ΑΠΟΨΗ

Τα θολά όρια μεταξύ λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας

Τα θολά όρια μεταξύ λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας, ΜΠΟΥΡΑΣ

Από τα χρόνια τής πάλαι ποτέ Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ήταν σαφής η διάκριση μεταξύ “commedia erudita”-“commedia dell ’Arte”.
Εκτός από κάποιες ιδιοφυείς γεφυρώσεις (Μολιέρος, Σαίξπηρ, Τσέχωφ, Γκόρκι, Ντοστογιέφσκι, Παπαδιαμάντης, Σικελιανός, Καζαντάκης, Βιζυηνός, Κωνσταντίνος Χρηστομάνος…) τα όρια ήταν (και είναι) πάντοτε σαφή. Από τη μια οι σπουδαγμένοι, οι μορφωμένοι, οι αριστοκράτες (τού Πνεύματος), οι προνομιούχοι, οι πολυβραβευμένοι, οι «καταξιωμένοι», οι ολιγάρχες κι από την άλλη οι… ευπώλητοι.

Σπανίως συνυπάρχουν ποιότητα και ποσότητα, υψηλή Τέχνη και εμπόριο (εκτός εάν είσαι – εν ζωή – ο Ντα Βίντσι, ο Πικάσσο, ο Βελάσκεθ, ο Πιραντέλλο, ο Πίντερ, ο Ντάριο Φο κ.λπ.). Συνήθως οι κριτικοί, οι ακαδημαϊκοί, οι πανεπιστημιακοί καθηγητές και λιγότερο οι περισσότερο λαϊκόφρονες δημοσιογραφούντες, τραβάνε μία σαφή κόκκινη γραμμή ανάμεσα στους σοβαροφανείς και στους γραφικούς, ανάμεσα στους εκλεπτυσμένους και στους λαϊκούς, ανάμεσα στους έντεχνους και στους προχειρογράφους, δημιουργώντας μια τεχνική διάκριση ανάμεσα σε λογοτεχνία και παραλογοτεχνία.

Τι είναι ο περίφημος εκκλησιαστικής-μεσαιωνικής προελεύσεως «λογοτεχνικός κανόνας» και ποιος τον εμπλουτίζει προσθαφαιρώντας πρόσωπα που ακόμη ζουν, περιπατούν, ερωτεύονται, βυσσοδομούν, συνωμοτούν, μηχανορραφούν ανάμεσά μας; Και καλά με τους προ πολλού αποθαμένους. Γι’ αυτούς αποφασίζει το φιλαναγνωστικό κοινό και η Ιστορία. Προσφορά-ζήτηση. Μα για τους εν ζωή, κανείς δεν αντιλαμβάνεται το γελοίον τού πράγματος να ποζάρουν οι ταλαίπωροι / τα δύστυχα αυτά όντα ως σοβαροπρεπείς προτομές σε προθήκες βιβλιοπωλείων, σε γιγαντοαφίσες ως «ιερά τέρατα», με ύφος χιλίων καρδιναλίων και απολυταρχική αυταρχικότητα ελαίω θεού πατριαρχών της Παγκοσμίου Λογοτεχνίας;

Φυσικά, σε κάθε γκέτο εμφανίζονται κοινωνικά προβλήματα ρατσισμού, φασιστικών αποκλεισμών. Κι όσο κι αν η εποχή μας είναι συμπεριληπτική (για τεχνολογικούς και εμπορικούς λόγους βεβαίως), πάντα υπάρχουν οι μισοσκότεινες εξαιρέσεις των παντοίων επιτηδείων «Σαλιέρι» που κερνούν το κώνειο σε ιδιοφυείς “Μότσαρτ”, αιρετικούς Σωκράτες, ρηξικέλευθους Ευριπίδηδες, αποσυνάγωγους Αισχύλους και ούτω καθεξής. Όσο λιγότερο πουλάνε οι συγγραφείς μας τόσο κακεντρεχέστεροι γίνονται και κατηγορούν τους άλλους, τους δημοφιλείς ως παραλογοτέχνες. Είναι σαν τις μεγαλοκοπέλες τού παλαιού τραυματικού καιρού που κρύβανε τα χρόνια τους – ετούτοι εδώ κρύβουν ως επτασφράγιστο μυστικό τα διψήφια νούμερα των δυσκοίλιων τιράζ τους.

Τόσο φανερά είναι τα πράγματα λοιπόν. Η Τεχνητή Νοημοσύνη και οι κβαντικοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές τού αμέσου μέλλοντος θα συνδέσουν – ευτυχώς – τις αδέσποτες στατιστικές ψηφίδες του ενεργοπληροφοριακού πεδίου και θα βγάλουν ατυχέστατα συμπεράσματα για τους μετριο-αναξιοκρατούντες ματαιοκαμάτους. Τα έχει πει ήδη όλα βέβαια ο ακαδημαϊκός συγγραφέας Ιάκωβος Καμπανέλλης στον καυστικό «Επικήδειο».

Η τεχνητή διάκριση μεταξύ λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας

Από το «καλογραμμένο έργο» τού Ευγένιου Σκριμπ (1791-1861), από τη βιοποριστική μεταφραστική ενασχόληση παραλογοτεχνικών πεζογραφημάτων από γίγαντες τού Παγκοσμίου Πνεύματος μία είναι η αλήθεια: η γλώσσα είναι ένας κώδικας και η συστηματική τριβή με αυτόν διευκολύνει την δυνητική «ανοικείωση», που είναι μία παράπλευρη απώλεια τής Υψηλής Ποίησης (που συμπεριλαμβάνει την πεζογραφία, το σενάριο, την θεατρογραφία, την δοκιμιογραφία και το επιστημονικό μελέτημα).

Η καθημερινή συγγραφική εξάσκηση είναι η απαραίτητη γυμναστική για το έντεχνο μεγαλούργημα (που θα έχει και λαϊκό πρόσημο). Η ποσοτική αντοχή στο χρόνο είναι και απόδειξη ποιότητας. Μόνον οι ματαιοκάματοι, οι τεμπέληδες, οι ατάλαντοι, επιδεικνύουν την αναγκαστική ολιγογραφία τους ως αρετή. Είναι σαν τον ολυμπιονίκη, σαν τον πιανίστα ή τον σκακιστή που δεν αθλείται για να μην χάσει το ποιοτικό του ύψος! Έλεος. Τι άλλο θα ακούσουμε ακόμα;

Και ναι μεν ο Καβάφης αναγνώρισε μόνον καμία εκατοστή ποιήματα από την δια βίου λογοτεχνική του παραγωγή, όμως τα τυπωμένα λογοτεχνήματα είναι απλώς η κορυφή τού παγόβουνου. Ο Ποιητής είναι Λογοτέχνης κι όταν σωπαίνει, ειδικά τότε. Για να γυρίσουμε λοιπόν στην τεχνητή διάκριση μεταξύ Λογοτεχνίας και υποτιμημένης από τους αυτόκλητους σοφιστές «παραλογοτεχνίας» η διαφορά έγκειται απλώς στο “target group” (για να μιλήσουμε σε κατανοητά… ελληνικά). Εάν το κοινό-στόχος είναι ο λαός, τότε το ρωμαϊκό «πλήθος», η παγκοσμιοποιημένη «μάζα» καταναλώνουν σκουπίδια, ανθυγιεινά “fast food” ενόσω οι προνομιούχοι αριστοκράτες βασίζονται σε ευφάνταστους “master chef”.

Τι γίνεται όμως όταν – για εμπορικούς πάντα λόγους – και η καλά κρυμμένη αρχαία γνώση και η Υψηλή Ραπτική-Μαγειρική εκλαϊκεύονται; Τότε διευρύνεται η βάση της γνωστικής πυραμίδας, μειώνεται η κλίση (μαζί με το ύψος της). Τότε ακολουθούν πολιτικοκοινωνικές ανακατατάξεις (ή μήπως θα έπρεπε να πω «κοινωνικοπολιτικές» αναδομήσεις).

Ο όρος “παραλογοτεχνία” είναι ρατσιστικός

Ζούμε σε μια άκρως ενδιαφέρουσα μεταβατική, μεταιχμιακή εποχή. Οι παλαιές «αυτοκρατορίες» έχουν καταρρεύσει, ενόσω οι καινούργιες υψώνονται αθορύβως στα ερείπια τού παλαιού αποδομημένου κόσμου. Ως ερευνητής, μελετητής, λογοτέχνης και καλλιτέχνης, νιώθω συνδημιουργός σε ένα πρωτάκουστο (αν και όχι καινοφανές θαύμα – αφού αυτές οι κυκλικές κοσμογονικές διεργασίες δεν είναι παρθενικές). Ευλογημένοι λοιπόν οι συνδημιουργούντες, οι συλλειτουργούντες, οι συνανήκοντες συμπεριληπτικοί ανήσυχοι μελετητές τού μέλλοντος «τώρα». Όσο για τον όρο «παραλογοτεχνία» είναι ό,τι πιο ρατσιστικό έχω ακούσει ως μαχητικός διανοούμενος.

Η Μεγάλη Τέχνη ήταν και είναι πάντα λαϊκή.  Και η έξωθεν καλή μαρτυρία, η κοινή διαχρονική αποδοχή κρίνει, εξασφαλίζει, κατοχυρώνει τη λογοτεχνική διάρκεια, τη μόνη αθανασία που είναι εφικτή για εμάς τα ταπεινά «πρόσκαιρα όντα τής στιγμής» (όπως θα έλεγε ο Μεγάλος Αλεξανδρινός Ποιητής Καβάφης, που επιβίωσε μακρύτερα από τους εχθρούς του). Τα βέλη σκοτώνουν πρωτίστως τον τοξεύοντα. Γι’ αυτό προσέξτε την επόμενη φορά ποιον/ποια/ποιο θα κατηγορήσετε, γιατί ίσως έτσι τον καταστήσετε «αθάνατο» κατά λάθος. Από καθαρά θερμοδυναμική άποψη, η ενέργεια είναι ουδέτερη, δεν είναι άπειρη κι ανεξάντλητη και η όποια επίθεση χαρίζει πλεονέκτημα, «καύσιμο» στον σοφά αμυνόμενο [βασική αρχή τού τάι-τσι].

Ας παραμείνουμε ταπεινοί, σώφρονες και εχέφρονες. Κι ίσως τότε να κερδίσουμε τη γαλήνη (αν όχι και την αθανασία). Μην σπρώχνεστε παιδιά, μην διαγκωνίζεστε. Το μεγάλο Βραβείο δίδεται από τον πανδαμάτορα χρόνο και πολλές δεκαετίες μετά την αποχώρηση από το Πρώτο Νεκροταφείο ή από το Αποτεφρωτήριο των αναλώσιμων διασήμων.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι