ΑΦΗΓΗΜΑ

Μία επίσκεψη στο οθωμανικό Χαμάμ Ομεριέ

Μία επίσκεψη στο οθωμανικό Χαμάμ Ομεριέ, Λίλη Μιχαηλίδη

Συναντηθήκαμε στο οδόφραγμα της οδού Λήδρας που διχοτομεί την πόλη. Πεζόδρομοι εκτείνονται δεξιά και αριστερά, γεμάτοι καφέ, εστιατόρια, εμπορικές στοές, μικρά κομψά καταστήματα, σαν παραμύθι… Ήταν αρχές του Δεκέμβρη του 2022. Ξύπνησα πολύ πρωί. Ένα λεπτό πέπλο ομίχλης κάθεται πάνω από τη Λευκωσία, προστατεύει τις μνήμες και τον άξονα γύρω από τον οποίο κινούνται οι άνθρωποί.

Όταν εμφανίζεται ο ήλιος το πέπλο μετατρέπεται σε διάτρητο φιλιγκράν, και βλέπω τον Πενταδάχτυλο με τις πρώτες αχτίδες να πέφτουν στα πλευρά του να αποκαλύπτουν τις ουλές που χρόνια τώρα έγιναν ένα με το σώμα του. Η οροσειρά εκτείνεται από Δύση προς Ανατολή στη βόρεια Κύπρο και σύμφωνα με την παράδοση, ο Διγενής Ακρίτας στην προσπάθειά του να υπερπηδήσει την οροσειρά άφησε το αποτύπωμα της παλάμης του στο βουνό εξ ου και το όνομα.

Σήμερα κάνει παγωνιά. Ο χειμώνας μπήκε σαν παγωμένος χιονάνθρωπος. Η Λευκωσία αναπνέει κι ο αέρας γεμίζει λεπτά συννεφάκια. Το κρύο κάνει τους ανθρώπους να κλείνονται όλο και πιο σφιχτά μέσα στα παλτά και στα κασκόλ τους. Συνήθως, κατά το μεσημέρι, μια αόρατη ψιλή βροχή σαν σκόνη, επεμβαίνει αναπάντεχα κι ο ήλιος σαν φωτοστέφανο παρακολουθεί αδιαμαρτύρητα την αλληγορική ένωση των ανθρώπων με τη γλιστερή ανάσα των δρόμων. Κάθε γωνιά της πόλης αλλάζει όψη στο λυκαυγές του πρωινού ή στο λυκόφως του απογεύματος.

Η πόλη μας και οι τέσσερις εποχές της, οι καιρικές συνθήκες που είναι μείζον μέρος της καθημερινότητάς της, πότε θα βρέξει, πότε θα δροσίσει ο αέρας, πόση σκόνη έχει φτάσει από την Αφρική, ή από τη Συρία, πόση υγρασία κατεβαίνει από τα βουνά του Πενταδάχτυλου και κάθεται στα μαλλιά της. Πυκνή σκόνη και υγρασία, δεσμοί αλληλένδετοι, δεσμοί εξουσίας και κατάληψης. Ο καιρός όμως δεν αναγνωρίζει τη διχοτόμησή της, την κατέχει ολόκληρη και όλους τους κατοίκους της και στο βορρά και στο νότο.

Το οθωμανικό Χαμάμ Ομεριέ 

Περπατήσαμε μέχρι την πλατεία του οθωμανικού Χαμάμ Ομεριέ και σταθήκαμε για λίγο κάτω από την ηλικιωμένη ελιά που βρίσκεται στον περίβολο, να ανασάνουμε τις αναθυμιάσεις της ιστορίας και τις μυρωδιές της ανατολής που έβγαιναν μέσα από τον τρούλο του χαμάμ. Υπάρχουν τόσα πολλά σ’ αυτή τη γειτονιά που με εκπλήσσουν κάθε φορά που την επισκέπτομαι.

Το Χαμάμ Ομεριέ είναι ένα αληθινό παράδειγμα του πλούσιου πολιτισμού και της ποικιλομορφίας του νησιού, ένα έργο έμπνευσης, αλλά και αίσθησης ελευθερίας και ευελιξίας. Η ιστορία του χρονολογείται από το 14ο αιώνα, όταν ανεγέρθηκε ως Αυγουστιανή εκκλησία της Παναγίας. Πετρόχτιστη με μικρούς θόλους, τοποθετείται στα χρόνια της φραγκικής και της ενετικής αυτοκρατορίας, περίπου την ίδια περίοδο όταν η πόλη απέκτησε τα ενετικά της τείχη.

Το 1571, ο πασάς Λαλά Μουσταφά μετέτρεψε την εκκλησία σε μουσουλμανικό τέμενος, δίνοντάς της το όνομα Ομεριέ, θεωρώντας ότι αυτό το ιδιαίτερο σημείο ήταν εκεί που ο προφήτης Ομέρ ξεκουράστηκε κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Λευκωσία. Μπήκαμε στο εσωτερικό του “σιωπηλού θεραπευτή”, όπως το αποκαλούσαν στο παρελθόν. Μας υποδέχθηκαν με ζεστό τσάι από άνθη λεμονιάς και την ίδια στιγμή νιώσαμε ένα είδος διαφορετικής χαλάρωσης, μιας χαλάρωσης εξωτερικής μα και εσωτερικής.

Στο χώρο ακουγόταν ανατολίτικη απαλή μουσική, και κάπως έτσι άρχισε το ταξίδι μας στην ιστορία, στον θρύλο, στη θύμηση και την αναπόληση, στον καθαρισμό του σώματος και στον εξαγνισμό της ψυχής. «Το δέρμα αναπλάθεται, αν δέ το φροντίζεις, μπορεί να σε εκπλήξει με τα χρόνια», μας λέει ψιθυριστά η κοπέλα που μας υποδέχθηκε. Μα τι είναι χρόνος, σκέφτομαι, παρά μια δική μας ανθρώπινη μετρική επινόηση που την αντιμετωπίζουμε με φόβο και με μεγάλη ανασφάλεια.

Διαβάζω με τα μάτια το κορνιζαρισμένο πόστερ που κάθεται στη μαρκίζα δίπλα στην είσοδο. «Οι ευεργετικές ιδιότητες του Χαμάμ, ταξιδεύοντας σώμα και νου σε μυστικιστικές απολαύσεις, με άρωμα ανατολής: Χαλαρώνει το μυϊκό σύστημα. Καθαρίζει την επιδερμίδα. Μειώνει την κούραση και το άγχος. Μειώνει την αρτηριακή πίεση. Διεγείρει τη ροή του αίματος. Βοηθά στις αϋπνίες. Αποβάλλει τις τοξίνες. Καταπολεμά την κυτταρίτιδα, τις αλλεργίες, την ξηροδερμία και τη μυϊκή δυσκαμψία. Βοηθά στην ανακούφιση του πόνου στα οστά, τους ρευματισμούς και την αρθρίτιδα». Ο Μωάμεθ είχε πει πως η αγνότητα και η κάθαρση είναι το ήμισυ της πίστης, μα και στο Χριστιανισμό το νερό μεταδίδει επίσης μια σειρά συμβολισμών: Όλεθρος, θάνατος και ενταφιασμός, ζωή, κάθαρση, εξαγνισμός, ίαση, ευλογία, αγιασμός, βάπτισμα, απολύτρωση και σωτηρία…

Χίλιες και μια νύχτες στο Χαμάμ Ομεριέ

Αφήσαμε τα ρούχα μας σε μια από τις καμπίνες του οντά, με διακόσμηση από τις χίλιες και μια νύχτες. Ο αέρας μέσα στο χαμάμ είναι ζεστός, υγρός και βαρύς. Μπήκαμε απελευθερωμένες στο χώρο με τον εντυπωσιακό τρούλο με τις μικρές γυάλινες τρύπες, τον πολυγωνικό μαρμάρινο πάγκο, τις σκαλιστές γούρνες με τα τρεχούμενα νερά από τις παραδοσιακές βρύσες κι αφεθήκαμε στην ιεροτελεστία του αυθεντικού λουσίματος περιποίησης όπως τότε, έξι αιώνες πριν, στα οθωμανικά Χαμάμ, όχι όμως και της κοινωνικής του ζωής.

