Μέρες μόνες
09/08/2024Κάποιες φορές κάθομαι απόμερα, απομονωμένα, μοναχικά, ξεκομμένα, ένα σώμα με πρόσωπο και μάτια καθηλωμένα, με βλέμμα νεκρό, μα ζωντανό σαν εικόνα. Κι εσύ, έρχεσαι σιγανά, κι επαναλαμβάνεις: όλα έχασαν τον προσανατολισμό τους μετά το βομβαρδισμό των Χριστουγεννιάτικων ημερών, μετά την επίγευση του γιορτινού θανάτου κι ύστερα… η ουλή στο δεξί σου μάγουλο σαν πλάγια παύλα όπου καταλήγουν τα δάχτυλά μου.
Στη συνέχεια ιχνηλατώ με τα χείλη μου το σώμα σου, μια γεύση φθινοπωρινής φύσης, μια ανάσα από τον πνιγμό της κρεμεζιάς αυγής, σ’ ένα δωμάτιο σαν μήτρα, τρέφομαι απ’ το σώμα σου, μέχρι να μου λείψει το σάλιο μέχρι να στενέψει ο χρόνος να σπάσει το νήμα που με κρατά δεμένη με τη ζέση σου. Κρατήσου, μου ψιθυρίζεις, μπορείς, αχ ναι μπορείς, μπορείς… μην αφεθείς, άνοιξε τα μάτια σου, μη σπάσεις το νήμα, μην το σπάσεις… Η σιωπή μας, βοηθά τη φύση να μεγαλώνει πέρα απ’ τα σώματά μας. Σώματα ουσιαστικά, χωρίς υποκείμενα, όταν έξω από την πόρτα μας στέκει ένα φέρετρο-σκοτάδι, κι ούτε ένα κόμμα οξυγόνο, μια παύλα χαραμάδα αναπνοής.
Τέτοιες μέρες σκέφτομαι τη μάνα μου, ν’ ακολουθεί τις φωνές και το φως που εκπέμπουν τα μάτια των γονιών της. Τους βλέπει συχνά στον ύπνο της να σκάβουν τη γη, να σπέρνουν με αίμα τους σπόρους, να ξεδιψούν με καθαρό νερό απ’ τα πηγάδια, να υπολογίζουν την ώρα στη σκιά των προγόνων τους, να παρακολουθούν τα άστρα και τους σχηματισμούς τους, να κοιμούνται στις πάχνες των ζώων τους, να ζεσταίνονται με τις ανάσες τους. Οι γονιοί της δεν ήξεραν γράμματα, μα ήξεραν να μελετούν τις αγωνίες, τους φόβους, τα σημάδια στα σώματά τους, να γιατρεύουν τον πόνο τους, να θρέφουν τις μέρες τους με ψωμί, νερό, αίμα και μαράζι.
Η μάνα μου δεν ταξιδεύει πια. νιώθει πλήρης καθώς η μνήμη της πάει πίσω, πολύ πίσω, και η ίδια κάθεται στο σήμερα, στην ίδια καρέκλα, καλυμμένη με τα δικά της κιλίμια και υφαντά, τις δικές της μυρωδιές, τον δικό της ύπνο, τα δικά της βάρη. Η μάνα μου βλέπει όσα χρειάζεται να δει, ακούει όσα χρειάζεται ν’ ακούει, δε μετρά τον χρόνο, δε τον φοβάται. Τη φοβίζουν όμως οι νυχτερινές ειδήσεις και οι ανταποκρίσεις από το παρελθόν της, γιατί όλα συνδέονται με το παρελθόν «εμείς τότε… εμείς τότε…». Ίσως να φοβάται τον θάνατο, ίσως να προσπαθεί μέσα της να τον δει κατάματα, να τον αντιμετωπίσει όπως αντιμετώπιζε τους άντρες στα νιάτα της. Δεν τους φοβόταν.
Από μικρή είχε την ικανότητα να αναγνωρίζει και τη δύναμη να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες, δεν μεμψιμοιρούσε, δεν χαμήλωνε τα μάτια, μόνο μπροστά στον πατέρα της, και στον Θεό. Η παρουσία της δεν περνούσε απαρατήρητη –εγγύτητα και απομόνωση ταυτόχρονα– μια δοτικότητα αθεράπευτη κι ανεξάντλητη. Το δικό κατάδικό της ριζικό. Σκεφτόμουν πόσο κοντά, αλλά και πόσο μακριά μεγαλώναμε η μια από την άλλη, πόσο τη θαύμαζα και πόσο τη μισούσα όταν με ανάγκαζε να την ακολουθήσω την ημέρα των ψυχών στην εκκλησία.
Δεν ήθελα να συνομπλαστώ με τις ψυχές των πεθαμένων, να κλάψω, να προσευχηθώ για συγχώρεση. Θα προτιμούσα να γιόρταζα την ημέρα της παροδικής των νεκρών στη γη όπως οι Μεξικάνοι, με χρωματιστές νεκροκεφαλές, έντονα λουλούδια, και ιδιαίτερα φαγητά και ποτά, σ’ ένα μπαρ με έντονη μουσική. Έτσι να βιώσω τη θέρμη της συνάντησης με τις ψυχές. σαν χιουμοριστική σχέση ζωής και θανάτου. Η μάνα μου πιστεύει στον Θεό, όπως εγώ πιστεύω στη δύναμη της φύσης, μα και οι δυο μας φυλάμε την αγάπη για τη ζωή και την πίστη στον ίδιο χώρο του μυαλού μας.
Τα χέρια της με τράβηξαν στον κόσμο. Αυτά τα γέρικα τώρα χέρια που παλεύουν με το τρέμουλο, τα φιλώ, τα χαϊδεύω, φιλώ τις βαθιές ραγάδες που οι ρίζες τους φτάνουν μέσα μου και μπαίνω γυμνή μες το πρώτο φως που βλέπουν τα μάτια μου, να νιώσω το σώμα που με γέννησε. Ένα χάδι λεπτό σαν αίσθημα, πολλά χάδια μας κάνουν μια όμορφη παρέα χεριών που συναρπάζουν το σώμα.
Παρατηρώ την αργή ανάπτυξη των φυτών στους φράχτες. Ο χειμώνας, ένα άσπρο παγωμένο γάντι κρατά τις σκέψεις τους σε χειμερία νάρκη. Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε, όπως στα δάχτυλα της μάνας μου. Σταμάτησαν να μετρούν τους κόμπους, τις βελονιές, τα κοπτά, τα βαμβακερά σεντόνια, διπλωμένα στο μεγάλο μπαούλο αναπολούν μισοτελειωμένα καλοκαίρια στην μπροστινή βεράντα, με όλες τις γειτόνισσες να παραβγαίνουν στο ποια θα τελειώσει το μεγαλύτερο φωτοστέφανο τραπεζομάντηλο. Παρατηρώ τις φλέβες των χεριών της, μένοντας ακίνητη, αφήνοντας τον χρόνο να κινείται σαν χνούδι και να σβήνει στο φως του λαμπτήρα μαζί με τα ενοχλητικά έντομα.