Πως καθιερώθηκε και πως εμπορευματοποιήθηκε το μπουζούκι
20/01/2023Το καλοκαίρι του 1934 για πρώτη φορά στην ιστορία εμφανίστηκε λαϊκή κομπανία με μπουζούκια σε πάλκο. Ήταν η επιλεγόμενη “Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς”, αποτελούμενη από τους Μάρκο Βαμβακάρη (1905 – 1972), Γιώργο Μπάτη (πραγματικό όνομα Γιώργος Τσώρος) (1885 – 1967), Ανέστο Δελιά ή Αρτέμη (1912 – 1944), Στράτο Παγιουμτζή ή Τεμπέλη (1904 – 1971). Έπαιζαν και τραγουδούσαν στη μάντρα του Σαραντόπουλου στη Δραπετσώνα, στη γωνία των οδών Καλοκαιρινού και Αγίου Διονυσίου. Έκτοτε το μπουζούκι βρίσκεται παντού.
Κι εδώ οφείλω να σταθώ στην μορφή του Γιώργου Μπάτη, γιατί πιστεύω πως σ’ αυτόν χρωστάμε την σύλληψη της ιδέας για την δημιουργία μουσικών σχημάτων, όπου το μπουζούκι έπαιζε τον πρώτο ρόλο. Αυτά που έγιναν γνωστά και καθιερώθηκαν στην συνέχεια ως “ρεμπέτικες κομπανίες”.
Ο Γιώργος Μπάτης, ήταν ένας άνθρωπος εύστροφος και πολυτεχνίτης. Έτσι μετήλθε πολλά επαγγέλματα: Ιδιοκτήτης χοροδιδασκαλείου, αργότερα καφενείου, ενεχυροδανειστής, περιπλανώμενος κομπογιαννίτης οδοντογιατρός και μικροπωλητής. Ήταν, φυσικά, εξαίρετος μουσικός. Παρ’ όλο, λοιπόν, που δεν υπάρχει επίσημη καταγραφή για το πώς και από ποιόν πάρθηκε η απόφαση της δημιουργίας της “ξακουστής Τετράδας”, το σίγουρο είναι πως συνέβη στο καφενείο “Ζωρζ Μπατε”, στα Λεμονάδικα (ακτή Τζελέπη), που άνοιξε ο Γιώργος Μπάτης το 1931 και ήταν δική του σύλληψη.
Πριν ανεβεί το σχήμα σε πάλκο, προηγήθηκαν το 1932 οι ηχογραφήσεις δύο τραγουδιών του Μάρκου Βαμβακάρη: “Eφουμάραμ’ ένα βράδυ” και “Tαξίμι σερφ” και δύο του Γιώργου Μπάτη: “Μπάτης ο δερβίσης” και “Σου ‘χει λάχει” και ακολούθησε το 1933 το “Καραντουζένι” (Να ’ρχόσουνα βρε μάγκα μου) του Μάρκου. Το “Καραντουζένι” πρέπει, ανεξάρτητα από τη σειρά γραμμοφώνησης, να είναι το πρώτο τραγούδι του Μάρκου που κυκλοφόρησε στην αγορά. Και το πράγμα πήρε τον δρόμου του… Το μπουζούκι άρχισε να μπαίνει μαζικά στη ζωή των Ελλήνων ως εκφραστής των καημών, των ονείρων και των ερώτων των. Ταυτόχρονα, όπως ήταν φυσικό, υπήρξε μια κοσμογονία μαζικής μουσικής παραγωγής, που από τα λαϊκά πάλκα πέρασε στους δίσκους των γραμμοφώνων και από ‘κει στην ζωή του καθενός.
Αυτό το γεγονός σηματοδοτεί το πέρασμα του οργάνου από τον χώρο της παράδοσης στον χώρο της εμπορικής αξιοποίησής του. Νέοι άνθρωποι έσπευδαν να μάθουν μπουζούκι και τα οργανοποιεία άρχισαν να κατασκευάζουν όργανα, το ένα πίσω από το άλλο. Ήταν, κυριολεκτικά, μια επανάσταση στον χώρο της λαϊκής μουσικής.
Οι κανόνες της αγοράς
Όμως, όπως και σε κάθε επανάσταση, υπήρξαν ανατροπές στα έως τότε δεδομένα. Από τη στιγμή, που το λαϊκό τραγούδι γίνεται αντικείμενο κυρίαρχα οικονομικών διαδικασιών, δηλαδή γράφεται με αντικειμενικό σκοπό το κέρδος, παύει αυτόματα να αποτελεί στοιχείο συλλογικής έκφρασης, αφιστάμενο έτσι του χαρακτηρισμού “παραδοσιακό” και εμπίπτει στην κατηγορία του “έντεχνου”. Επίσης, εδώ θα πρέπει να τονίσω και το αρνητικό δεδομένο της πεπερασμένης χρονικής διάρκειας των δίσκων 78 και 45 στροφών (3 λεπτά και κάτι) που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία τραγουδιών και με χρονικά κριτήρια (καθώς και η ηχογράφηση – αντίστοιχα – πετσοκομμένων εκτελέσεων παραδοσιακών τραγουδιών).
Βέβαια, σε αρκετές περιπτώσεις, τα όρια ανάμεσα στο “παραδοσιακό” και το “έντεχνο” λαϊκό τραγούδι δεν είναι απόλυτα. Ακόμα και μετά την ένταξη του λαϊκού τραγουδιού στην παραγωγική διαδικασία των εταιρειών δίσκων και των κέντρων “διασκεδάσεως”, υπήρχαν πολλοί δημιουργοί που πατούσαν γερά με το ένα πόδι στην παράδοση. Αυτό φαίνεται, αφ’ ενός, με την επανεκτέλεση παραδοσιακών τραγουδιών ατόφιων (σ.σ.: όσο, βέβαια, επέτρεπε ο χώρος του δίσκου), π.χ. όπως το «Χαράματα η ώρα τρεις» (παραδοσιακή καντάδα των Κυκλάδων – προσωπική μαρτυρία στο γράφοντα του Βαγγέλη Κονιτόπουλου) και αφ’ ετέρου με την χρησιμοποίηση, μουσικών μοτίβων, ακόμα και στίχων ατόφιων, παρμένων από παραδοσιακά τραγούδια.
Στη συνέχεια, από την φορά των πραγμάτων και τις ανάγκες του πάλκου, όπου έπαιζαν αδιάκοπα μέχρι τα ξημερώματα, τα μπουζούκια έπαψαν να αλλάζουν κουρδίσματα (ντουζένια), όπως, επίσης, οι οργανοπαίκτες περιόρισαν κατά πολύ τα ταξίμια τους… Επόμενο βήμα της εμπορευματοποίησης ήταν η δημιουργία και η επιβολή στα πάλκα μπουζουκιών με τέσσερις διπλές χορδές…
Μπουζούκι και τετράφωνο
Εδώ θα ήθελα να παρουσιάσω διά στόματος Άκη Πάνου (κορυφαίος τραγουδοποιός με σεβασμό στην παράδοση) τις τεράστιες διαφορές μεταξύ τρίχορδου και τετράχορδου μπουζουκιού ή επί το ορθότερον μεταξύ μπουζουκιού και τετράφωνου (κατά τον Άκη Πάνου): «Το μόνο κοινό που έχει το τετράφωνο με το μπουζούκι είναι το ηχείο. Αυτό το ημιαχλαδοειδές καβούκι. Κατά τα άλλα έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικά όργανα». Το μπουζούκι έχει τρία ζεύγη χορδές (πιο παλιά δύο ζεύγη και μία τριάδα) και δύο φωνές: ΡΕ για το πάνω και το κάτω ζευγάρι και ΛΑ για το μεσαίο.
Το τετράφωνο έχει τέσσερα ζεύγη χορδές και τέσσερεις φωνές.: ΡΕ για το πρώτο, ΛΑ για το δεύτερο, ΦΑ για το τρίτο και ΝΤΟ για το τέταρτο ζευγάρι. Κρατώντας δηλαδή κάποιος τετράφωνο, κρατάει ένα όργανο με τις τέσσερεις πρώτες φωνές της κιθάρας, κουρδισμένο έναν τόνο χαμηλότερα από αυτήν!
Σαν οργανοποιός, αλλά και σαν μουσικός, μόνο διαφορές διακρίνω ανάμεσα στο μπουζούκι και το τετράφωνο. Οι “εφικτές” αρμονίες του μπουζουκιού είναι περιορισμένης πολυτονικότητας. Οι “εφικτές” του τετράφωνου είναι αρμονίες κιθάρας (κουτσές). Η κίνηση των δάχτυλων είναι “κάθετη” σε σχέση με το “χέρι” του οργάνου, γι’ αυτόν που παίζει τετράφωνο. Η κίνηση των δαχτύλων είναι “οριζόντια” σε σχέση με το χέρι του οργάνου, γι’ αυτόν που παίζει μπουζούκι.
Παίζοντας το ίδιο κομμάτι δύο μουσικοί, που κρατούν ο ένας τετράφωνο κι ο άλλος μπουζούκι, θα διατρέχουν με τα δάχτυλά τους διαφορετικές αποστάσεις! Οι αποστάσεις αυτές είναι μικρότερες γι’ αυτόν που έπαιζε τετράφωνο και μεγαλύτερες γι’ αυτόν που έπαιζε μπουζούκι. Επίσης οι διάφορες συγχορδίες για να “πιαστούν” χρειάζονται μεγαλύτερο άνοιγμα δαχτύλων στο μπουζούκι απ’ ότι στο τετράφωνο. Μία ακόμη διαφορά των δύο οργάνων είναι το “μήκος” της κλίμακας: τετράφωνο 33,5 εκατοστά, μπουζούκι 35 εκατοστά.
Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς – χωρίς να χρειάζεται να είναι “ειδικός” – ότι το τετράφωνο προσφέρεται για περισσότερες νότες, σε λιγότερο χρόνο, με λιγότερη προσπάθεια. Πρέπει να πούμε ακόμη, πως λόγω της διαφοράς του μήκους κλίμακας ο ήχος του τετράφωνου είναι οξύτερος από τον ήχο του μπουζουκιού, σχεδόν “απρόσωπος”, και εύκολα αφομοιώσιμος με τον ήχο των άλλων οργάνων της ορχήστρας, κάτι που “βολεύει” πολλούς και πολλαπλά!
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε:
- Το τετράφωνο είναι ένα όργανο που υποδύεται το μπουζούκι χωρίς να είναι μπουζούκι ή μία κιθάρα κουτσή με ξένο ηχείο!
- Αυτοί που εξακολουθούν να παίζουν μπουζούκι είναι τουλάχιστον “άστοχο” (αν δεν είναι σκόπιμο) να συγκρίνονται μ’ αυτούς που παίζουν τετράφωνο και αυτό γιατί το τετράφωνο είναι ένα όργανο “προσιτό” σε όποιον παίζει κιθάρα ενώ το μπουζούκι απαιτεί τσαγανό άλλου είδους!” (Περιοδικό ΝΤΕΦΙ, αρ.1).
Το άρθρο είναι ο επίλογος μιας σειράς άρθρων, με θέμα την προϊστορία του μπουζουκιού, που έχει δημοσιευτεί στο SLpress, και πρόκειται να αποτελέσουν την συμπληρωμένη Β΄ έκδοση του βιβλίου μου “Μπουζούκι μου διπλόχορδο”, με τον υπότιτλο “Από την πανδούρα στον Μάρκο”. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Παρατηρητής Αργολίδας”, Άργος 1996.