Τότε, οι γυναίκες περιποιούνταν το σώμα και τα μαλλιά τους, και ζωγράφιζαν τα χέρια και τα πόδια τους με χέννα, για προστασία από το κακό μάτι και τα κακά πνεύματα, σαν προσωρινό φυλαχτό. Συναντούσαν τις φίλες τους, έλεγαν νέα και κουτσομπολιά, συζητούσαν για τη μόδα της εποχής, έκαναν προξενιά, καθώς και νυφικά πάρτι παίρνοντας μαζί τους γάλα, κύβους ζάχαρης, μπισκότα, γλυκά και νερό από άνθη πορτοκαλιάς ή ροδόνερο, σαν προσφορά, για να ζητήσουν ευλογία.

Οι άντρες συζητούσαν κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά θέματα και έκλειναν εμπορικές συμφωνίες. Μετά το λουτρό, ξεκουράζονταν, διασκέδαζαν, έπιναν καφέ, τσάι ή αναψυκτικά, έτρωγαν φαγητά και γλυκά, κάπνιζαν, άκουγαν μουσική και κουβέντιαζαν. Σε σημαντικά γεγονότα της ζωής τους, όπως τοκετό, περιτομή, γάμο, οι Οθωμανοί πήγαιναν εκεί για γλέντι με φαγητό, μουσική και χορό.

Πλάι-πλάι στο Χαμάμ Ομεριέ

Σήμερα, μια Ελληνοκύπρια και μια Τουρκοκύπρια ξαπλώνουν δίπλα η μια στην άλλη πάνω στη ζεστή πέτρινη πλάκα. Η σχέση μας πάει χρόνια πίσω, όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα, μετά το 2004, και μπορέσαμε να ενώσουμε τις φωνές μας, τις σκέψεις και τις λέξεις μας μέσα στους στίχους των ποιημάτων μας, μπορέσαμε να δούμε καθαρά τα πρόσωπά μας, χωρίς πολιτικές σκιές, διαφορές και προκαταλήψεις. Από τότε διατηρούμε ανάμεσά μας μια ευεργετική και γενναιόδωρη φιλία.

Ο ατμός στους 43 βαθμούς Κελσίου και η υγρασία με τις ιαματικές ιδιότητες μας αιχμαλώτισαν. Η Αλέβ τύλιξε ένα χρωματιστό τουρμπάνι στα μαλλιά της, εγώ τα άφησα ελεύθερα. «Για να αισθανθείς πραγματικά χαλαρή, θα πρέπει να ζεσταθείς από μέσα», μου είπε. Πήραμε το σαπούνι που μύριζε ευκάλυπτο και με το ελίφι τρίψαμε έντονα όλο το σώμα, μέχρι που οι πόροι του δέρματος άνοιξαν κι έσταζαν ιδρώτα, δημιουργώντας μικρά ρυάκια ποτίζοντας την πετσέτα και τις πλάκες κάτω απ’ τα σώματά μας.

Που και που κοιταζόμαστε, τα πρόσωπά μας αναψοκοκκινισμένα, τα μάτια μας σαν καθαρός, φωτεινός καθρέφτης, τρίβαμε η μια την πλάτη της άλλης, γεμίζαμε τα μπακιρένια μπολάκια με κρύο καθαρό νερό και βοηθούσαμε στο ξέπλυμα γελώντας χαμηλόφωνα, να μην ενοχλήσουμε τους άλλους. Έκλεισα τα μάτια κι ονειρεύτηκα πως βλέπω, όπως το κάνω πάντα χωρίς να γίνομαι αντιληπτή, την πόλη και τους ανθρώπους μέσα στην αυθεντικότητά τους, μέσα στην καθημερινή κίνηση όπου είναι η αληθινή ζωή, χωρίς έχθρες, πολέμους και πολιτικές διαφορές, τους βλέπω να περνούν γρήγορα, σαν να βιάζονται, μην τους προλάβουν οι δυσκολίες της ζωής.

Ονειρεύτηκα την πόλη μας

Ονειρεύτηκα την πόλη μας, που συνδυάζει όλα τα στοιχεία των κατακτητών της, Λουζινιανών, Ενετών, Οθωμανών, Άγγλων, με μια μοντέρνα έντονη πινελιά που σφραγίζει την πολυπολιτισμικότητά της. Την πόλη μας την πολύπαθη, την πολύβουη, την πολύμορφη, την πολυονόματη, την πολυαγαπημένη, τη μοιρασμένη, την πράσινη γραμμή της και το συρματόπλεγμα, τα οδοφράγματα, τους αδιέξοδους δρόμους της ζωής της, τη χωρίς ανταπόκριση υπερευαισθησία των ανθρώπων της στο βορρά και στο νότο, που η αγάπη τους γι’ αυτήν δεν συγκινεί τώρα πια κανέναν. Ένας χρόνιος δεσμός που μεταφράζεται είτε συναισθηματικά στείρος από πολίτες και πολιτικούς, ή πνευματικά γόνιμος από λογοτέχνες και ποιητές, ένα συναρπαστικό ειδύλλιο με απελπιστικά άγνωστο μέλλον.

Όταν άνοιξα τα μάτια μου η Αλέβ με κοίταζε εξεταστικά. «Τι σκεφτόσουν, μου ψιθύρισε, το πρόσωπό σου είχε την όψη αποδημητικού πουλιού, φευγάτο». Μακάρι η σχέση των ανθρώπων της πόλης μας, στο βορρά και στο νότο, να ήταν όπως η δική μας, της απάντησα και την ίδια στιγμή το ξέραμε κι δυο πως αυτό ήταν αδύνατο, πως ήμασταν όμηροι μιας ουτοπικής ευχής. Νιώθαμε κυρίαρχες, απελευθερωμένες αλλά ταυτόχρονα αιχμάλωτες του παρελθόντος και της ιστορίας μας. Δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξουμε τους τάφους των νεκρών μας, ούτε την βαριά κληρονομιά του τόπου μας, μα ούτε και τα μυαλά των σύγχρονων συμπολιτών και πολιτικών μας.

Ένας κυκλικός χρόνος επικρατεί στα μυαλά των ανθρώπων, κι όλη τους η ζωή αρχίζει και τελειώνει σαν έμβρυο, μέσα από τη διαδικασία της ωρίμανσης και του θανάτου. Όλα εκείνα τα χρόνια της κοινής ειρηνικής συμβίωσης, που σήμερα συμπυκνώνονται σε διαλέξεις και σε μνήμες μέσα στις σελίδες των βιβλίων, έχουν διασκορπιστεί. Κάναμε μια ολιγόλεπτη παύση, αφήνοντας τη σιωπή, τους ατμούς και τη ζέστη ατμόσφαιρα να ενώσει τις σκέψεις μας. Η ώρα πέρασε τόσο γρήγορα, ξεχύθηκε και κατέκλυσε τους δείχτες των ρολογιών μέσα στα κεφάλια μας.

Ο παράδεισος του Χαμάμ Ομεριέ

Μετά το κρύο ντους, επιστρέψαμε στον οντά, ντυθήκαμε, πήραμε τσάι και λουκούμι, βγάλαμε φωτογραφίες, να θυμόμαστε τις σύντομες αυτές στιγμές της κοινής μας συνύπαρξης. Όταν βγήκαμε έξω είχε σβηστεί το γαλάζιο τ’ ουρανού και η νύχτα είχε ήδη κατεβεί στο δρόμο, κι αισθανόμασταν πως όλα είχαν αλλάξει υπερβολικά μέσα σε λίγες ώρες, πως βρισκόμασταν στις παρυφές ενός αποκλειστικά δικού μας παράδεισου.

Παρακάμψαμε την πλατεία με τα πόδια. Μέσα μου αποκαλύπτονταν πτυχές που δεν ήξερα πως υπήρχαν. Είχα διαβάσει για μια στιγμή, στο πρόσωπο της Αλέβ, μια διαφορετική πλευρά του κόσμου, ενός κόσμου με χρώματα, μυρωδιές, ήχους σε χαμηλή ένταση σχεδόν σαν ψιθύρισμα. Φυσούσε απαλά ο άνεμος της νύχτας, τα πόδια μας πέταξαν πάνω από την πόλη και είδαμε το οδόφραγμα, που μοιράζει τη Λευκωσία, φωτισμένο, ουρές ανθρώπων ανέμεναν να το διασχίσουν, άλλοι να θέλουν να περάσουν στο βορρά και άλλοι να θέλουν να κατεβούν στο νότο. Εκείνο το βράδυ δεν πήγαμε για ύπνο, ξενυχτίσαμε στο πλάτωμα πάνω από το κεφάλι της πόλης μας. Το ίδιο εκείνο το βράδυ ο κόσμος, και στις δυο πλευρές της μοιρασμένης πόλης, πήρε όψη πιο ανθρώπινη κάτω από τις ωχρές αποχρώσεις που άφηναν οι φανοστάτες…

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι