Ο Βαμβακάρης, το μακάμι και οι “δρόμοι” του μπουζουκιού
01/11/2022Ένας δημοσιογράφος ρώτησε κάποτε τον Μάρκο Βαμβακάρη «γιατί οι νέοι συνθέτες δεν γράφουν καλά τραγούδια» και ο Βαμβακάρης απάντησε: «Γιατί δεν κρατάνε το μακάμι». Έτσι απλά, με δυο λόγια, ο μεγάλος λαϊκός συνθέτης έδωσε την πραγματικότητα της ρήξης με την παράδοση. Το μουσικό “σήμερα” έκοψε σχεδόν οριστικά τις διασυνδέσεις του με το πλούσιο, όμορφα δομημένο και γνήσια ελληνικό μουσικό χθες, δίνοντας γην και ύδωρ και τείνοντας ευήκοον ους στις ξένες μουσικές της Δύσης και της Αφρικής. Όμως, οι ρίζες της δικιάς μας μουσικής βρίσκονται στην ημετέρα Ανατολή.
Σύμφωνα με τους μουσικολόγους C.Sachs, B.Nethl, P.Collaer, Mahmut R. Gazimihal, Παπαϊωάννου, Δραγούμη, Μυλωνά, Ανωγιαννάκη και Λάβδα, η μουσική των Βυζαντινών, η ελληνική δημοτική μουσική και το ελληνικό λαϊκό τραγούδι της πόλης, ανήκουν στον μεγάλο ανατολικό μουσικό χώρο μαζί με την αραβική, την περσική και την ινδική μουσική.
Παρ’ όλες τις μεγάλες διαφορές κουλτούρας, ιστορίας, γεωγραφικής θέσης και κοινωνικών συνθηκών που χωρίζουν αυτούς τους λαούς, υπάρχουν βασικοί μουσικοί κανόνες και μουσικές δομές που ενώνουν τη μουσική έκφραση σε μια μεγάλη ενότητα, πολύ διαφορετική από τη δυτική μουσική ενότητα, από τον δυτικό μουσικό χώρο.
Γι’ αυτούς τους βασικούς κανόνες, γι’ αυτές τις μουσικές δομές, χρησιμοποιείται μεταξύ των βυζαντινών ο όρος “ήχος”, μεταξύ των Αράβων ο όρος “μακάμ”, μεταξύ των Περσών ο όρος “περντέ”, για τους Ινδούς ο όρος “ράγκας” και για τους μουσικούς του ρεμπέτικου ο όρος “δρόμος” και ο όρος “μακάμ”, όπου χρησιμοποιούν τον ίδιο όρο με τους Άραβες. Τον ίδιο εξάλλου όρο χρησιμοποιούν επίσης και οι Τούρκοι.
Η λέξη “δρόμος” έχει την έννοια “μουσικός δρόμος”. “Μακάμ” είναι αραβική λέξη που σημαίνει μουσική φόρμα, ένα σύνολο από νότες που αποτελεί τη μουσική βάση, τον μουσικό καμβά ή φόντο, επάνω στον οποίο μπορεί να δημιουργηθεί ένα τραγούδι ή ένας μουσικός αυτοσχεδιαστικός ρυθμός.
Μουσικοί “δρόμοι” ή “μακάμ”
Αυτές οι μουσικές φόρμες, αυτοί οι μουσικοί “δρόμοι” δεν αντιπροσωπεύουν όρους καθαρά τεχνικούς, αλλά είναι συνδεδεμένοι με τον τρόπο εκτέλεσης κάθε τραγουδιού ή κάθε μουσικού αυτοσχεδιασμού. Είναι δηλαδή συνδεδεμένοι με αυτό που το τραγούδι ή το μουσικό θέμα θέλει να εκφράσει, με την εποχή του χρόνου και τη συγκεκριμένη ώρα της ημέρας, κατά τη διάρκεια της οποίας παίζεται το ανάλογο τραγούδι ή ο μουσικός αυτοσχεδιασμός. Η έκφραση συναισθημάτων και καταστάσεων βγαίνει μέσα από εκείνο το ιδιαίτερο χρώμα που δίνει η διαφορετική σε κάθε μακάμι διαδοχή διαστημάτων.
Επίσης, οι μουσικοί “δρόμοι”, “ήχοι” ή “μακάμ” μπορεί να είναι συνδεδεμένοι με μαγικά ή θρησκευτικά σύμβολα και σημεία, με διάφορες λατρείες θρησκευτικές ή μαγικές ή με το μουσικό κλίμα που αυτές θέλουν να δημιουργήσουν. Πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά και τους κανόνες μπορούν να βρεθούν στις βυζαντινές μουσικές φόρμες. Ειδικά, μάλιστα, όταν θεωρείται ο θρησκευτικός χαρακτήρας της βυζαντινής μουσικής και οι αυστηροί του κανόνες στον τρόπο εκτέλεσης της ψαλμωδίας κατά τη διάρκεια της λειτουργίας και στις διαφοροποιήσεις των “ήχων” στις διάφορες θρησκευτικές γιορτές.
Σημειώνουμε δε ότι οι εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής μιας παραδοσιακής κοινωνίας –μεταξύ αυτών και η μουσική– εμπεριέχουν μια βαθύτατη συμβολική και μια λογική άρρηκτα συνδεδεμένη με το σύνολο των ενεργειών της εν λόγω κοινωνίας. Εκτός από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τους ιδιαίτερους κανόνες και τη χρήση των διαφόρων μουσικών σχημάτων, πολλά αραβικά μακάμ, βυζαντινοί ήχοι και περσικά περντέ είναι μουσικά ταυτόσημα, με διαφορετικά οπωσδήποτε ονόματα στις διαφορετικές γλώσσες: αραβική, περσική ή ελληνική (βλ. Μαρία Κωνσταντινίδου “Κοινωνιολογική Ιστορία του Ρεμπέτικου”).
Οι 12 σημαντικότεροι
Ο φημισμένος τραγουδιστής Κώστας Ρούκουνας (το Σαμιωτάκι) έχοντας υπηρετήσει με επιτυχία τα κύρια είδη της παραδοσιακής ελληνικής μουσικής (δημοτικό, σμυρνέικο, ρεμπέτικο) μιλώντας στον Ηλία Πετρόπουλο για τους δρόμους, λέει: «Οι δρόμοι είναι η βάση του τραγουδιού… Είναι χουζάμ, φερ’ ειπείν, ραστ, χιτζάζ, σαμπάχ, νεαβέντ, ουσάκ, κουρντί, ουσάκ-νεβά, καρτζαχάρ, σεγκιάχ (είναι ένα πράμα σαν το χουζάμ, κάνει παραλλαγή με μισή φωνή) -φτάνουν τόσα, άλλα δεν χρειάζεται, πού να πεις τόσα. Απάνω σ’ αυτούς τους δρόμους στηρίζεται το κάθε τραγούδι…. Οι νέοι γράφουνε και δεν ξέρουν τι δρόμος είναι…Τους δρόμους τους μαθαίναμε απ’ τους πιο παλιούς. Ρωτούσαμε και τους μαθαίναμε με το αυτί».
Ο γνωστός στιχουργός Κώστας Βίρβος, που έχει δώσει στίχους για να δημιουργηθούν αρκετά σημαντικά νεώτερα λαϊκά τραγούδια, στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του “Μια ζωή τραγούδια” αναφέρει ότι στο λαϊκό μας τραγούδι μεταχειριζόμαστε 64 δρόμους και παρουσιάζει τους 12 σπουδαιότερους από αυτούς, όπως, τού τους υπαγόρευσε ο συνθέτης Θόδωρος Δερβενιώτης:
- Ραστ, είναι ο πλάγιος τέταρτος εκ του ΝΙ ή ο ευρωπαϊκός
ματζόρε (π.χ. “Το διαβατήριο” του Θ. Δερβενιώτη). - Χιτζάζ, είναι ο πλάγιος δεύτερος εκ του ΠΑ (“Η νυχτερίδα” του Μπαγιαντέρα).
- Ουσάκ, ο πρώτος ήχος εκ του ΠΑ (ο τρίφωνος) (“Ομορφη Πειραιώτισσα” του Καπλάνη).
- Σαμπάχ (ΠΑ), παράγεται από τον πλάγιο πρώτο ήχο και παίρνει ύφεση στο ΔΙ και στο ΖΩ (“Η στεναχώρια” του Καλδάρα).
- Κιουρδί, παράγεται από τον πλάγιο πρώτο (ΠΑ) με ύφεση στο ΒΟΥ (“Ίσως” του Δερβενιώτη).
- Χουσεϊνί, πλάγιος του πρώτου εκ του ΚΕ (“Στο τραπέζι που τα πίνω” του Καλδάρα).
- Εβίτς, ο βαρύς ήχος εκ του ΖΩ (“Ο Μεμέτης”)
- Σεκιάχ, ο τέταρτος ήχος (λέγετος) εκ του ΒΟΥ (“Ένα πιάτο άδειο στο τραπέζι” του Δερβενιώτη).
- Χουζάμ, ο δεύτερος ήχος εκ του ΔΙ.
- Νεχαβέντ, το ευρωπαϊκό μινόρε με χαμηλωμένη την έβδομη βαθμίδα (“Σταλαγματιά-σταλαγματιά” του Τζουανάκου).
- Χιτζασκιάρ, πλάγιος του τέταρτου που μετατρέπεται σε χρωματικό ήχο, είναι παραπλήσιος του Χιτζάζ (“Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά” του Καλδάρα).
- Καρτσιγιάρ, αποτελείται από δύο ήχους (πρώτος και δεύτερος) (“Γλυκοχαράζει ο Αυγερινός” του Γιάννη Τατασόπουλου).
Εδώ πρέπει να τονίσω ότι οι δρόμοι είναι χωρισμένοι σε DUR (ματζόρε) και MOLL (μινόρε).
Στους δρόμους Ντουρ (ματζόρε) ανήκουν οι Ραστ, Χουζάμ, Χιτζάζ, Χιτζασκιάρ. Στους δρόμους Μολλ (μινόρε) ανήκουν οι Νεχαβέντ, Ουσάκ, Σαμπάχ, Κιουρδί.
Ένα σαμπάχ για την αυγή,
να ξεκινήσει η μέρα
Κι ένα χιτζάζ το δειλινό
και πάμε παραπέρα.