Ποιοι σκότωσαν τα καλλιτεχνικά

Ποιοι σκότωσαν τα καλλιτεχνικά, Νίκος Ζάππας

Είναι λογικό σε ένα παιδαγωγικό τοπίο που ολοένα θυμίζει ταινία παραλόγου, οι κομισάριοι του υπουργείου Παιδείας να επινοούν ό,τι μπορεί να κατεβάσει η φαντασία τους για να κόψουν έξοδα και μισθοδοσία ανάλογα με τα πολιτικά αδιέξοδα που κυκλώνουν σαν θηλιά τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες. Το κεφάλαιο της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα αποτελεί ένα δύσκολο κεφάλαιο όχι μόνο για τους μαθητές, αλλά και για τους καθηγητές και τους “αρχιτέκτονες” της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης.

Αποτελεί και μια σπαζοκεφαλιά και για έμπειρους εκπαιδευτικούς. Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά μιας και είναι πολλά τα ζητήματα που απαρτίζουν αυτήν την παράμετρο της ελληνικής εκπαίδευσης. Από τις αρχές του 19ου αιώνα τα σχολεία ανά την επικράτεια είχαν την καλλιτεχνική διδασκαλία ως κύριο μάθημα. Αν και η Ελλάδα του 19ου αιώνα πέρασε δια πυρός και σιδήρου το σχολείο κατάφερε να κρατήσει ζωντανό το μάθημα παρά τις δυσκολίες.

Την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης Ελευθέριου Βενιζέλου (δεκαετία 1910), μεταξύ πολλών τομών στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, τέθηκε για πρώτη φορά και το ζήτημα τα καλλιτεχνικά να είναι κύριο μάθημα σε όλα τα σχολεία. Μπορεί οι κυβερνήσεις Βενιζέλου να άφησαν πίσω τους 3.500 σχολεία, ωστόσο η Μικρασιατική Καταστροφή και η πτώχευση λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης είχαν επιπτώσεις και στην εκπαίδευση.

Τα σχολεία κλείνουν το ένα μετά το άλλο, ενώ, λόγω της μαζικής έλευσης των μικρασιατών προσφύγων, σε κάποια αστικά κέντρα οι τάξεις του δημοτικού έχουν διπλάσιους μαθητές από τον προβλεπόμενο αριθμό των 20 θρανίων. Στο σημείο αυτό, έχει ξεχαστεί παντελώς το όραμα της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης μιας και οι προτεραιότητες της κοινωνίας είναι μακριά από τέτοια ζητήματα.

Μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και με εξαίρεση ελάχιστες ιδιωτικές σχολές, η Σχολή Καλών Τεχνών είναι η βασική σχολή καλλιτεχνικής εκπαίδευσης. Ιδρύθηκε το 1930 ως ισάξια του Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο (1946-1949) η Ελλάδα πορεύεται σε ένα ψυχροπολεμικό διεθνές περιβάλλον εξαρτημένη από τον αμερικανικό παράγοντα. Η Τέχνη και κατ’ επέκταση το μάθημα των καλλιτεχνικών, στα αγωνιζόμενα για επιβίωση μικρομεσαία στρώματα συνεχίζει να αποτελεί πολυτέλεια.

Με εξαίρεση κάποια ειδικά παιδιά “ταλέντα”, η πλειονότητα των μαθητών της Σχολής Καλών Τεχνών είναι φυσικό να προέρχεται από εύπορες οικογένειες με δεσμούς στο Παρίσι και σε άλλες ευρωπαϊκές, κυρίως, μητροπόλεις. Για τους υπόλοιπους μαθητές, τα Εικαστικά και οι Παραστατικές Τέχνες είναι στη σφαίρα του “ακαταλαβίστικου”, αν και την ίδια περίοδο σημειώνεται μία άνθηση εκτός σχολείου.

Η ώρα της Μεταπολίτευσης

Αμέσως μετά την Χούντα το μάθημα των καλλιτεχνικών είναι πλέον ενταγμένο στη ροή των μαθημάτων και βαθμολογείται κανονικά. Εκεί, το μάθημα αυτό περνά την πρώτη εξέταση αντοχής. Οι γονείς συνήθως αντιδρούν γιατί το μάθημα βλάπτει την βαθμοθηρία τους και αντί να πάρουν 19 οι καλοί μαθητές παίρνουν 17 επειδή π.χ. στα καλλιτεχνικά παίρνουν 10. Εκεί, λοιπόν, το μάθημα αρχίζει να αμφισβητείται και να θεωρείται ένα είδος περιττής πολυτέλειας! Αυτό όχι μόνο από μαθητές και γονείς, αλλά και από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του ίδιου του σχολείου.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά το 1982 ένα περιστατικό στο Γυμνάσιο Χολαργού. Αρχή της σχολικής χρονιάς και έρχεται η στιγμή που μπαίνει στην τάξη η καθηγήτρια καλλιτεχνικών, η κα Αμανατίδου. Μας μιλά λίγο για τον εαυτό της και σύντομα μπαίνει στο “ψαχνό”. Ξεκινά με την έννοια της Ιστορίας της Τέχνης, τη σημασία της Τέχνης σε μια κοινωνία κλπ. Σε 10 λεπτά η τάξη έχει μετατραπεί σε κλουβί αγρίων! Η κ. Αμανατίδου, σχεδόν κλαίγοντας, φεύγει από την τάξη σε σοκ.

Αν και κανονικά το συμβάν θα έφερνε, άμεσα, αντιμέτωπη την τάξη μας με πειθαρχικές ποινές, επικράτησε η αίσθηση ότι επειδή επρόκειτο για μάθημα δευτερεύουσας σημασίας, η “αμαρτία” ήταν λιγότερο βαριά. Αν δηλαδή συνέβαινε κάτι τέτοιο σε μάθημα ελληνικών ή ακόμα χειρότερα στον μαθηματικό μας που ήταν και ο αυστηρός καθηγητής, οι ποινές θα έπεφταν βροχή. Η κα Αμανατίδου έχοντας εντοπίσει τους “ταραχοποιούς”, τους παραπέμπει για αποβολή στον γυμνασιάρχη.

Σύντομα, η κα Αμανατίδου μετατρέπεται σε κόκκινο πανί. Γονείς ορμούν στον γυμνασιάρχη, ζητώντας την απομάκρυνσή της από το σχολείο. Αυτό το φαινόμενο δεν θα μπορούσε τότε, να συμβεί με καθηγητή άλλου μαθήματος όσο αυστηρός και αν ήταν. Τα ελληνικά, τα μαθηματικά και άλλα μαθήματα στη συνείδηση του γονιού είναι “σοβαρά” και χρήσιμα για τη μελλοντική σταδιοδρομία των παιδιών. Αντίθετα, το μάθημα καλλιτεχνικών το θεωρούσαν και συνεχίζουν να το θεωρούν αν όχι άχρηστο, τουλάχιστον περιττή πολυτέλεια.

Άλλωστε, στα χρόνια εκείνα η τέχνη είναι περισσότερο ή λιγότερο συνδεδεμένη με τους κουλτουριάρηδες. Ο γονιός που άκουγε από τον γιο του ότι θέλει να γίνει καλλιτέχνης έπεφτε στα μαύρα πανιά. Κι αυτό, επειδή με ελάχιστες εξαιρέσεις, καλλιτέχνης ισοδυναμούσε με πενία.

Μαθητοκρατία και γονεοκρατία

Τελικά, ευτυχώς για την ίδια, η κα Αμανατίδου συνταξιοδοτήθηκε και για καλή μας τύχη ήρθε ένας δάσκαλος καλλιτεχνικών που μας άφηνε ελεύθερους στο προαύλιο να παίζουμε μπάσκετ. Μας είχε κάνει σαφές ότι θα βαθμολογούσε μόνο την συμπεριφορά μας. Έτσι το μάθημα των καλλιτεχνικών μετατρέπεται σε μπάσκετ κοσμιοτάτης αγωγής, χωρίς να ακούγεται κιχ. Όλοι πήραμε 20 στη βαθμολογία τριμήνου και έγινε ο αγαπημένος μας καθηγητής. Για εμένα, που ήμουν κακός μαθητής πλην φιλότεχνος, ο καημός μου θυμάμαι ήταν ότι πρώτη φορά πήρα 20 σε μάθημα του δικού μου ενδιαφέροντος χωρίς όμως να έχω εξεταστεί!

Σήμερα, 40 χρόνια μετά, παρατηρούμε το φαινόμενο πολλοί καθηγητές να είναι στη θέση της κας Αμανατίδου, χωρίς να διδάσκουν καλλιτεχνικά. Το μάθημα των καλλιτεχνικών εκτός ότι απαξιώθηκε από την πρώτη στιγμή που εντάχθηκε στον έλεγχο, αποτέλεσε το νήμα προς μια ολίσθηση με χαρακτηριστικά “μαθητοκρατίας” και “γονεοκρατίας”. Μαθητές και γονείς έχουν πλέον πάρει φόρα και όποιος καθηγητής δεν βάζει τους επιθυμητούς βαθμούς μπαίνει στο στόχαστρο.

Μάλλον μικρή σημασία έχει σε ένα τέτοιο περιβάλλον η ύπαρξη του μαθήματος των καλλιτεχνικών. Για να υπάρξει, θα πρέπει πρώτα η κοινωνία να είναι σε θέση να το αποδεχτεί. Τότε θα μπορέσει να σεβαστεί τον καθηγητή καλλιτεχνικών και να δεχτεί και την αναγκαιότητά του για να φτάσουμε στην πολιτιστική ανταλλαγή και στη ρίζα, που είναι η καλλιτεχνική παιδεία. Το χειρότερο δεν είναι η έλλειψη του μαθήματος των καλλιτεχνικών, όσο η αντίληψη ότι είναι περιττό. Όχι μόνο στο σχολείο, αλλά και στο σπίτι…

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι