ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ

Ο πόλεμος και τα φαντάσματα της μνήμης

Ο πόλεμος και τα φαντάσματα της μνήμης, Λίλη Μιχαηλίδου

Σήμερα είναι Οκτώβρης του 2024. Δυόμιση χρόνια μετά και παρακολουθώ, όχι με τόση αγωνία πιά, τον πόλεμο στην Ουκρανία να μαίνεται αδυσώπητος και ανεξέλεγκτος… Έχουν προκύψει κι άλλες πολεμικές συρράξεις στην περιοχή μας που δεν προλαβαίνουμε τους βομβαρδισμούς των ειδήσεων.

Είναι παντού, στους τηλεοπτικούς δέκτες, στις εφημερίδες, στα κοινωνικά δίκτυα και μου θυμίζουν την εποχή του πολέμου στον Κόλπο που οι Αμερικανοί ανακοίνωναν τους βομβαρδισμούς και τις καταστροφές, σαν να ήταν μέρος μιας κινηματογραφικής ταινίας, τις οποίες εμπλούτιζαν με πολεμικές μουσικές επενδύσεις και γραφικές πολύχρωμες παραστάσεις. Κι εγώ, ανάμεσα στα εκατομμύρια των ανθρώπων που, στις αρχές του 2022, δεν μπορούσα να καταλάβω πως στην εποχή μας οι διαφορές των λαών λύνονται μόνο με πόλεμο, θανάτους και καταστροφές…

Ανασύρω λοιπόν τις σημειώσεις που κατέγραφα δυόμιση χρόνια πριν και διαβάζω: Κάθε παιδί που πεθαίνει στον πόλεμο / είναι η  γροθιά του / κι ένα του τραχύ χαστούκι στην ανθρωπότητα / Όσο τρυφερά κι αν είναι τα χρόνια / και τα χέρια του.

Σχεδόν δέκα εκατομμύρια, ανακοινώθηκε, δέκα εκατομμύρια άνθρωποι έφυγαν από τα σπίτια τους για να σωθούν. Περίπλοκη ζωή! Ποιος να το περίμενε! Τι να νιώθουν βαθιά μες στη ψυχή τους, θυμό, αγανάκτηση, απογοήτευση γι’ αυτούς που τους διοικούν, μίσος γι’ αυτούς που τους δυναστεύουν, φόβο και έχθρα γι’ αυτούς που τους πολεμούν, αγωνία και πόνο γι’ αυτούς που θα χάσουν τη ζωή τους για να τους εξασφαλίσουν “ένα καλύτερο μέλλον”…

Πόσο θα ήθελαν, πόσο θα το εύχονταν, να κλείσουν τα μάτια και να εξαφανιστούν όλα όσα ανατρέπουν τώρα τις ζωές τους, όπως τότε, όταν στις όχθες των λιμνών κάθονταν αμέριμνοι και τα πουλιά στροβιλίζονταν και κτυπούσαν με τα ράμφη τους τα νερά, τον αέρα, δεν ένιωθαν απειλή ή φόβο, απλά απολάμβαναν μιαν ακόμη όμορφη μέρα. Όμως, τώρα σφαίρες στροβιλίζονται γύρω τους, οι εκρήξεις, οι φωτιές ο θάνατος, όλα μπερδεύονται μέσα στο μεγάλο παράλογο δίχτυ του πολέμου…

Μια δικτατορική διαταγή και το ανθρώπινο μυαλό από τη μια μέρα στην άλλη καταστρέφει την ομορφιά και την ευτυχία του. Ο κόκκινος ουρανός ορμάει από τις πολεμίστρες κατά πάνω στον κόσμο, οπλισμένος με καινούργιας τεχνολογίας όπλα μαζικής καταστροφής. Ποιος θα καταγράψει τις λεπτομέρειες της καταστροφής; Πόσοι θα πεθάνουν, ποιοι θα επιζήσουν, πόσοι θα ακρωτηριαστούν; Ποιοι σκοτώνουν ποιους; Λένε πως, μια εικόνα είναι χίλιες ή και περισσότερες λέξεις, μα αυτή η εικόνα που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο είναι εκατομμύρια βομβαρδισμένες αιμάτινες λέξεις.

Είναι η μοίρα των ανθρώπων επιλογή; Αν ήμουν Θεός –είπε κάποιος άστεγος– θα τους έλεγα να σταματήσουν για μια στιγμή και να αναλογιστούν τη μοίρα τους, θα ήθελαν να συνεχίσουν να ζουν μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο; Ποιος ξέρει πώς νιώθουν, κρατώντας το όπλο και στοχεύοντας ένα παιδί, μια γυναίκα, ένα γέροντα. Εκείνη τη μοναδική στιγμή σταματά το μυαλό, σταματά η μοίρα να γράφει το μέλλον, σταματά η μέρα να μπαίνει στη νύχτα και η νύχτα στη μέρα, οι σφαίρες τυλίγουν τον κόσμο, απλώνονται εκρήξεις, σφαίρες χωρίς πρόσωπο, ένα φάσμα δηλητήριο που εισχωρεί στη γη και οι υγιείς σπόροι πεθαίνουν, το χώμα μολύνεται, νερό καυτό λάδι ακολουθεί τις φλέβες των δέντρων, των ζωντανών ψυχών που αιωρούνται και χώνονται στο διάστημα.

Τα φαντάσματα της μνήμης

Γονάτισα δίπλα στην εικόνα που κάθεται στο βιβλίο της ζωής. Ακούω τη συλλογική φωνή να εκσφενδονίζεται από τον πυρήνα της, η εικόνα, το μήνυμά της, έψαξα στο σκοτάδι της, οι λέξεις απληστία, μίσος είναι γραμμένες με σκούρο αίμα, αυτές μας εξουσιάζουν, ξεπλένουν την ελπίδα, αφήνοντας μια σκιά κουρελιασμένη που δεν τολμά καν να κουνηθεί από τη θέση της, σ’ ένα παντοτινό αβέβαιο παρόν.

Ο θάνατος είναι νήνεμος / οι ψυχές διασχίζουν τα βάθη της γης / σιωπηλές. / Τη μέρα όμως που η πρώτη βόμβα έπεσε στην Ουκρανία / ο θάνατος ήταν αναστατωμένος / οι ψυχές έτρεχαν να σωθούν τρομαγμένες / ο κόσμος γαντζώθηκε στον γκρεμό / είναι πιο ασφαλής, κραύγαζαν  / ο υπόλοιπος κόσμος / παρακολουθούσε την παρατεταμένη κατάρρευση. / Όταν, ύστερα από μέρες, άνοιξα το δέκτη / σιγόκαιγε ακόμη η Μαριούπολη / μες στους καπνούς οργισμένοι φράχτες, λουλούδια ξεμαλλιασμένα / οι ζωές πάσχιζαν να κρατηθούν στη ζωή / τα ονόματά τους διέσχιζαν ό,τι κάποτε υπήρξε όμορφο / προτού προλάβουν να το διαλύσουν / φουσκωμένες κοιλιές / ορθάνοιχτες κοιλιές / ο αέρας έπαιρνε το σχήμα των νεκρών σωμάτων / τα μάτια του διαβόλου τρεμόπαιζαν πίσω απ’ τις σκιές / μια νέα γυναίκα γονατιστή πάνω από το παιδί της / μια τρύπα στο μέτωπό του / πλατιά σαν την αγάπη της, ανοικτή μέσα στον παγωμένο χειμώνα / αντίγραφο ενός ονείρου / ο παράδεισος είναι πολύ μακριά / στη ραχοκοκαλιά της πόλης δεν απέμειναν παρά σακατεμένοι σπόνδυλοι / το βομβαρδισμένο παρόν / και το μέλλον της.

Όταν καταστρέφεις ένα λαό τον πας πίσω στο χρόνο. Ναι αυτός είναι τελικά ο υποχθόνιος στόχος του εισβολέα, έλεγε ένας φίλος που επέζησε του δικού μας πολέμου. Και δεν έχει τελειωμό, συνέχισε, γιατί ταυτόχρονα ένας άλλος πόλεμος αρχίζει, μακρύς και βασανιστικός, τα εφιαλτικά όνειρα και τα φαντάσματα της μνήμης…

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx