“Ώς αληθώς”: Η ιστορία της Χαρίτας Μάντολες
16/02/2024Η Κύπρια συγγραφέας Ευρυδίκη Περικλέους – Παπαδοπούλου και οι εκδόσεις “Νεφέλη”, δημιούργησαν ένα εξαιρετικό βιβλίο. Ο αναγνώστης δεν χάνει το ενδιαφέρον του από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα. Η πλοκή και η ροή του, ζηλευτή. Ο πληροφορίες και το συναίσθημα πλέκονται με μαεστρία. Ένα βιβλίο, που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την διεθνή λογοτεχνία.
Το εξώφυλλο μαύρο, ώστε να έχει σωστή προβολή ο ασημένιος δίσκος βυζαντινής εποχής, ένας από τους εννιά που ανακαλύφθηκαν στην αρχαία Λάμπουσα. Ο ένατος, με παράσταση των γάμων του Δαβίδ J 452, εύρημα της περιοχής όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε η Μάντολες. Ευγενώς παραχωρήθηκε για φωτογράφιση, με άδεια του Τμήματος Αρχαιοτήτων.
Στις πρώτες σελίδες, κατατίθεται ο χάρτης του Καραβά, συγκεκριμενοποιείται η τοποθεσία Ελιά, όπου εκεί, δολοφονήθηκαν άνανδρα οι δώδεκα άμαχοι πολίτες, κατά την εισβολή της 21ης Ιουλίου του 1974. Γύρω από αυτό το θλιβερό γεγονός, κινείται η ώριμη, μεστή και με προσωπικό στιλ γραφή της συγγραφέως και βέβαια, γύρω από την ζωή της κεντρικής ηρωίδας Χαρίτας Μάντολες. Προς το τέλος του βιβλίου, υπάρχει το απαραίτητο γλωσσάρι, για την εξήγηση, λέξεων και φράσεων της ντοπιολαλιάς. Επίσης, φωτογραφικό υλικό από τον αγώνα ζωής της Χαρίτας Μάντολες για τους αγνοούμενους, μετά την εισβολή των Τούρκων.
Στο χωριό Ελιά, επαρχία της Κερύνειας, η ζωή ήταν ευλογημένη. Οι άνθρωποι συνυπήρχαν αρμονικά με τη φύση. Δούλευαν την γη τους κι απολάμβαναν τα δώρα της θάλασσας. Τα πρότυπα, τα ήθη και τα έθιμα της χριστιανικής θρησκείας και της ελληνικής οικογένειας, σε όλο τους το μεγαλείο. Σπίτια νοικοκυρεμένα με τις αποθήκες τους γεμάτες, στις αυλές κάθε είδους λουλούδια, με γιασεμιά ζηλευτά, κτήματα με δέντρα καρποφόρα και μποστάνια, επέτρεπαν στους ανθρώπους να μεγαλώνουν με αξιοπρέπεια τις πολυπληθείς οικογένειες τους. Παιδιά, πολλά παιδιά η κάθε οικογένεια, που δεν δίσταζαν να φάνε και να πιούν στην αυλή του γείτονα.
Η οικογένεια Δαμασκηνού
Ο πατέρας Νεόφυτος Δαμασκηνός, καμάρωνε τα δέκα βλαστάρια του γύρω από το τραπέζι κι ένα ακόμα στην κοιλιά της γυναίκας του.
Η μάνα, ηρωίδα. Σ’ ένα σημείο η Ευρυδίκη Περικλέους την αποκαλεί: «Βρεφοκρατούσα μικρομάνα η Ειρηνού, μοσχοβολούσε πάντοτε ο κόρφος της χνότα νιογέννητου, γάλα βυζιού, θαλπωρή γέννας. Για όλα η αγάπη ίδια. Δεν ξεχώριζε κανένα. Όλα το χάδι και το φιλί της».
Ο Νεόφυτος και η Ειρηνού Δαμασκηνού, ζευγάρι με μεγάλη πίστη στον θεό, αγάπη και πόνο για τον τόπο τους. Δημιούργησαν μια γερή αλυσίδα νέων οικογενειών, αφού μεγαλώνοντας τα παιδιά τους, έκαναν τις δικές τους οικογένειες. Όλοι μια γροθιά. Καταλυτικό ρόλο στο έργο, παίζουν και οι στενοί συγγενείς του Νεόφυτου και της Ειρηνούς, γονείς, αδέρφια, φίλοι, ακόμα και οι νονοί των παιδιών τους. «Θα κάνω παιδιά να σκορπίσουν σ’ όλον τον τόπο να τον ορίζουμε, γιατί είναι όλος δικός μας, όπου νυχτώνουμε να μένω εγώ κι ο άντρας μου» απαντούσε καλοσυνάτα η Ειρηνού, σάμπως αυτό το “όλος δικός μας” να ήταν κάποια προφητεία προγονική.
Η Χαρίτα, παρότι, ήταν πολύ καλή στα γράμματα, μόλις τελείωσε το Δημοτικό, η μάνα της την έβαλε, όπως και τις μεγαλύτερες κόρες της, στον αργαλειό, στο κέντημα, στο ράψιμο, μαγείρεμα και γλυκά, καθαριότητα του σπιτιού, διαχείριση αποθεμάτων τροφής και απαραίτητα να μάθει στην φιλανθρωπία. Πιάτα δεμένα με την πετσέτα ήταν στις καθημερινές της ασχολίες. Πριν μαζευτεί η οικογένεια γύρω από το μεγάλο τραπέζι, έπρεπε η μικρή Χαρίτα, να πάει φαγητό στις μοναχικές γερόντισσες και στους αρρώστους. Έτσι μόνο θα ήταν ήσυχη η ψυχή της μάνας, να καθίσει η οικογένειά της για φαγητό.
Ωστόσο, ο κόσμος γινόταν καθημερινά και πιο ανήσυχος. Ο τόπος, εκτός από τους Εγγλέζους, είχε ν’ αντιμετωπίσει και τους Τούρκους. Μεθοδευόταν ξεκάθαρα ο διαμελισμός του τόπου, απειλούσαν με διχοτόμηση. Κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει και σίγουρα κανείς δεν φανταζόταν ότι θα γινόταν με τον τραγικό τρόπο που έγινε.
Σκοτείνιασε η ατμόσφαιρα…
Οι ήσυχες και νοικοκυρεμένες μέρες στο σπίτι των Δαμασκηνών σκοτείνιασαν. Η μάνα Ειρηνού αρρώστησε βαριά και μετά από λίγο καιρό πέθανε. Στην κηδεία της έκλαψε ο κόσμος απ’ όλες τις γύρω περιοχές. Όλα τα παιδιά του σχολείου συμπονούσαν κι έκλαιγαν μαζί με την Χαρίτα και τ’ αδέρφια της για την βαριά ορφάνια. Ακινησία θανατερή στο σπίτι και στις ψυχές τους. Η Χαρίτα πεισμωμένη από την απουσία της μάνας, άρχισε να ενηλικιώνεται λεπτό το λεπτό.
Ανέλαβε το σπίτι και τα μικρότερα αδέρφια της, μέχρι που μετακόμισαν στον Καραβά, δίπλα στο σπίτι της νονάς της, που είχαν μια ιδιαίτερη σχέση και βαθιά αγάπη. Ανασήκωσαν τα μανίκια οι Δαμασκηνοί, παιδιά, νύφες, γαμπροί και δούλεψαν με ζήλο τη γη τους. Η μυρωδιά των λεμονανθών μπλεγμένη μ’ εκείνη της θάλασσας τους αποζημίωνε, καθώς και η μεγάλη παραγωγή λεμονιών που πλημμύριζε την ντόπια αγορά.
Στρατιώτης ο Αντρίκος Μάντολες, όμορφο παλικάρι. Αγρίμι, περήφανη πολύ, η μικρή κόρη του Δαμασκηνού, παρότι το ένα της πόδι κούτσαινε, καθόλου δεν τον πτόησε. Έγινε ο αρραβώνας τον χειμώνα του 1968. Τρία χρόνια κράτησε η αναμονή τους, μέχρι να φτιαχτεί το σπίτι τους. Οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν βαθιά. Ο γάμος επεισοδιακός. Κάποια στιγμή, ακούγεται η απελπισμένη φωνή της Χαρίτας: «Αντρίκο, Αντρίκο, η αρραβώνα μου, που πήγε η χρυσή αρραβώνα μου, χάθηκε από το δάκτυλο μου».
Κακό μήνυμα σκέφτηκαν οι καλεσμένοι. Μετά όμως από την προσπάθεια όλων, η βέρα βρέθηκε και μπήκε ξανά στο χέρι της, ανακουφίζοντας την τεράστια σύγχυσή της. Η ζωή τους γλυκιά, αρμονική γεμάτη αγάπη και με καρπό δύο υγιέστατα παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Μέχρι που τους πρόλαβε η αποφράδα μέρα της εισβολής.
Ανείπωτος πόνος
Ανείπωτος ο πόνος στην καρδιά της Χαρίτας από τον άνανδρο τουφεκισμό των δώδεκα αμάχων, ανάμεσα τους και ο Ανδρίκος Μάντολες. Δεν τους άφησαν να τους αγγίξουν, να δουν αν είναι ζωντανοί ή νεκροί. Η γραμμή σ’ αυτές τις περιπτώσεις ήταν, “πέσε κάτω και κάνε το πεθαμένο”. Αυτό ήθελαν να πιστέψουν οι δικοί τους άνθρωποι, καθώς κανείς δεν τους ενημέρωσε επίσημα για τον θάνατό τους. Έτσι ζητούσαν πάντα την επιστροφή των αγνοούμενων ανθρώπων τους.
Η Χαρίτα, με ρημαγμένη την ψυχή και την ζωή της, έγινε μάνα και πατέρας, ξενοδούλεψε σκληρά, μεγάλωσε τα παιδιά της, αγωνίστηκε με πείσμα σ’ ολόκληρη την ζωή της να μάθει τι απέγινε ο άνδρας της κι όλοι οι υπόλοιποι. Παρότι χήρεψε νέα κοπέλα, ποτέ δεν επέτρεψε ν’ αγγίξει κανείς άντρας το σώμα και την ψυχή της. Τάχτηκε στον αγώνα της, μέχρι που πέτυχε ν’ απαντήσει το μοναδικό ερώτημα που ταλάνισε για δεκαετίες την ύπαρξή της…
Μακάρι, έστω, τα παιδιά και τα εγγόνια της να δουν ξανά την πατρίδα τους ενωμένη και να γυρίσουν στα χώματα των προγόνων τους.