ΑΦΙΕΡΩΜΑ-ΑΦΗΓΗΜΑ

Όμαιμον: Στην Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Όμαιμον: Στην Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Πάνος Σταθόγιαννης

«Είναι που είμαστε πουλιά με θεό, γι’ αυτό και δεν μπορούμε να πετάξουμε», λέει ξυπνώντας το πρωί στην αγκαλιά μου η Κατερίνα. «Τ’ άλλα πουλιά δεν έχουν θεό, δεν ξέρουν τίποτα, πετούν. Εμείς δεν έχουμε σωθεί ακόμα. Καθόμαστε χάμου και μελετάμε τις πλαδαρές μας φτερούγες. Απορούμε που άχρηστα εξαρτήματα σαν κι ετούτα συνεχίζουν να μεγαλώνουν και μετά το θάνατό μας. Όπως τα γένια σου το πρωί», τρίβει το μάγουλό της τρυφερά στο μάγουλό μου, «όπως τα νύχια».

Ανοίγει το παράθυρο να μπει και μέσα η ανάσα του κενού που βολοδέρνει έξω και συνεχίζει: «Την πτήση μόνο τη σκεφτόμαστε, δεν την αποτολμάμε. Γαλάζιο και ψυχρό ξημέρωμα, σαν το σημερινό, καλή ώρα, στην άκρη εγκάρσιου βράχου. Κάτω γκρεμός, ένα άλμα μόνο κι όποιος πετάξει πέταξε».

Και λέγοντας αυτά τα ζοφερά, το αποτολμάει εκείνη. Ακούω τις κραυγές, τους γδούπους της. Ύστερα ανακρίσεις, δικαστήρια, σιχαμερές εφημερίδες.

Όταν γυρνάω στο σπίτι μας, κάνω σπονδές και την πενθώ. Την κλαίω σαν μικρό σκυλί, μήπως και ξαλαφρώσω. Εκείνη επιστρέφει κατά το μεσημέρι, σκαρφαλώνοντας με κόπο τους γρανίτες. Αίμα παντού στο σώμα και στα ρούχα της. Κάθεται πάλι στο κρεβάτι πλάι μου και λέει: «Δεν πέταξε ποτέ κανείς. Λένε πως, κάποτε, πολύ παλιά, το είχε κατορθώσει από την Πόλη ένας νιος πραματευτής με διαλεχτή πραμάτεια – ο Σατανάς, με τ’ όνομα. Όμως εκείνος ήταν άνθρωπος της γύρας, δεν ανήκε στο δικό μας κοπάδι των πουλιών-δέντρων, με τα μεγάλα παράλυτα φτερά».

Το βλάσφημον του λόγου της με ανατριχιάζει. Στρέφει το βλέμμα της επάνω μου και με κοιτάζει κατάματα. Χαμογελάει –όπως μπορεί– μέσα στα αίματα και συνεχίζει: «Ας μείνουμε, λοιπόν, για πάντα κάτω. Κάποια γυναίκα θα βρεθεί πονετική να μας περιμαζέψει από την απελπισία των μεγάλων δρόμων. Κάποιος πολυάσχολος άντρας που θα γνωρίζει τα πάντα, αλλά θα προσποιείται ευγενικά πως δεν καταλαβαίνει».

Περνάνε χρόνια αμέτρητα, ώσπου να γείρει ο ήλιος στο στερέωμα, και μέχρι τότε οι πληγές της όλες κλείνουν. Στην πίσω αυλή, μακριά απ’ το βάραθρο, τα παιδιά που γεννήσαμε μαζί κοιμούνται στον ίσκιο της μεγάλης μυγδαλιάς. Σκύβει πάνω τους η πρωτότοκος θυγατέρα μας και ψειρίζει τις τρυφερές τους φτερούγες. Η Κατερίνα, κουρασμένη απ’ τις τόσες γέννες, μου διορθώνει την εικόνα: «Ξέρεις πολύ καλά γιατί τα πιλατεύει. Τα μαθαίνει από μικρά τι θα πει φαγούρα, τι θα πει θεός. Είναι που είμαστε πουλιά με θεό, γι’ αυτό και δεν μπορούμε να πετάξουμε».

Τέλος, καθώς βραδιάζει έξω ιλιγγιωδώς, κοιτάζει το ρολόι της και αλαφιάζεται: «Πρέπει να φύγεις. Τώρα. Μείνε. Τώρα. Θα ‘ναι σαν να μην έλειψες ποτέ. Θα ‘ναι σαν να με κέρδισες από τον κύρη μου στα ζάρια. Σαν να με άρπαξες απ’ τα μαλλιά, τραβώντας με μακριά απ’ τον μεγάλο έρωτά μου. Δούλα σου θα γενώ παντοτινή. Για μια στιγμούλα. Θα σε πιστέψω. Τώρα». Κουρνιάζει κάτω απ’ τη μασχάλη μου κι αποκοιμιέται. Το άλλο πρωί θα ξαναρχίσει απ’ την αρχή τα ίδια σχήματα. Είναι που είμαστε πουλιά με θεό, γι’ αυτό και λέμε ψέματα. Ακόμα και μεταξύ μας, οι παλιοψεύτες.


Ο Πάνος Σταθόγιαννης είναι συγγραφέας

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι