ΑΦΗΓΗΜΑ

Ο τελευταίος κιθαρίστας στο πάλκο του Τσιτσάνη – Η εξομολόγηση του Γ. Βενεκά

Ο τελευταίος στο πάλκο του Βασίλη Τσιτσάνη - Η εξομολόγηση του Γ. Βενεκά, Γιώργος Μουσταϊρας

Στις παλιές κομπανίες δεν υπήρχε αρμονική και ρυθμική βάση (μπάσο και κρουστά). Έτσι, τον ρόλο τους αναλάμβανε να αναπληρώσει η κιθάρα, δίνοντας το ρυθμό και το μπάσο (μπασοκίθαρο). Oι καλοί λαϊκοί κιθαρίστες, επομένως, έπαιζαν καθοριστικό υποστηρικτικό ρόλο στην εκτέλεση των κομματιών από τους μπουζουκτσήδες. Και οι καλοί μπουζουκτσήδες τους αναζητούσαν και τους επέλεγαν για τα σχήματά τους. Ένας τέτοιος λαϊκός κιθαρίστας ήταν ο Κρανιδιώτης Γιάννης Βενεκάς (1933-2013), ο τελευταίος στο πάλκο του Βασίλη Τσιτσάνη.

Τον Γιάννη Βενεκά συνάντησα τον Νοέμβριο του 2002, όπου μου μίλησε για την ζωή του δίπλα στα μεγάλα ονόματα του λαϊκού τραγουδιού: «Ξεκίνησα με την κιθάρα το 1945, από 12 χρόνων, με κοντά παντελονάκια. Ο πατέρας μου ο Μιχάλης, που έπαιζε εξαιρετικό βιολί, έκανε μαθήματα κιθάρας – έπαιζε πολλά όργανα. Εγώ πιτσιρικάς παρακολουθούσα από μίαν άκρη, έπαιρνα τα ακόρντα και όταν το μάθημα τελείωνε έπιανα την κιθάρα και έπαιζα.

Μια μέρα λέω του πατέρα μου: “Παίξε τα κύματα του Δουνάβεως με το βιολί να σε συνοδεύσω με την κιθάρα”. Με κοίταξε απορημένος, όμως έπαιξε και τον ακολούθησα. Μόλις, όμως, τελείωσε με πλακώνει στο ξύλο! Δεν ήθελε να γίνω μουσικός. Εγώ μαράζωνα. Τελικά, τον έπιασαν συγγενείς και φίλοι και του άλλαξαν γνώμη. “Ας’ τονε μπορεί να είναι η τύχη του…”. Και αυτός έδωσε τελικά την έγκρισή του: “Ξεκίνα, αλλά βγάλ’ τα μάτια σου μόνος σου!”.

Στα 14 μου βρισκόμουν στον Πειραιά, όπου έπαιζα με άλλα παιδιά κιθάρες. Τότε έπιασα και την πρώτη μου επαγγελματική δουλειά. Ήταν στο καμπαρέ “ΚΙΤ- ΚΑΤ”, στην Τρούμπα, όπου, με μακριά παντελόνια πλέον, έπαιζα σολίστας μισή ώρα. Ήταν η ορχήστρα του Χρήστου Δημόπουλου (μπουζούκι).

Στη συνέχεια δούλευα για κάποια χρόνια στην οικοδομή με τον αδερφό μου Χρήστο και έπαιζα σε διάφορα μικρομάγαζα, όπως στο Πέραμα στου Σαραντόπουλου, που το είχε τότε ένας Βασιλειάδης. Στην ορχήστρα έπαιζε ακορντεόν ο Γιώργος Κοινούσης και μπουζούκι ο Γιάννης Καπλάνης, ο αδερφός του Κώστα.

Το 54-55 έπαιξα με τον Γιάννη Παπαϊωάννου στα Γερμανικά της Κοκκινιάς, στον “ΑΣΤΕΡΑ”. Από τότε και για μια δεκαετία, περίπου, δεν είχα κάποιες σημαντικές συνεργασίες (έπαιξα, όμως, με τον Πέτρο Αναγνωστάκη, στο ξεκίνημά του). Το 64-65 ξεκίνησα στη δισκογραφία και η πρώτη ηχογράφηση ήταν με την Λίτσα Διαμάντη και τον Γιάννη Κουλουκάκη. Μαέστρος ο Σπύρος Περιστέρης.

Το 69-74 ήμουνα με τον Θόδωρο τον Κάτσαρη σε διάφορα μαγαζιά (Μπουάτ “Φεγγάρι” στην Πλάκα, στου Περικλή του Μάργαρη, στο “Γέρο του Μωριά”, στο “Πανόραμα” στην Αχαρνών και σε άλλα). Το 74-75 ήμουν με τον Πάνο Γαβαλά στο “Ένατο” στην Εθνική Οδό.
Στη συνέχεια πήγα με τον Κώστα Μαυρομιχάλη στο “Καραβάνι”. Εκεί ήρθαν και με ζήτησαν να πάω στον Τσιτσάνη. Ο Μαυρομιχάλης δεν ήθελε να φύγω, αλλά στη συνέχεια υποχώρησε: “Άμα είναι για το δάσκαλό μου…».

Με τον Τσιτσάνη στο “ΧΑΡΑΜΑ”

«Με το Τσιτσάνη, στο “ΧΑΡΑΜΑ”, στην Καισαριανή, έμεινα από το 1977 μέχρι το 1984 που πέθανε. Ήταν πολύ καλός με τους συνεργάτες του. Στην πίστα, επάνω στο πρόγραμμα, δεν ξέχναγε καμία παραγγελιά. Του λέγανε “πες αυτό”, “Ναι, ναι θα στο πω” και συνέχιζε το πρόγραμμά του. Μπορεί να πέρναγε η ώρα, μπορεί να κάναμε διάλειμμα (ημίχρονο το έλεγε), όμως το τραγούδι το έλεγε.

Τότε στην πίστα σπάγανε. Πιάτα, μπουκάλια… Ο Τσιτσάνης ήθελε να καθαρίζεται αμέσως η πίστα και να ρίχνουν και με μπουκάλια νερό, να μην σηκώνεται σκόνη. Ήταν, πράγματι, τσιγκούνης όπως λέγανε αλλά όχι με τους συνεργάτες του! Μια φορά ήθελε να πιει ούζο, αλλά όχι να πληρώσει. Πάει, λοιπόν, σ’ ένα καφενείο, που περνάγαμε απ’ έξω και λέει: “Βάλε μια μπουκίτσα ούζο γιατί πονάει το δόντι μου…”. Όμως, όταν ήταν με τους συνεργάτες του δεν άφηνε να βάνουμε το χέρι στην τσέπη…

Ήταν και μεγάλος ταβλαδόρος. Όταν μας είχε καλέσει ο Σπύρος Κυπριανού στην Κύπρο για συναυλία (σε ένα θέατρο), καθώς γυρίσαμε στο ξενοδοχείο ακούω τον Βασίλη στην πόρτα: “Άνοιξε να παίξουμε καμία παρτίδα”. Μέχρι τις 7 το πρωί παίζαμε στο μπαλκόνι τάβλι…
Την μέρα που μάθαμε για τον θάνατό του ήμαστε επάνω στο πάλκο και ο κόσμος στόλιζε το μπουζούκι του με λουλούδια. Εμείς παίζαμε σαν να βρισκόμαστε σε κηδεία».

Μετά τον Τσιτσάνη

«Μετά τον Τσιτσάνη έπαιξα στο “Αθήνα ’82” με τον Γιάννη Μωραΐτη και την Ευαγγελία Μαργαρώνη. Στη συνέχεια άνοιξα ένα καφενείο στα Λιόσια, όπου, όμως το έκλεισα γιατί με βάλανε φέσι οι… φίλοι μου! Έχεις ακούσει φέσι 20.000 δραχμές από καφέ; Ξαναγύρισα στα μαγαζιά και έπαιξα στη “Μαρκίζα” και στη “Στοά των Αθανάτων”. Έπαιξα με τον Τάκη Μπίνη, τον Χοντρονάκο, τον Κούλη Σκαρπέλη, τον Μήτσο Ευσταθίου…

Στην ΕΡΤ, το 1983, από το τηλεοπτικό αφιέρωμα στον Γιάννη Παπαϊωάννου (σε επιμέλεια Κώστα Χατζηδουλή και σκηνοθεσία Γιώργου Καλογιάννη). Από πάνω αριστερά: Αντώνης Παπαϊωάννου, Οδυσσέας Μοσχονάς, Μιχάλης Γενίτσαρης, Βαγγελιώ Μαργαρώνη, Γιώργος Νταλάρας. Καθιστοί: Γιάννης Βενεκάς κιθάρα και Στέλιος Μακρυδάκης, Γιάννης Μωραΐτης μπουζούκια.

Στη δισκογραφία έχω πολλές συμμετοχές. Μέχρι μπουζούκι έπαιξα το ’70 με τον Κώστα Χατζή στην “Αλόνησο”. Συμμετείχα στην δεύτερη εκτέλεση στο “Ρεμπέτικο” του Ξαρχάκου. Παίζω στη συναυλία του Τσιτσάνη στο Ηράκλειο και στο αφιέρωμα στον Γιάννη Παπαϊωάννου. Επίσης, στην ηχογράφηση της “Στοάς των Αθανάτων”… Τώρα, εδώ και κάποιον καιρό γύρισα να ξεκουραστώ στον τόπο μου, στο Κρανίδι».

Ξανά στο πάλκο

«Τελικά, δεν τον άφησα να ξεκουραστεί. Κατ’ αρχάς, διοργάνωσα γι’ αυτόν μια μεγάλη συναυλία (2003), στο προαύλιο του Α΄ Δημοτικού σχολείου στο Κρανίδι, όπου έπαιξαν και τραγούδησαν μαζί του εξαίρετοι μουσικοί και τραγουδιστές από την Αργολίδα, με έκτακτη συμμετοχή αυτή του φίλου του Δημήτρη Τσαουσάκη.

Από τότε συμπορευτήκαμε επανειλημμένως σε πάλκα και συναυλίες με το μουσικό σχήμα “Το Όνειρο”. Κορυφαίες στιγμές η μεγάλη συναυλία στον θαλασσόπυργο Μπούρτζι του Ναυπλίου (9/8/2008), με τραγούδια της παρανομίας και της φυλακής, όπου έγινε το αδιαχώρητο και οι συναυλίες στο Κουτσοπόδι και στο Άργος (2010), όπου τιμήθηκε από τους αντίστοιχους Δήμους».

????????????????????????????????????

Στα πάλκα του Παράδεισου…

Το 2013 έφτασε το θλιβερό μήνυμα του θανάτου του. Κάθισα και έγραψα μερικές γραμμές για αποχαιρετισμό: «Ο μπάρμπα Γιάννης Βενεκάς, ο Κρανιδιώτης τελευταίος κιθαρίστας του Βασίλη Τσιτσάνη, δεν θα ξαναπαίξει πια σ’ αυτό τον κόσμο. Τον κάλεσε ο “Τσίλας” να στήσουν ξανά πάλκο στις αλέες του Παραδείσου…

Ήταν 10 Σεπτεμβρίου, στον Πύργο Δυρού της Μάνης, όταν έκανε το τελευταίο του μπάνιο στη θάλασσα, παρέα με την αγαπημένη του σύζυγο την κυρία Πόπη. Είχε κάνει, μέχρι εκείνη τη στιγμή 92 μπάνια… Κάποια στιγμή, καθώς κολυμπούσε έγειρε το κεφάλι του και κατάπιε θάλασσα. Κατάφερε και βγήκε στην παραλία, έκανε το σταυρό του και ξεψύχησε…
Κηδεύτηκε στις 12 Σεπτεμβρίου στα Άνω Λιόσια. Στις 18 Αυγούστου είχε κλείσει τα 80…».

Υ.Γ.: Τσίλας ήταν το χαϊδευτικό, που χρησιμοποιούσαν οι φίλοι για τον Βασίλη Τσιτσάνη.

Με Γιώργο Ξηντάρη και Αγάθωνα Ιακωβίδη.
Με τον Στέλιο Βαμβακάρη.

Το περισσότερο φωτογραφικό υλικό, σε αυτό το αφιέρωμα στον Γιάννη Βενεκά, προέρχεται από το αρχείο του, που μου το είχε φέρει για να γράφαμε κάποια στιγμή εκτενέστερα τις αναμνήσεις του από τον χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Δυστυχώς, δεν προλάβαμε. Κρατώ τις φωτογραφίες του σαν ιερό κειμήλιο, μαζί με τις μνήμες των συνεργασιών μας. Μαζί με την μνήμη της πρώτης και μοναδικής φοράς, που τον άκουσα να τραγουδά – ήταν ένα τραγούδι του Τσιτσάνη – με μια υπέροχη φωνή, κατά την διάρκεια πρόβας στο Κρανίδι. Μάρτυράς μου ο μπουζουκτσής Νίκος Πετσάκος, που ήταν παρών. Ποτέ άλλοτε δεν τον είχα ακούσει να τραγουδά μέχρι τότε. Ούτε και τον ξανάκουσα…

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι