κατερίνας) με την απροσποίητη νεανική χάρη τους, αλλά και τους έρωτές τους με τον Μάριο, τον Νικήτα και τον Δαβίδ. Έρωτες που παρακολουθούσαμε με κομμένη ανάσα από τις αίθουσες-”δωμάτια” της Σχολής έχοντας την αίσθηση ότι ήμασταν αθέατοι μάρτυρες μιας συναρπαστικής, αργόρυθμος, αλλά παλλόμενης από συγκίνηση πλοκής η οποία ξετυλιγόταν σε επεισόδια κάπου κοντά μας.

Επεισόδια στα οποία μπλέκονταν ασυνείδητα η οικογενειακή ζωή των ηρωίδων (αδιάσπαστη και μετά το διαζύγιο των γονιών χάρη στην αδιάσπαστη συνοχή και αγάπη των μελών της) – όπως και οι σχέσεις τους με τους συγγενείς και τους φίλους τους – με τις δικές μας ζωές, τους δικούς μας συγγενείς και φίλους.

Έντονες μέρες και ώρες… 

Ψυχικά έντονες μέρες και ώρες, χρωματισμένες από καθημερινά θαύματα που βιώναμε σαν νεανικές τρέλες. Μια τέτοια αλησμόνητη ήταν κι εκείνη που αποτολμήσαμε στη Σχολή, μια ώρα μετά την παράδοση του Σαχίνη (την οποία παρακολουθήσαμε αναπαραστατικά αρκετές κοπέλες με ψάθινα καπέλα στα κεφάλια μας, πανομοιότυπα με των ηρωίδων του μυθιστορήματος της Λυμπεράκη), με την ιδέα να τα κρατήσαμε και στην επόμενη ώρα για να φέρουμε μια νότα δροσιάς στην βαθυστόχαστη και βαριά διδασκαλία της ”Κίχλης”.

Μπήκαμε στην τάξη μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά (σαν να είχαμε συνειδητοποιήσει την τελευταία στιγμή το τόλμημά μας) και με τα πνιχτά γέλια των αγοριών πίσω μας. Καθόμουν, θυμάμαι, σε αναμμένα κάρβουνα λέγοντας σαν προσευχή από μέσα μου μηχανικά τον ορισμό της τραγωδίας απ’ τη Ρητορική του Αριστοτέλη, που μας είχε βάλει για ανάλυση ο Σηφάκης: «… ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι᾽ ἀπαγγελίας, δι᾽ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».

Στην πρώτη νότα της γνώριμης, βραχνής φωνής του Μαρωνίτη, σηκωθήκαμε αυτόματα σαν… ιέρειες του Χορού όλες, κρεμάσαμε τα καπέλα μας στις κρεμάστες του τοίχου και ξανακαθίσαμε στις θέσεις μας με χαμηλωμένο το βλέμμα μη αντέχοντας την λεπτή ειρωνεία του, που – σε συνδυασμό με το ιδιόμορφο χιούμορ του – έφτανε στα αυτιά μας σαν τιμωρία. ‘Ομως δεν ήταν. Αντίθετα, μέσα απ’ τις ατραπούς της παιχνιδιάρικης ειρωνείας αυτής, ο Μαρωνίτης κατάφερε να μετατρέψει την ανέμελη σχόλη και την ευφάνταση επιλογή μας σε διδακτική πράξη και εμπειρία.

Να σημειώσω, καταληκτικά, ότι την μετατροπή της διδασκαλίας του σε κήρυγμα και μάθημα ελευθερίας βίωσαν οι παλαιότεροι φοιτητές του, που τον είχαν δικαιολογημένα πρότυπο δημοκρατίας και αγωνιστικού ήθους στα χρόνια της δικτατορίας.

Αφιέρωση: Στην μνήμη των καθηγητών μου Γ. Π. Σαββίδη, Α. Σαχίνη, Δ. Μαρωνίτη και των λοιπών αειμνήστων που λάμπρυναν με τη διδασκαλία τους το ΑΠΘ επί ημερών Μανώλη Ανδρόνικου και των διαδόχων του φιλολόγων και πανεπιστημιακών δασκάλων σε όλες τις έδρες της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι