ΘΕΜΑ

Ο καημός των Τσιγγάνων – Ο κόσμος του Κώστα Χατζή

Ο καημός των Τσιγγάνων – Ο κόσμος του Κώστα Χατζή, Δημήτρης Μιχαλόπουλος

Όλοι μας τους ξέρουμε – και μάλιστα από τα παιδικά μας χρόνια! Είναι οι Γύφτοι, οι Τσιγγάνοι, οι Κατσίβελοι. Λαός έντονα μαυριδερός, συνηθισμένος στις κακουχίες, με επιδεικτική αδιαφορία ως προς τον συμβατικό/αστικό τρόπο ζωής, αλλά με μάτια πάντοτε σπινθηροβόλα και συχνά με ομορφιά (ιδίως οι γυναίκες) ικανή να αποτελέσει θέμα των λαϊκών μας τραγουδιών: «Γαρύφαλλο στ’ αυτί και πονηριά στο μάτι/η τσέπη άδεια πάντοτε μα η καρδιά γεμάτη…/Χτύπα τα πόδια τσίφτισσα, τσιγγάνα τουρκογύφτισσα./Τσιγγάνα τουρκογύφτισσα, χτύπα τα πόδια τσίφτισσα»

Σύμφωνα με διαδεδομένη λαϊκή αντίληψη, παρά την εμφάνισή τους που συχνά απωθεί, “κακό δεν κάνουνε”. Μικροκλοπές… βέβαια! Σε σημαντικά θέματα όμως γενικώς αποδεικνύονται “ἀνθρωποι αγαθοί”. Όσα για αυτούς έχουν γράψει ο Μενέλαος Λουντέμης και ο Δημήτρης Χατζής και αρκούν για να βεβαιώσουν “του λόγου το αληθές”. Η εύθυμη ανεμελιά τους προσέθεσε στον λεκτικό πλούτο μεγάλων ευρωπαϊκών γλωσσών τον όρο “μποέμ” (= Βοημός, Βohème στα γαλλικά), που προσιδιάζει κατά κανόνα σε καλλιτέχνες. Και αυτό, επειδή ως πρώτη μεγάλη πόλη όπου στην Ευρώπη συγκεντρώθηκαν είχε θεωρηθεί η Πράγα, πρωτεύουσα της Βοημίας (και σήμερα απάσης της Τσεχίας).

Κάτι ανάλογο δείχνουν και οι λέξεις “κατσίβελος/κατσιβέλα” που κατά τον περασμένο αιώνα ήταν συνήθεις στο στόμα του λαού μας. Προέρχονται από τα ιταλικά: cattivello και cattivella, και είναι υποκοριστικά των επιθέτων cattivo και cattiva, που σημαίνουν “κακός”, “κακιά”. Η μοναδική πλαστικότητα της ιταλικής γλώσσας προσέδωσε σε αυτά τα επίθετα τα χαϊδευτικά παράγωγα τα οποία μπορούν να αποδοθούν στα νέα ελληνικά ως “αταχτούλης, μπερμπάντης” και “αταχτούλα, πονηρούλα”. Και αυτά σημαίνουν άνθρωπο που είναι “λίγο, ελάχιστα λίγο κακός”, μα γενικώς, λόγω εμφάνισης και τρόπου ζωής, εμπνέει ανησυχία .

Από που ήρθαν οι Τσιγγάνοι

Από πού όμως ήρθανε οι Τσιγγάνοι; Πότε; Τι ζητάνε στη ζωή; Όπως θα έλεγαν και οι περασμένων εποχών λόγιοι, «το θέμα χρήζει εξετάσεως». Ας επιχειρήσουμε λοιπόν μία ερευνητική επισκόπηση. Το πρώτο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι ο όρος “Αθίγγανοι” είναι λάθος. Η λέξη, πράγματι, παράγεται από το στερητικό “α” και το ρήμα θίγω/θιγγάνω (= αγγίζω, ακουμπώ). Με άλλα λόγια, οι Αθίγγανοι ήταν εκείνοι που δεν επιτρέπουν (ή, έστω, οι ίδιοι δεν αφήνουν) να τους ακουμπήσεις. Γιατί; Ήταν αιρετικοί του Μεσαίωνα που ξεκινώντας από τη Μικρά Ασία απλώθηκαν στη Βουλγαρία, από εκεί στη βόρεια Ιταλία και στη Γαλλία, για να καταλήξουν κάποιοι από αυτούς… στη Βόρεια Αμερική. Δεν έχουν λοιπόν καμία σχέση με τους Ατσίγγανους.

Αυτοί, τώρα, οι Ατσίγγανοι/Τσιγγάνοι από πού μας ήρθαν; Ως προς αυτό υπάρχει ομοφωνία: από τις Ινδίες! Αυτό τουλάχιστον δείχνουν τα γλωσσικά ιδιώματα που και σήμερα χρησιμοποιούν, των οποίων το λεξιλόγιο και η γραμματική μαρτυρούν ινδική προέλευση. Γιατί όμως έφυγαν από εκεί; Εδώ επιβάλλεται η αξιοποίηση της κοινής λογικής: Μετανάστευσαν, επειδή δεν ήταν ικανοποιημένοι από τις συνθήκες διαβίωσης στην αρχική τους πατρίδα

Άρα πρέπει να ήταν “παρίες”, δηλαδή ενταγμένοι στις κοινωνικώς κατώτερες ομάδες του ινδουιστικού κόσμου και μάλιστα, όπως φάνηκε από έρευνες που έγιναν κατά τον περασμένο αιώνα, σε εκείνες των “Ντομ” και των “Νατ”. Κατάλοιπα, μάλιστα, ειδικώς των δεύτερων βρέθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Βεγγάλης και θεωρήθηκαν ως οι τελευταίοι “αυθεντικοί Ατσίγγανοι”.

Πότε ήρθανε στην Ευρώπη; Μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες, επικρατούσε η άποψη πως ακολούθησαν τον Ταμερλάνο, διαβόητο Μογγόλο κατακτητή, ο οποίος το 1398 είχε εισβάλει στις Ινδίες, είχε καταστρέψει το Δελχί και στη συνέχεια είχε στραφεί δυτικά, φτάνοντας μέχρι τη Μικρά Ασία. Διασταύρωση όμως αρχαίων πηγών, που έγινε πρόσφατα, απέδειξε ότι η συγκεκριμένη άποψη είναι σφαλερή. Εντοπίστηκε, πράγματι, στον Ηρόδοτο χωρίο (5.9) που τώρα πια πιστεύεται ότι αναφέρεται στους Ατσίγγανους.

Τα καλλίτερα “βιολιά της Ουγγαρίας”

Όσο δε αφορά την επικρατέστερη στην Ελλάδα ονομασία τους, “Γύφτοι”, είναι πια γνωστό ότι αυτή αποτελεί παραφθορά του όρου “Αιγύπτιος”. Και αυτό, επειδή επικρατούσε η δοξασία πως είχαν έρθει από την Αίγυπτο στην Ελλάδα, πρώτα στην Πελοπόννησο και στη συνέχεια σχεδόν στο σύνολο του ελλαδικού χώρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι την εκδοχή της “αιγυπτιακής προέλευσης” την είχε ανεπισήμως δεχθεί και η Εκκλησία, βασισμένη στο κεφάλαιο Λ΄ του Ιεζεκιήλ, όπου γίνεται λόγος για μεγάλες ταραχές στο βορειοανατολικό τμήμα της αφρικανικής ηπείρου, με θύματα πολλά και ποικίλα.

Τελοσπάντων… Οι Τσιγγάνοι σήμερα οιονεί επισήμως λέγονται “Ρομά”. Και αυτό, επειδή γενικώς στα γλωσσικά ιδιώματα με τα οποία συνεννοούνται, “ρομ” σημαίνει τον άντρα, ενώ “ρόμνι” τη γυναίκα. Η λέξη “Τσιγγάνος”, πάλι, θεωρείται παράγωγο της λέξης “τσεγ(κ)”, ίσως περσικής, που σήμαινε “έγχορδο μουσικό όργανο” γενικώς και είδος κιθάρας ιδιαιτέρως. Πράγματι, ο τομέας στον οποίο οι Ρομά διαπρέπουν είναι η μουσική και το τραγούδι.

Εγκατεστημένοι πια κατά βάση στην “κάτω από τον Δούναβη” Ευρώπη, έχουν αναδείξει τα καλλίτερα “βιολιά της Ουγγαρίας” και τους περίφημους χορούς “φλαμένγκο” της νότιας Ισπανίας. Το πάθος που διέπει γενικώς την καλλιτεχνική τους δημιουργία πηγάζει από το “παράπονό τους” προς τον Θεό. Έχουν αδικηθεί… και παραμένουν αδικημένοι. Ας χαρούν λοιπόν την κάθε στιγμή (“carpe diem”, όπως μας είπε ο Οράτιος), γιατί το αύριο παραμένει απειλητικώς σκοτεινό.

Ο “θησαυρός” του Κώστα Χατζή

Όσον, τώρα, αφορά ειδικώς την Ελλάδα, έχουν -αφανώς- επιτελέσει σημαντικά επιτεύγματα στην ανάπτυξη του δημοτικού τραγουδιού μας. Κατά τον περασμένο αιώνα, μάλιστα, αναδείχθηκε από τους κόλπους τους ο γνωστός σε όλους μας Κώστας Χατζής. Ο Χατζής γεννήθηκε στη Λιβαδειά τον Αύγουστο του 1936, καθώς κυοφορούνταν η παγκοσμίως αιματηρή κρίση των ετών 1939-1945. Αυτό όμως που κυρίως τον έπληξε υπήρξε η εμφύλια σύρραξή μας, της περιόδου 1946-1949.

Ήταν γόνος οικογένειας γνωστών μουσικών, δεδομένου ότι ο πατέρας της μητέρας του, Κώστας Καραγιάννης, υπήρξε γνωστός κλαρινίστας, ενώ ο δικός του πατέρας, Βαγγέλης Χατζής, διέπρεπε στο, πολύ δύσκολο όσον αφορά την εκμάθηση, σαντούρι. Τον ίδιο τον Κώστα Χατζή πλήγωσε πρώτα η φτώχεια, σύντροφος διαρκής των Ελλήνων και μετά η κοινωνική διάκριση της οποίας υπήρξε θύμα λόγω της χρωματικής απόχρωσης της επιδερμίδας του.

Έτσι, προσπάθησε να αντιδράσει: Άλλαξε, μικρός ακόμα, πέντε φορές σχολείο, μπαινόβγαινε, προκειμένου να επιζήσει, σε μορφές παρανομίας, πίστεψε πως η επικράτηση του Κομμουνισμού θα έλυνε τα προβλήματα των Ελλήνων γενικώς και τα δικά του ιδιαιτέρως, έκανε οποιαδήποτε δουλειά που, επειδή οι άλλοι δεν ήθελαν να αναλάβουν, μπορούσε αυτός να κάνει… μέχρις ότου, βρίσκοντας απασχόληση σε σπίτι κάποιου μεγαλόσχημου της αμέσως μεταπολεμικής περιόδου, έπεσε μέσα σε μια ιδιωτικού χαρακτήρα, τεράστια βιβλιοθήκη. Άρχισε λοιπόν να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει και ακόμη πιο πολύ να διαβάζει, ώσπου, όπως κανόνα γίνεται με τους αυτοδίδακτους, το μυαλό του άνοιξε καθοριστικώς.

Και αφότου το πνεύμα του διευρύνθηκε, μπόρεσε να ανακαλύψει τον “θησαυρό της φωνής του”. Στη μετέπειτα πορεία του πολλοί τον έβλαψαν, αγνοώντας τον. Όπως όμως συνήθως συμβαίνει, εμφανίστηκαν και προσωπικότητες που τον βοήθησαν καθοριστικώς. Σήμερα τα τραγούδια του, τους στίχους των οποίων, μεταξύ άλλων, συνθέτει και ο φίλος του, ποιητής Δήμος Βαλσάμης, συγκινούν τις “απανταχού της οικουμένης” ελληνικές καρδιές.

“Γύφτοι τα φτιάξαν τα καρφιά”

Η ιδιομορφία του Χατζή, πράγματι, έγκειται στο ότι αυθορμήτως έχει πιάσει τον ψυχικό παλμό του Έλληνα. Το παράπονο προς τον Θεό, που οι Ρομά απευθύνουν, ευχερώς συντονίζεται με τον καημό του Νεοέλληνα. Και οι δύο, πράγματι, μπορούν να θεωρηθούν ως “λαοί-θύματα”. Και ο Χατζής, χαμογελαστά ομολογώντας πως τις ιδέες για τα τραγούδια του συχνά τις παίρνει από άλλους, έφτασε στο σημείο να ανακαλεί στον νου του συνομιλητή του τη ρήση ότι τους “ασθενείς του κόσμου επέλεξε ο Θεός, προκειμένου να ντροπιάσει τους σοφούς και ισχυρούς”.

Ο χώρος δεν επιτρέπει ανάπτυξη του θέματος. Αξίζει όμως να καταλύσουμε τον λόγο, ανακαλώντας στη μνήμη το τραγούδι του που τιτλοφορείται “Απ’ το αεροπλάνο”: «Όταν κυττάς από ψηλά/μοιάζει η γη με ζωγραφιά/και συ την πήρες σοβαρά/και συ την πήρες σοβαρά»... Λίγο-πολύ, δηλαδή, ό,τι μας είπε ο Κικέρων στο Somnium Scipionis (= Όνειρο του Σκιπίωνος). Ακόμη δραματικότερος όμως είναι ο αφορισμός τον οποίο συχνά, εμμέτρως βέβαια, διατυπώνει: «Γιατί η αλήθεια είναι πικρή/κι έχουν οι άνθρωποι καρφί./Δέκα φορές αν θα το πεις,/δέκα φορές θα σταυρωθείς./Και τότε οι άνθρωποι θα πουν ξανά:/Γύφτοι, Γύφτοι τα φτιάξαν τα καρφιά.

Το νόημα αυτών των στίχων παραπέμπει στον Πλάτωνα. Οι Γύφτοι έχουν απλώς προστεθεί από τον Χατζή, διότι λόγω εμφάνισης και επιδόσεων στη σιδηρουργία είναι οι “εύκολοι υπεύθυνοι” σε κάθε είδους σταύρωση. Πάντα φταίνε οι άλλοι, οι “περισσότερο πρόχειροι”, ποτέ εμείς οι ίδιοι! Αυτά προς το παρόν… αν και, όπως πιστεύω, θα χρειαστεί να επανέλθουμε.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι