Ο Πολάνσκι και τα άδυτα των αόρατων συγγραφέων

Ο Πολάνσκι και τα άδυτα των αόρατων συγγραφέων, Νεφέλη Λυγερού

Ο Ρομάν Πολάνσκι αποκαλύπτει στο ατμοσφαιρικό θρίλερ του “Ο Αόρατος Συγγραφέας” τα μυστικά των σύγχρονων ghostwriters. Όπως είναι γνωστό, στην ταινία ένας νεαρός συγγραφέας έρχεται αντιμέτωπος με μια σειρά από κρυμμένα μυστικά και πολιτικές ίντριγκες όταν καλείται να γράψει τα απομνημονεύματά ενός αποσυρθέντα Βρετανού πρωθυπουργού.

Τί ακριβώς κάνει, όμως, ένας ghostwriter; Ο πρωταγωνιστής του έργου Ewan McGregor το συνόψισε πολύ απλά: «Παίρνω συνέντευξη και μετά μετατρέπω τις απαντήσεις του υποκειμένου σε προσωπική διήγηση». Σήμερα, οι ghsostwriters τροφοδοτούν την αγορά της δημοφιλούς ποπ κουλτούρας. Κοινό μυστικό αποτελεί, άλλωστε, το γεγονός ότι οι συγγραφείς-φαντάσματα βρίσκονται πίσω από τα βιβλία της πλειονότητας των διασημοτήτων. Φυσικά αυτό σπάνια γίνεται γνωστό στο αναγνωστικό κοινό.

Αυτοί βρίσκονται, όμως, πίσω από ένα βιβλίο, του οποίου ο “συγγραφέας” δεν μπορεί να γράψει είτε λόγω χρονικών περιορισμών είτε λόγω έλλειψης δυνατοτήτων. Οι αόρατοι συγγραφείς γράφουν το βιβλίο κατά παραγγελία και στη συνέχεια παραχωρούν την ιδιοκτησία του υλικού έναντι αμοιβής. Ο ghostwriter συνήθως χρησιμοποιεί τη γνώση ή την έρευνα του ενδιαφερόμενου και στη συνέχεια συνθέτει τις πληροφορίες με έναν τρόπο που απεικονίζει τη φωνή του “συγγραφέα”. Αυτός είναι και ο λόγος που οφείλει να συνεργαστεί πολύ στενά με αυτόν που θα βάλει την υπογραφή του, έτσι ώστε να οικειοποιηθεί το ύφος του.

Τα μυστικά της τέχνης

Τα τελευταία χρόνια ο αόρατος συγγραφέας έχει εξελιχτεί σ’ έναν ιδιαίτερα προσοδοφόρο επάγγελμα. Η καλή πένα αποτελεί αδιαπραγμάτευτο ταλέντο. Ένας, όμως, καλός αόρατος συγγραφέας οφείλει να έχει πολλά περισσότερα. Χρειάζεται να είναι υπομονετικός ακροατής, διεξοδικός ερευνητής και πάνω απ’ όλα άνθρωπος εμπιστοσύνης, ώστε να μην αποκαλύπτει τα ονόματα των πελατών του και τα μυστικά τους. Τέλος, οφείλει να ελέγχει το εγώ του, το οποίο καλείται να παραμείνει στην άκρη καθ’ όλη τη διαδικασία.

Όλα αρχίζουν με τη συνάντηση μεταξύ ghostwriter και πελάτη. Ο δεύτερος εξιστορεί τη ζωή ή την ιστορία του. Κάποιοι από αυτούς που αναθέτουν είναι πολύ ενεργοί. Έχουν ήδη γράψει και συλλέξει εκατοντάδες σελίδες από την προσωπική τους ζωή για να διευκολύνουν τη δουλειά του ghostwriter. Αφιερώνουν ατελείωτες ώρες, προσπαθώντας να διαμορφώσουν μαζί του το ύφος και την ουσία του βιβλίου.

Από την άλλη, υπάρχουν και οι πελάτες που απλά έχουν την κεντρική ιδέα στο μυαλό τους και μετά από μία στοιχειώδη συνάντηση δεν ξαναασχολούνται μέχρι να δουν το βιβλίο τυπωμένο. Ο ghostwriter, λοιπόν, οφείλει να είναι έτοιμος να σταθεί και ως συνοδηγός αλλά και ως σοφέρ. Όταν το βιβλίο είναι έτοιμο μόνο ένα όνομα κοσμεί το εξώφυλλο. Κάποιες φορές χρειάζεται να επιστρατεύσει κανείς όλη του την παρατηρητικότητα για να δει “εκεί στα ψηλά” τον ghostwriter, τον οποίο ευχαριστεί ο συγγραφέας «για την πολύτιμη βοήθεια του».

Το φαινόμενο του ghostwriting έχει χωρίς αμφιβολία διαποτίσει τον εκδοτικό κόσμο, καθώς σήμερα δεν περιορίζεται σε βιογραφίες διαπρεπών προσώπων, όπως είναι οι πολιτικοί ηγέτες, οι αθλητές και οι καλλιτέχνες. Ακόμα και κοινοί θνητοί έχουν πια το προνόμιο να δουν το όνομα τους στο εξώφυλλο ενός βιβλίου. Να δώσουν οστά στην καλή ιδέα που εδώ και χρόνια τριβελίζει το μυαλό τους, ή ακόμα να μοιραστούν με το αναγνωστικό κοινό την ιστορία τους.

Και κοινοί θνητοί

Μέσω του ghostwriter ο καθένας είναι εν δυνάμει συγγραφέας. Σύμφωνα με την εταιρεία Gotham Ghostwriters και τον πρόεδρο της Dan Gerstein «τα περισσότερα άτομα που οδηγούνται στην πρόσληψη ενός αόρατου συγγραφέα δεν έχουν την αυτοπεποίθηση, το ταλέντο ή το χρόνο να κάνουν το όνειρο τους πραγματικότητα. Συνήθως δεν είναι πλούσια άτομα αλλά συνηθισμένοι άνθρωποι που έχουν συγκεντρώσει από 5.000 μέχρι 50.000 δολάρια και θέλουν να πραγματοποιήσουν το όνειρο τους». Η εταιρεία του Gerstain απασχολεί 600 αόρατους συγγραφείς και καλύπτει κάθε είδος βιβλίου που μπορεί να φανταστεί κανείς.

Για κάποιους συγγραφείς που έχουν επιλέξει αυτό το ιδιαίτερο επάγγελμα η ανωνυμία παραμένει μεγάλο βάσανο. Για κάποιους άλλους, όμως, το γεγονός ότι συμβάλουν στην εκπλήρωση του ονείρου κάποιου συνανθρώπου είναι επιβράβευση. Το ότι δεν συμμετέχουν στη χρονοβόρα προώθηση του βιβλίου είναι ένα έξτρα μπόνους, καθώς τους επιτρέπει να συνεχίσουν ανενόχλητοι τη δουλειά τους είτε ως ghostwriters είτε ως συγγραφείς του δικού τους βιβλίου.

Το μεγαλύτερο προτέρημα αυτής της δουλειάς, όμως, είναι ότι ο ghostwriter έχει απόλυτη πρόσβαση στον πελάτη του και στα εσώψυχά του. Είτε επιλέγεις να πάρεις μία σειρά συνεντεύξεων από έναν ηγέτη, είτε κάνεις τη δική σου έρευνα στο περιβάλλον και τη ζωή ενός σταρ, είτε γίνεσαι η σκιά ενός αθλητή, εισέρχεσαι σ’ έναν καινούριο κόσμο που τις περισσότερες φορές έχει ενδιαφέρον.

Το επάγγελμα γίνεται ακόμα πιο ελκυστικό, λόγω της μεγάλης ζήτησης και των υψηλών απολαβών. Ο μισθός ενός ghsotwriter εξαρτάται από τη δυσκολία του πρότζεκτ, αλλά και από την εμπειρία και την ικανότητα του συγγραφέα. Θα γράψει τη βιογραφία κάποιου γνωστού ατόμου; Θα κάνει μόνος του την έρευνα; Έχει πολύ ή λίγο χρόνο στη διάθεσή του; Θα αναπτύξει την ιδέα ενός μυθιστορήματος; Πόσο γνωστός είναι ήδη; Με ποιά γνωστά ονόματα έχει συνεργαστεί στο παρελθόν; Έχει γράψει μπέστ σέλερ;

Ανάλογα με την απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα η τιμή κυμαίνεται από 5.000 δολάρια μέχρι και 500.000 δολάρια. Αν τώρα πρόκειται για κάποιο διαδικτυακό πόστ ή για μία ακαδημαϊκή εργασία (και εκεί δραστηριοποιούνται οι ghostwriters) συνήθως έχουμε να κάνουμε με κάποιες εκατοντάδες δολάρια. Στο αγγλοσαξωνικό σύστημα ένας αυτοαπασχολούμενος δημοσιογράφος ή συγγραφέας μπορεί να βρει εργασία σε γνωστούς ιστότοπους, όπως είναι το Elance ή το Guru.

Μιλώντας με τη γνωστή εκδότρια Έλενα Πατάκη μάθαμε ότι στην Ελλάδα δεν είναι ακόμα αναπτυγμένο το φαινόμενο. «Δεν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα για να αναπτυχθεί κάτι τέτοιο. Μόνο μία αγορά όπως είναι η αγγλοσαξωνικη είχε αυτή την άνεση. Στην Ελλάδα περιοριζόμαστε στην επιμέλεια, η οποία κυμαίνεται από ένα ξεσκονισματάκι μέχρι ολοκληρωτικό ξαναγράψιμο»).

Πολλοί, όμως, φτιάχνουν και τη δική τους σελίδα στο Διαδίκτυο, έτσι ώστε να τους προσεγγίσει απευθείας ο πελάτης. Αυτό καθίσταται δύσκολο, καθώς απαγορεύεται από το συμβόλαιο ενός ghostwriter να επιδείξει δημόσια δείγματα της δουλειάς του για να μην εκθέσει κάποιον από τους προηγούμενους πελάτες του.

Διασημότητες και ghostwriters

Αν κοιτάξει κανείς τη λίστα με τα μπεστ σέλερς της εφημερίδας The New York Times θα συναντήσει ίσως κάποιον πρώην Αμερικανό πρόεδρο, κάποιο μέλος ροκ συγκροτήματος, κάποια γνωστή ηθοποιό, κάποιον πολιτικό αναλυτή, κάποιους δημοσιογράφους και διάφορες αναλώσιμες τηλεπερσόνες. Πίσω από τα βιβλία και τα αναγνωρίσιμα ονόματα βρίσκονται συνήθως ghostwriters. Όπως ένα επώνυμο άρωμα ή μία συλλογή ρούχων, έτσι και το βιβλίο έχει μετατραπεί σε προϊόν που φέρει τη σφραγίδα ενός ινδάλματος. Η εκδοτική βιομηχανία είδε το κενό και έσπευσε να το καλύψει κεφαλαιοποιώντας τη μαζική απήχηση των εκάστοτε πρωταγωνιστών της δημόσιας σφαίρας.

Αν αναρωτιέστε πώς έγραψε ο George W. Bush το βιβλίο του “Decision Points”, η απάντηση είναι απλή. Ο πιστός του λογογράφος Christopher Michel έγραψε το πολυσέλιδο βιβλίο, όπως και τη βιογραφία της συζύγου του Barbara Bush. Το βιβλίο “Life” του Keith Richards γράφτηκε από τον James Fox, έναν Βρετανό δημοσιογράφο που αφιέρωσε πέντε χρόνια από τη ζωή του στο συγκεκριμένο πρότζεκτ.

Ο Mark Twain λέγεται ότι ήταν ο αόρατος συγγραφέας πίσω από τη βιογραφία του Ulysses S Grant. Για κάποιους ο André Malraux εξέφρασε με το στυλ του τη ζωή του de Gaulle. Η Hillary Clinton ανέφερε τα ονόματα των τριών συγγραφέων που την βοήθησαν να γράψει τα απομνημονεύματά της, αλλά δεν έδωσε άλλες λεπτομέρειες. Ο Ronald Reagan ήταν ο πιο ειλικρινής από όλους, όταν είπε αστειευόμενος: «ακούω ότι η αυτοβιογραφία μου είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο. Μία από αυτές τις ημέρες θα το διαβάσω και εγώ».

Οι υπηρεσίες των ghostwriters τα τελευταία χρόνια δεν περιορίζονται σε γνωστούς πολιτικούς και πρωτοκλασάτους αθλητές. Η αδηφάγος ποπ κουλτούρα έχει γεννήσει διάφορες εποχιακές περσόνες, τις οποίες κατασπαράζουμε και ύστερα πετάμε στα σκουπίδια. Οι ghostwriters αποτελούν βασικό μοχλό αυτής της μηχανής χρήματος που ονομάζεται “βιβλία διασημοτήτων”.

Το τηλεοπτικό φαινόμενο των αδελφών Καρντάσιαν αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Κατά τη διάρκεια της προώθησης του πρώτου τους βιβλίου δήλωσαν στα Μίντια: «Αν σας φαίνεται τρελή η ζωή μας έτσι όπως καταγράφεται στην τηλεόραση περιμένετε να διαβάσετε το πρώτο μας βιβλίο και όλες τις αποκαλυπτικές λεπτομέρειες που υπάρχουν σ’ αυτό».

Το συγκεκριμένο βιβλίο γράφτηκε με ανταλλαγή εκατοντάδων ηλεκτρονικών μηνυμάτων μεταξύ του συγγραφέα-φάντασμα και των τριών αδελφών. Η συγγραφέας-φάντασμα, η οποία παραμένει ανώνυμη, δήλωσε σε μία εφημερίδα ότι της έστελναν φωτογραφίες, οι οποίες συνοδεύονταν από σύντομες λεζάντες. «Δουλειά μου ήταν να πάρω τις δύο-τρεις προτάσεις και να τις μετατρέψω σε πολυσέλιδη ιστορία».

Οι αδελφές Καρντάσιαν δεν αποτελούν εξαίρεση. Βιβλία έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια και άλλα τηλεριάλιτι προϊόντα, όπως η Πάρις Χίλτον και η Νικόλ Ρίτσι. Επίσης, μία από την παρέα του επιτυχημένου ριάλιτι του MTV Jersey Shore, παρόλο που παραδέχτηκε ότι έχει διαβάσει μόνο ένα βιβλίο στη ζωή της.

Τα 350.000 δολάρια της Ιβάνκα Τραμπ

Κατά τη διάρκεια της προώθησης των βιβλίων αυτών η εκάστοτε διασημότητα εισπράττει την επιβράβευση. Η Νικόλ Ρίτσι, ριάλιτι σταρ και κόρη του τραγουδοποιού Λάιονελ Ρίτσι, σε μία συνέντευξη της κατά τη διάρκεια της προώθησης του μυθιστορήματός της, περιέγραφε περήφανα τη ρουτίνα που έχει υιοθετήσει ως συγγραφέας. «Κάθε μέρα σηκώνομαι νωρίτερα από όλους και γράφω για κάποιες ώρες. Γράφω μόνη μου όλες τις ιστορίες μου». Η Judith Curr, εκδότρια της Ρίτσι (Atria Books), όμως, άθελά της διέψευσε την πελάτισσά της, δηλώνοντας ότι ένας ghostwriter έκανε όλη τη δουλειά.

Η ηθοποιός Hillary Duff, μιλώντας σε μία συνέντευξη για την προώθηση του βιβλίου της, δήλωσε όταν ρωτήθηκε γιατί δεν υπάρχει δίπλα στο όνομά της και αυτό του ghostwriter: «Είναι η δική μου ιστορία. Είναι το δικό μου βιβλίο. Εγώ το έγραψα και αυτός με υποστήριζε στη διαδικασία. Δεν καταλαβαίνω γιατί, λοιπόν, θα έπρεπε να βρίσκεται στο εξώφυλλο;»

Συνήθως οι διάφορες διασημότητες δεν χρειάζονται και μεγάλη προσπάθεια για να πειστούν για τα λογοτεχνικά τους ταλέντα. Πολύ πριν γίνει η παντοδύναμη του λευκού Οίκου, η Ivanka Trump είχε πληρώσει 350.000 δολάρια τη συγγραφέα-φάντασμα Camille Marchetta για να γράψει το μυθιστόρημα της. Είχε δηλώσει όμως,: «με μεγάλη έκπληξη συνειδητοποίησα ότι έχω εντυπωσιακή φαντασία. Δεν λέω ότι είμαι και ο Σαίξπηρ, αλλά τα πήγα καλά».

Οι εκδοτικοί οίκοι υιοθετούν παρόμοια στάση καθώς αυτό τους επιτρέπει να κεφαλαιοποιήσουν τη φήμη ενός σελέμπριτι. Η μέθοδος του ghostwriting έχει διεισδύσει και σ’ έναν άλλο τομέα, παρότι θα περίμενε κανείς ότι η οικειότητα που αποπνέει ένα βιβλίο μαγειρικής δεν θα επέτρεπε στη μέθοδο του ghostwriting να εισέλθει και εκεί. Πολλοί έχουν αναρωτηθεί πώς διάσημοι σεφ, όπως η Martha Stewart, η Paula Deen και ο Jamie Oliver τα καταφέρνουν -παρά το βαρύ πρόγραμμά τους-  να γράφουν ένα με δύο βιβλία το χρόνο.

Η Rachael Ray, ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της μαγειρικής στις ΗΠΑ έχει δημοσιεύσει χιλιάδες συνταγές από το 2005 στα βιβλία και στο περιοδικό της. Πώς τα καταφέρνει αυτή και οι συνάδελφοί της; Η απάντηση είναι απλή: δεν τα γράφουν οι ίδιοι. Η εποχή όπου ένας φημισμένος σεφ θα περίμενε να τελειώσει η καριέρα του για να αφοσιωθεί στη συγγραφή ενός βιβλίου έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

Μία ghostwriter που ειδικευόταν στον τομέα αυτό αποκάλυψε, διατηρώντας την ανωνυμία της, τον αδίστακτο κόσμο της μαγειρικής. Συνεργαζόταν μόνιμα με έναν πολύ γνωστό σεφ και σύντομα συνειδητοποίησε ότι η “ονειρεμένη” κατά πολλούς δουλειά δεν ήταν και τόσο ιδανική. Μέσα σε πέντε χρόνια έγραψε συνολικά εννέα βιβλία μαγειρικής, τα περισσότερα από τα οποία δεν περιελάμβαναν πουθενά το όνομα της. «Ήμουν food ghost (φάντασμα μαγειρικής) και γρήγορα συνειδητοποίησα ότι οι περισσότεροι σεφ δεν είναι σε θέση να εκφράσουν γραπτά ή προφορικά την τέχνη τους».

Ο Andrew Friedman, ο οποίος έχει παραδεχτεί δημόσια ότι έχει γράψει τα βιβλία γνωστών σεφ, όπως είναι ο Michael White και ο Paul Liebrandt, έχει δηλώσει: «έχω συνεργαστεί με διασημότητες που δακρύζουν, διαβάζοντας την εισαγωγή μου… εννοώ την εισαγωγή του βιβλίου τους!»

Μπορεί κάθε βιβλίο να αρχίζει με τις καλύτερες προϋποθέσεις, αλλά σπανίως τελειώνει έτσι. Σε κάθε βιβλίο έρχεται η στιγμή που ο πελάτης και ο ghostwriter δεν ανέχονται να βλέπουν ο ένας τον άλλο. Για πολλούς διάσημους η σχέση τους με τον συγγραφέα-φάντασμα έχει το ίδιο στάτους με αυτή του προσωπικού τους γυμναστή. Η σχέση είναι φιλική αλλά δεν έχει τον απαραίτητο αμοιβαίο σεβασμό.

Μία από τους ghostwriter της εταιρείας Gotham Ghostwriter μας μίλησε επιθυμώντας να παραμείνει άγνωστη η ταυτότητα της. «H αλήθεια είναι ότι ο πελάτης με έστηνε ατελείωτες φορές και μία φορά μου έδινε οδηγίες την ώρα που έκανε πεντικιούρ σ’ ένα SPA και εγώ στεκόμουν δίπλα της, κρατώντας σημειώσεις. Είχα, επίσης, να αντιμετωπίσω ατελείωτες ώρες αναμονής, deadlines, αγενείς βοηθούς, περίεργες συζύγους, ενοχλημένες καμαριέρες και ούτω καθ’ εξής. Κάποια φορά εγκλωβίστηκα στο Μεξικό χωρίς τηλέφωνο και Ίντερνετ, όταν ο πελάτης είχε εξαφανιστεί για τρείς ολόκληρες ημέρες. Τουλάχιστον είχα άπλετο χρόνο να σκεφτώ τί καινούρια καριέρα θα ακολουθούσα».

Οι πρόγονοι των ghostwriters

Το φαινόμενο του ghostwriting έχει πλούσια ιστορία. Έχουν υπάρξει, μάλιστα, κάποια αμφιλεγόμενα και ενδιαφέροντα παραδείγματα. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την τεράστια συμβολή του Ομήρου στην παγκόσμια λογοτεχνική  παραγωγή. Ο τυφλός ποιητής που αποθανάτισε τον πόλεμο της Τροίας και διατήρησε τη μνήμη του Αχιλλέα, του Οδυσσέα και της Ελένης θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα μυθικό κατασκεύασμα.

Πίσω από την Ιλιάδα θα μπορούσε να βρίσκεται ένας αρχαίος ghostwritter. Η Βίβλος είναι ένα ακόμα αξιοπερίεργο παράδειγμα ghostwriting. Για τους πιο πραγματιστές ένας κοινός θνητός χωρίς να το ξέρει άσκησε την πανάρχαια τέχνη του ghostwriting. Tόνοι μελανιού έχουν επίσης καταναλωθεί για το αν ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ ήταν πράγματι ο συγγραφέας των θεατρικών αριστουργημάτων. Ο θρύλος θέλει έναν ευγενή να βρίσκεται πίσω από τα κλασικά έργα.

Ο όρος ghostwriting χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Christy Walsh, τον ιδρυτή της ομώνυμης εταιρείας, που από το 1921 και για τέσσερα ολόκληρα χρόνια μονοπώλησε την παραγωγή αθλητικών βιογραφιών. Ο Walsh είχε θέσει αυστηρούς κανόνες στην επιχείρηση του: «Πρώτον, μην προσβάλλετε τη νοημοσύνη του κοινού με το να υπονοείτε ότι οι αθλητές έγραψαν μόνοι τους τα βιβλία. Δεύτερον, όλοι οι αόρατοι συγγραφείς πρέπει να είναι σε καθημερινή επικοινωνία με τα “σώματα”». “Σώματα” χαρακτήριζε τους διάσημους πελάτες του. Ο Babe Ruth, παίκτης θρύλος του μπέιζμπόλ, κυκλοφόρησε τρεις βιογραφίες στην εταιρεία του Walsh.

Κοινό τόπο μεταξύ των ghostwriters αποτελούν οι ιδιαίτερες δυσκολίες της συγγραφής των βιογραφιών νεαρών αθλητών. «Όταν ο λογαριασμός στην τράπεζα μου κατεβαίνει επικίνδυνα και σκέφτομαι μήπως πρέπει να δεχτώ τη συγγραφή αθλητικής βιογραφίας σκέφτομαι τα δεινά, τα οποία έχουν περάσει διάφοροι συνάδελφοί μου. Τον εφιάλτη του να έχεις υπογράψει συμβόλαιο για 150 σελίδες και να μην έχεις καμία βοήθεια ή ενδιαφέρουσα πληροφορία από τον πελάτη», λέει η ghostwriter.

Ο θρύλος του κρίκετ WG Grace προσέλαβε τον συγγραφέα Arthur Porritt που περιέγραψε γλαφυρά τα προβλήματα, τα οποία αντιμετώπισε. «Το να συγκεντρώσω υλικό από τον Grace ήταν σχεδόν ακατόρθωτο. Το μόνο που μοιραζόταν μαζί μου ήταν τα καλύτερα του σκορ: “και τότε έτρεξα και έκανα ρεκόρ και μετά κουράστηκα…”».

Ο Eamon Dunphy που έγραψε μία από τις πιο επιτυχημένες αθλητικές βιογραφίες όλων των εποχών (“Only a Game?” για τη ζωή του Roy Keane) με τη βοήθεια του δημοσιογράφου Peter Ball παραδέχεται ότι είναι πολλά τα προβλήματα που συναντά κανείς στους αθλητές. Κυρίως είναι η αδυναμία τους να μεταδώσουν εύγλωττα τις εμπειρίες και τα συναισθήματά τους. Για το βιβλίο του κέρδισε 250.000 λίρες και σημαντικές διακρίσεις.

Η περίεργη ζωή των αόρατων συγγραφέων αποκαλύπτεται στο βιβλίο “Ghosting” της Jennie Erdal, στο οποίο περιγράφει τα 15 χρόνια που δούλευε για τον μεγιστάνα Naim Attallah. Ο ρόλος της ήταν να δημιουργήσει τη δημόσια φωνή του μεγαλομανούς αφεντικού της. Αυτή έγραφε λοιπόν τα άρθρα, τις δηλώσεις, τις συνεντεύξεις, τα γράμματα και τα βιβλία του. «Ο όρος ‘”ghost” δεν είχε ποτέ αναφερθεί σε συζητήσεις μεταξύ εμού και του Naim. Συνήθως υπάρχει ένα συμβόλαιο, αλλά στην περίπτωση μας δεν υπήρχε τίποτα. Τώρα που το σκέφτομαι, μέρος της δουλειάς μου ήταν να προστατέψω την ψευδαίσθηση που είχε για τον εαυτό του».

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι